Πέτρος Τσερκέζης: «Σονάτα για βιολί και θρήνο», εκδόσεις Νίκας, 2022

Ο Έλληνας Βορειοηπειρώτης λογοτέχνης Πέτρος Τσερκέζης, που ζει μόνιμα στην Κύπρο από το 1994, έχει πλειάδα ποιητικών και πεζογραφικών εκδόσεων στο ενεργητικό του. Πηγή έμπνευσης, για την ολότητα του λογοτεχνικού του έργου, παραμένει η γενέθλια γη της αλβανικής επικράτειας. Αυτό ισχύει και για το νέο του μυθιστόρημα «Σονάτα για βιολί και θρήνο» που κυκλοφόρησε το 2022.

Πρόκειται για ένα νεανικό αφήγημα, επεξεργασμένο εκ νέου στα χρόνια της ωριμότητας. Να πως το σημασιολογεί ο ίδιος συγγραφέας από το ύψος του σήμερα: «Αυτό το νεανικό μνημείο ονείρων και πόνου αυτή η λυρική σονάτα πιστεύω ακράδαντα πως άντεξε στις τρομερές παγίδες του ζόφου χάρη στην ποιητική του αύρα και τη νεανική ακτινοβολία. Ας φιλοδοξήσει τις τιμές του μυθιστορήματος. Ας δει το φως». (σελ. 10). Και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με τον Π. Τσ.

Στο επίκεντρο της κριτικής του συγγραφέα βρίσκεται η καταπίεση, η θηριωδία του ανελεύθερου καθεστώτος Ενβέρ Χότζα. Μια φράση μόνο από τον ευσύνοπτο  πρόλογο του Π. Τσ. τα λέει όλα: «Οι παγίδες και η απειλή ήταν ο αέρας που ανασαίναμε». (σελ.8).

Ο κεντρικός μύθος του αφηγήματος πραγματεύεται τις περιπέτειες μιας παρέας νεαρών, φοιτητών και μη, στις συνθήκες του αλβανικού σοσιαλιστικού καθεστώτος, λίγο πριν από την κατάρρευσή του. Οι περιπέτειες αυτές έχουν κυρίως ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο, αλλά και αισθητική και ηθική και λογοτεχνική διάσταση, που περιπλέκονται αρμονικά με τις ερωτικές σχέσεις των πρωταγωνιστών. Κύρια πρόσωπα οι Αργύρης Καστρινός άλλως «κατσαρομάλλης», Κωνσταντίνος Ζαφείρης άλλως «γεροδεμένος», Μιχάλης Διαμαντής άλλως «σοφά γυαλιά», Πόλυς Κακοδίκης άλλως «ουδέτερος» και Άγγελος Κοσίνας άλλως «εργάτης». Ο τελευταίος είναι η κυρίαρχη αρνητική περσόνα στο βιβλίο. Μέντορας όλων και για όλα, ο καθηγητής Νάσος Γκιολέκας. Οι δύο πρώτοι, Αργύρης και Κωνσταντίνος, πιστεύω πως αποτελούν το “ego” και το “alter ego” του συγγραφέα.

Θεωρώ πως στο αισθητικό επίπεδο κρίνεται ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, ως δόγμα σοβιετικής πνοής. Στο ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο εκείνο που κρίνεται, είναι η πολιτιστική επανάσταση ως θεωρία κινέζικης έμπνευσης. Αν ζούσαμε σε άλλες εποχές, το βιβλίο αυτό θα ήταν αντικαθεστωτικό. Σήμερα είναι ένα αξιόλογο έργο κατά του ολοκληρωτισμού και της ανελευθερίας.

Ο κεντρικός μύθος εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, με δυναμική απορρέοντος ενός γεγονότος από το άλλο, με συνεχείς εναλλαγές θεάτρου δρωμένων και πρωταγωνιστών. Η σκυτάλη περνά με ταχείς ρυθμούς από το ένα στο άλλο μέλος της νεαρής παρέας.

Η κριτική κατά του αλβανικού καθεστώτος του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού δεν περιορίζεται μόνο στην πολιτική της διάσταση: «…δεν φτιάχνεται κράτος με παλιομοδίτικες επαρχιώτικες αντιλήψεις. Καλλιεργούμε ένα θανατηφόρο σύστημα ραγιαδισμού για την κοινωνία». (σελ. 31) Η κριτική εκτείνεται συχνά και σε αισθητικές παραμέτρους, καθώς στο στόχαστρο τίθεται ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, ως η θεωρία που εγκαθίδρυσε ο Μαξίμ Γκόρκι αλλά απολυτοποίησε και εξαχρείωσε ως δόγμα, ο Ιωσήφ Στάλιν.

Η καυστική ειρωνεία για τη λογοτεχνία του ούτω καλούμενου σοσιαλιστικού ρεαλισμού, τη μεγαλοστομία και τον προπαγανδιστικό της χαρακτήρα, τις στρεβλώσεις στην αισθητική για χάρη της, είναι διάσπαρτη σε όλο το βιβλίο. Ιδού πόσο συγκλονιστικά τα λέει ο Κωνσταντίνος Ζαφείρης, το alter ego του συγγραφέα: «Τι περιμένεις; Άρπαξε την πένα! Για τους ανθρώπους του μόχθου. Χα, χα! Για τους εργάτες και τους αγρότες. Ωραία θέματα. Αλλά ποιος τους λογάριασε ποτέ αυτούς τους ανθρώπους. Μόνο τους καρπούς του ιδρώτα τους λογαριάζετε, κύριοι. Αυτός είναι γλυκός, αλλά την στυφάδα δεν επιθυμείτε να την γνωρίσετε, αναδίδει απωθητική οσμή, βρομοκοπάει, σας σπάζει τη μύτη». (σελ. 267)

Ο συγγραφέας αναφέρεται ρητά στο φακέλωμα των πολιτών. Ο ήρωας του λέει θυμωμένος: «Είμαστε φακελωμένοι, καλέ μου φίλε. Όχι μόνο όταν υπάρχει κάτι στη βιογραφία, αλλά και όταν δεν υπάρχει, το κατασκευάζουν». (σελ. 156)

Και βεβαίως η προπαγανδιστική μηχανή του καθεστώτος, δεν μένει στο απυρόβλητο: «Όλη η προπαγάνδα ήταν μια ανέντιμη μανιασμένη προσπάθεια να νεκρώσει τις διανοητικές ικανότητες  της κοινωνίας, να ξεγυμνώσει τον άνθρωπο». (σελ. 187)

Από την άλλη, ο «εργάτης» Άγγελος Κοσίνας, η άκρως αρνητική περσόνα στο βιβλίο, κρυψίνους και υποχθόνιος, προβάλλει ως ο τυπικός «απαράτσικ» του συστήματος, άνθρωπος του μηχανισμού. Σε κάποιες μάλιστα στιγμές, με τη μοχθηρία και τον δογματισμό του θα έλεγα ότι θυμίζει το «ανθρωπάκι» από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα. Αμφότεροι μάλλον αποτελούν την προσωποποίηση του σταλινικού δογματισμού.

Το νεανικό όραμα των κεντρικών ηρώων του βιβλίου, μιας παρέας παιδιών δηλαδή, συνοψίζεται στην εξής τοποθέτηση ενός από αυτούς: «Δεν μπορώ να περπατάω σ΄ έναν λασπωμένο δρόμο που βαδίσουν όλοι. Θέλω το δικό μου μονοπάτι, τη δική μου πορεία. Να κατακτήσω το δικό μου όνειρο». (σελ. 44-45)

Η ερωτική αφύπνιση των κεντρικών ηρώων του μυθιστορήματος, συμβαδίζει με την πολιτική αφύπνισή και τον αγώνα τους για πολιτική χειραφέτηση. Έτσι, ακόμα και από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα διακρίνεται από άλλη μία ουσιαστική αρμονία.

Ωστόσο, οι νεανικοί έρωτες των πρωταγωνιστών στο βιβλίο είναι το εποικοδόμημα του μύθου. Η βάση είναι το ιδεολογικό – ουμανιστικό υπόβαθρο της κεντρικής αφήγησης, με το καθεστώς Χότζα στη βασική ακίδα της κριτικής.

Τέλος, σημειώνω ότι ο βορειοηπειρωτικός αλυτρωτισμός των Ελλήνων της Αλβανίας είναι ακόμα μια πολιτική διάσταση στο βιβλίο, πέρα από το ιδεολογικό πλέγμα της κριτικής στο καθεστώς της συγκεκριμένης εποχής. «Αγκάθι στο μάτι μάς έχουν εμάς τους Έλληνες», (σελ. 99) μονολογεί ένας από τους κεντρικούς ήρωες του έργου.

[email protected]