Η δικονομία δεν είναι ένα ευέλικτο πλαίσιο που επιτρέπει στους διαδίκους να διορθώνουν εκ των υστέρων τα λάθη τους. Αντίθετα, αποτελεί μηχανισμό που διασφαλίζει την ορθή, δίκαιη και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, μέσα από κανόνες που υπηρετούν τη σταθερότητα και την προβλεψιμότητα της διαδικασίας. Κάθε διάδικος οφείλει να παρουσιάσει ολοκληρωμένα την υπόθεσή του, με όλα τα αποδεικτικά του μέσα, τη στιγμή που του παρέχεται η ευκαιρία, διαφορετικά αναλαμβάνει ο ίδιος το ρίσκο των παραλείψεών του.

Η δυνατότητα επανακλήτευσης μαρτύρων ή παρουσίασης πρόσθετης μαρτυρίας δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά εξαιρετικό μέτρο που εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Η αρχή αυτή αποτρέπει την κατάχρηση της διαδικασίας και τη μετατροπή της ακροαματικής διαδικασίας σε πεδίο πειραματισμών. «Καλός λόγος» για να επιτραπεί τέτοια επαναφορά πρέπει να συνδέεται με την απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης, όχι με την διόρθωση εσφαλμένων χειρισμών ή αντιφατικών μαρτυριών. Η δίκαιη δίκη προϋποθέτει μία μόνο, ενιαία και ολοκληρωμένη παρουσίαση της αλήθειας.

Απόφαση Δικαστηρίου

Η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού – Πάφου ημερ. 24.10.2025 που εξέδωσε ο Προέδρος κ. Γ. Χρ. Παγιάση, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των πιο πάνω αρχών. Το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί αιτήματος του ιδιοκτήτη, ο οποίος μετά την ολοκλήρωση της δικής του μαρτυρίας, ζήτησε να επανακλητευθεί για να δώσει «συμπληρωματική» μαρτυρία. Ο λόγος ήταν ότι, όπως ισχυρίστηκε, είχε υποστεί «ψυχολογική πίεση» κατά την αντεξέταση του και, λόγω στιγμιαίας απώλειας μνήμης, απάντησε εσφαλμένα στο ερώτημα για το χρόνο πρώτης ενοικίασης του υποστατικού. Το αίτημα συνοδευόταν και από ένορκη δήλωση της αδελφής του, η οποία δεν ήταν μάρτυρας στον αρχικό κατάλογο, αλλά παρευρισκόταν στο ακροατήριο.

Η επιχειρηματολογία του ιδιοκτήτη ήταν ότι η «διόρθωση» της μαρτυρίας του ήταν απαραίτητη για να αποσαφηνιστεί το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Το σκεπτικό αυτό, ωστόσο, δεν έπεισε. Το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια απέρριψε την αίτηση ως «ποικιλοτρόπως προβληματική» επισημαίνοντας πρώτα ότι η νομική της βάση ήταν εντελώς εσφαλμένη. Η Διαταγή επί της οποίας βασιζόταν, ήταν εντελώς άσχετη. Δεν επρόκειτο για απλή παρατυπία, αλλά θεμελιακό σφάλμα που δεν διορθώνεται κατ’ επίκληση της νομολογίας που σχετίζεται με την ύπαρξη θεραπεύσιμων παρατυπιών.

Μία μόνοευκαιρία

Πέραν της νομικής αδυναμίας, το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στο ουσιαστικό περιεχόμενο του αιτήματος, παρατηρώντας: «Είναι πρωτοφανές να ζητείται από διάδικο άδεια για να παρουσιάσει μαρτυρία που να αντικρούει δική του προηγούμενη μαρτυρία. Ο διάδικος έχει υποχρέωση να παρουσιάσει με ολοκληρωμένο τρόπο την υπόθεση του και μία ευκαιρία να την αποδείξει. Έτσι λειτουργεί η Δικονομία και το Δίκαιο της Απόδειξης».

Η τοποθέτηση αυτή επιβεβαιώνει ότι η αρχή της ενότητας της μαρτυρίας και της δίκαιης διαδικασίας δεν επιτρέπει επαναφορά διαδίκου απλώς επειδή θεωρεί ότι έβλαψε την υπόθεσή του με τις ίδιες του τις απαντήσεις. Το Δικαστήριο τόνισε ότι, δεν μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο «διόρθωσης» σφαλμάτων των διαδίκων. «H συμπλήρωση της έρευνας» προϋποθέτει την ύπαρξη κενού, όχι την επιθυμία για ανατροπή μιας δυσμενούς απάντησης. Η επανακλήτευση δεν έχει σκοπό τη «χορήγηση δεύτερης ευκαιρίας στους διαδίκους να αποδείξουν την υπόθεσή τους», αλλά μόνο την κάλυψη κενών που ενδέχεται να δημιουργήσουν αμφιβολίες στο ίδιο το Δικαστήριο.

Τέλος, το Δικαστήριο αντιμετώπισε με ευαισθησία αλλά και νηφαλιότητα τον ισχυρισμό περί «ψυχολογικής πίεσης», σημειώνοντας ότι έχει αποφύγει συνειδητά να σχολιάσει τα περί ψυχολογικής πίεσης, διότι το πλαίσιο της ενδιάμεση αίτησης δεν είναι κατάλληλο για να αξιολογηθεί η μαρτυρία του αιτητή. Ο ισχυρισμός ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται στα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας.

Συμπέρασμα

Η απόφαση αυτή ενισχύει την έννοια της διαδικαστικής συνέπειας και της ευθύνης του διαδίκου ως προς την παρουσίαση της μαρτυρίας του. Επαναβεβαιώνει ότι η δίκαιη δίκη δεν σημαίνει άπειρες ευκαιρίες, αλλά μία πλήρη και ισότιμη διαδικασία για όλους. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου δεν είναι μηχανισμός επιείκειας, αλλά θεσμικό εργαλείο για να διασφαλιστεί η ισορροπία και η αξιοπιστία της δικαστικής διαδικασίας.

Η αρχή που αναδεικνύεται είναι σαφής και θεμελιώδης, ο διάδικος έχει μία μόνο ευκαιρία να αποδείξει την υπόθεσή του. Αυτή η ευκαιρία πρέπει να αξιοποιείται με πληρότητα, συνέπεια και επαγγελματισμό, διότι η Δικαιοσύνη δεν επιτρέπει την επαναφορά της μαρτυρίας για λόγους τακτικής ή μεταμέλειας. Επιτρέπει μόνο την αναζήτηση της αλήθειας, μέσα στα όρια που η ίδια θέτει.

* Δικηγόρος στη Λάρνακα