Το εγχείρημα του φίλου δημοσιογράφου Γιάννη Κωστακόπουλου –που σπούδασε στη Μόσχα την ίδια εποχή– να αποδώσει στα ελληνικά τα τραγούδια ή μάλλον την έμμετρη ποίηση του Βισότσκι ήταν δύσκολο, παράτολμο, επίπονο, κοπιώδες, δύσκολο. Κι αυτό όχι γιατί ο Βισότσκι είναι δυσνόητος, αλλά διότι είναι λαϊκός δημιουργός. Και ως τέτοιος χρησιμοποιούσε στα δημιουργήματά του μια γλώσσα πανοραμική, μια γλώσσα-πανσπερμία πλούτου σε εκφράσεις και ιδιωματισμούς, σε αλληγορίες, παρομοιώσεις και μεταφορές, σε γνωμικά, σε δάνεια από την καθημερινή αργκό των απλών ανθρώπων.
Έτσι λοιπόν ο Κωστακόπουλος δεν χρειάστηκε να μεταφράσει απλώς τον Βισότσκι, χρειάστηκε να τον αποδώσει στα Ελληνικά, εναποθέτοντας σε αυτόν κι ένα κομμάτι του δικού του εαυτού. Ένα κομμάτι της δικής του ψυχοσύνθεσης, ιδιοσυγκρασίας και υποστασιακής οντότητας. Το αποτέλεσμα είναι αξιόλογο, αξιοπρόσεκτο, αξιομνημόνευτο, καθ’ όλα άξιο. Το ελληνόφωνο κοινό, που δεν γνωρίζει ρωσικά, διαβάζοντας το βιβλίο του Κωστακόπουλου, μπορεί να αντιληφθεί το μεγαλείο, τη σπουδαιότητα και την αυθεντικότητα του Βισότσκι, την εκφραστικότητα και τον δυναμισμό του.
Ο Βλαδιμίρ Βισότσκι μπορεί να παραλληλιστεί με τον Μπόμπ Ντύλαν στις ΗΠΑ ή με τον πρώιμο Διονύση Σαββόπουλο στην Ελλάδα. Τα τραγούδια του, τα ποιήματά του, ενέχουν κι έναν χαρακτήρα συλλογικής συνειδησιακής αφύπνισης. Γι’ αυτό άλλωστε αγκαλιάστηκαν και τόσο πλατιά. Τα τραγούδια του Βισότσκι, περίπου 800 στο σύνολο, παρουσιάστηκαν σε εκατοντάδες ζωντανές συναυλίες σε όλη τη ρωσική και σοβιετική επικράτεια της τότε εποχής. Παράλληλα, κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι σε άπειρες εργατοτεχνικές ηχογραφήσεις σε κασέτες και ταινίες-καρούλια. Μετά θάνατον κυκλοφόρησαν 13 μεγάλοι δίσκοι με τα μελοποιημένα και ερμηνευμένα από τον ίδιο άπαντά του. Προσωπικά, θυμάμαι τις τεράστιες ουρές που σχηματίστηκαν έξω από το κεντρικό μουσικό κατάστημα της Μόσχας που ονομαζόταν «Μελωδία» και βρισκόταν στην κεντρική λεωφόρο Καλλίνισκι. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, κάθε επαγγελματικής τάξης στέκονταν υπομονετικά για ώρα στην ουρά προκειμένου να αγοράσουν τους δίσκους του Βισότσκι.
Η ρωσική ψυχή βρίσκει τον τέλειο εκφραστή στους στίχους του Βισότσκι. Ο λόγος του αντισυμβατικός, αντικομφορμιστικός, ρωμαλέος, χειμαρρώδης, αυθεντικός. Δεν υπήρξε ούτε ορκισμένος αντικαθεστωτικός –για να υπερτιμηθεί από την εξουσία–, αλλά ούτε και καθεστωτικός τραγουδοποιός για να απαξιωθεί στη λαϊκή συνείδηση. Ο λόγος του υπήρξε κατά κόρον και από θέση αρχής αντισυστημικός ενάντια σε κάθε μορφή «συστηματικοποιημένης», κατεστημένης και παγιωμένης συμπεριφοράς και στάσης ζωής. Υπήρξε μια γρηγορούσα, μια χαρισματική, μια ανήσυχη προσωπικότητα, δραστήρια και αφυπνιστική μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής του. Γι’ αυτό και το έργο του παραμένει ζωντανό ώς τις μέρες μας. Γι’ αυτό και το έργο του αξίζει να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, για να τον γνωρίσουν και άλλοι λαοί του κόσμου. Οι αξίες που ύμνησε ο Βισότσκι, τα δεινά που έψεξε είναι διαχρονικά και παγκόσμια. Ως εκ τούτου, θεωρώ πως το έργο του διατηρεί τη λειτουργική χρησιμότητα αλλά και την αισθητική του αξία και θα τα διατηρεί αμφότερα για πάρα πολλά χρόνια ακόμη.
Κλείνοντας θέλω να πω πως ο Βισότσκι είναι πολύ οικείος σ΄ εμάς τους δημοσιογράφους, καθώς, στην ουσία, υπήρξε ένας δημοσιολόγος-ποιητής. Τα τραγούδια του εκφράζουν μιαν εποχή, μια πραγματικότητα, μια επικαιρότητα. Έτσι, πολλά από αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν και ως ρεπορτάζ εποχής. Ρεπορτάζ βαθύ, διεισδυτικό, διερευνητικό, έντονα κριτικό και αξιολογικό. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, ο Βισότσκι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας συνάδελφός, δημοσιογράφος.
Εύχομαι το βιβλίο του Γιάννη Κωστακόπουλου να είναι καλοτάξιδο γιατί το αξίζει. Το αξίζει το βιβλίο, το αξίζει ο Γιάννης και βεβαίως το αξίζει ο Βισότσκι.
*Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου.