Ύστερα από μία περίοδο τεσσάρων ετών με capital controls, η Ελλάδα βγαίνει σήμερα από το καθεστώς των κεφαλαιακών περιορισμών.
 
Η περίοδος μετά την άρση των capital controls θα συνοδευτεί μεσοπρόθεσμα από περισσότερες εισροές κεφαλαίων παρά από εκροές, εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, υποστηρίζοντας ότι προς αυτή την κατεύθυνση δεν οδηγεί μόνο ο μειωμένος κίνδυνος της χώρας, αλλά και τα αρνητικά επιτόκια στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης.
 
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, «η κατάσταση έχει βελτιωθεί δραστικά από τη φετινή άνοιξη έως σήμερα. Μέσα στους πρώτους επτά μήνες του 2019, οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά ποσό ελαφρά υψηλότερο των 4 δισ. ευρώ. Όμως, περίπου το 80% του ποσού αυτού προέκυψε μέσα στο δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου. Άλλοι συνδέουν τη βελτίωση αυτή με το κλίμα που διαμορφώθηκε μετά τις Ευρωεκλογές της 28ης Μαΐου, αλλά σίγουρα συνέβαλε και η αποκλιμάκωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων που έχει λάβει πλέον χαρακτήρα χιονοστιβάδας.
 
Η απόδοση των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων από το 4%-4,5% έπεσε κάτω από το 2% και μέσα σ’ αυτό το κλίμα αναμένεται η άρση των capital controls να λειτουργήσει στο πεδίο της ψυχολογίας. Ενδεχομένως λοιπόν να πείσει ορισμένους αποταμιευτές που επιβαρύνονται με υψηλότατες προμήθειες στο εξωτερικό, να επαναπατρίσουν –σταδιακά τουλάχιστον– μέρος των αποταμιεύσεών τους στις ελληνικές τράπεζες».
 
Ανάλογη συμπεριφορά αναμένεται να δείξουν πέραν από τους ιδιώτες αποταμιευτές και οι επιχειρήσεις, οι οποίες από την αρχή της χρονιάς έχουν ανεβάσει και αυτές τις καταθέσεις τους στις ελληνικές τράπεζες. Μάλιστα, η τάση αυτή είναι αρκετά μεγαλύτερη απ’ ό,τι φαίνεται στα νούμερα και στα χαρτιά.  Ειδικότερα, κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας, οι μεγάλες επιχειρήσεις έσπευδαν να χρησιμοποιήσουν το ανώτατο όριο των πιστωτικών τους γραμμών, δανειζόμενες μεγάλα ποσά, τα οποία στη συνέχεια τα κατέθεταν στο εξωτερικό. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο είχαν εξασφαλισμένη ρευστότητα σε περίπτωση που οι τράπεζες σταματούσαν τις νέες χορηγήσεις (πράγμα που λίγο-πολύ έγινε), αλλά παράλληλα θα μπορούσαν να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη λειτουργία τους σε περίπτωση επιβολής capital controls (και αυτό έγινε).
 
Οι επιχειρήσεις ωστόσο –σταδιακά κατά το τελευταίο 18μηνο και ίσως εντονότερα το τελευταίο χρονικό διάστημα– έχουν αρχίσει να επαναπατρίζουν χρήματα από το εξωτερικό, με τα οποία περιορίζουν τον τραπεζικό τους δανεισμό. Η κίνηση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί για τρεις κυρίως λόγους:
 
Πρώτον, ο κίνδυνος της χώρας είναι πλέον πολύ μειωμένος σε σχέση με το παρελθόν.
Δεύτερον, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν βελτιωμένη ρευστότητα και έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια να δανειοδοτήσουν υγιείς επιχειρήσεις, με το υπόλοιπο των επιχειρηματικών δανείων κατά το πρώτο φετινό επτάμηνο να αυξάνεται κατά 2,8%.
Και τρίτον, μειώνουν τόσο την αρνητική απόδοση των καταθέσεών τους στο εξωτερικό όσο και το κόστος χρηματοδότησής τους (χρεωστικοί τόκοι) από τις ελληνικές τράπεζες.
 
Μεγάλη φοροδιαφυγή σε τουριστικά καταλύματα
 
Υποθέσεις φοροδιαφυγής τουριστικών καταλυμάτων που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια διασταυρώσεων με βάση τις δηλώσεις ΦΠΑ που υπέβαλαν για τον μήνα Ιούνιο έδωσε στη δημοσιότητα η ΑΑΔΕ. Κατάλυμα στη Σαντορίνη με 40 δωμάτια δήλωσε μηδενικά έσοδα από διανυκτέρευση για τον μήνα Ιούνιο. Σε άλλη περίπτωση, στην Κορινθία, κατάλυμα με 80 δωμάτια υπέβαλε δήλωση με έσοδα ύψους 5.000 ευρώ, ενώ στην Κέρκυρα επιχείρηση 80 δωματίων δήλωσε 1.000 ευρώ. Στην Πάτμο κατάλυμα 25 δωματίων δήλωσε έσοδα 500 ευρώ, στην Κεφαλλονιά επιχείρηση 40 δωματίων δήλωσε 9.000 ευρώ, ενώ για 25 δωμάτια στη Μεσσηνία δηλώθηκαν 4.500 ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ η απόκλιση μεταξύ εκτιμώμενου και δηλωθέντος τζίρου για τις επιχειρήσεις αυτές περιορίστηκε κατά τον φετινό έλεγχο στα 11,3 εκατομμύρια ευρώ έναντι 21,3 εκατομμύρια ευρώ πέρυσι.
 
Τα συνολικά δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα των 770 καταλυμάτων τον Ιούνιο του 2019 ήταν αυξημένα κατά 10,9 εκατ. ευρώ συγκριτικά με τον Ιούνιο του 2018 ή κατά 14,59%. Από τις υποθέσεις αυτές οι 43 κατηγοριοποιήθηκαν από την ΑΑΔΕ ως πολύ υψηλού κινδύνου. Από αυτές οι δύο δεν υπέβαλαν δήλωση, οι 40 υπέβαλαν μηδενική δήλωση, ενώ σε μία υπόθεση η απόκλιση μεταξύ εκτιμώμενων και δηλωθέντων εσόδων υπερβαίνει το ποσό των €100.000.
Άλλες 123 επιχειρήσεις κατατάχθηκαν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου. Με βάση τις διασταυρώσεις οι 94 από αυτές παρουσίασαν απόκλιση εκτιμώμενων και δηλωθέντων εσόδων για ποσό από €10.000 έως €100.000, ενώ στις υπόλοιπες 29 η απόκλιση υπερβαίνει τα €100.000