Με μια πρόταση, που ελπίζει ότι “δεν θα μπορεί να την απορρίψει” ο Τραμπ, αλλά δεν φαίνεται να ενθουσιάζει όλα τα κράτη-μέλη, επανήλθε διά στόματος του Επιτρόπου Μάρος Σέφτσοβιτς η Ευρωπαϊκή Ένωση, στη διαπραγμάτευση για το ζήτημα των δασμών.

Συγκεκριμένα προσφέρει την αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ, της τάξης των 50 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Mε την κίνηση αυτή, η Κομισιόν επιδιώκει να ισοσκελίσει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, το εμπορικό ισοζύγιό της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να μεταπείσει έτσι τον Αμερικανό πρόεδρο, που έχει ανακοινώσει επιβολή πρόσθετων δασμών σε εισαγόμενα από την ΕΕ προϊόντα. Αυτή τουλάχιστον είναι η ιδέα, όπως την διατύπωσε ο Ευρωπαίος Επίτροπος από τη Σλοβακία σε συνέντευξή του στους Financial Times.

Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε ανακοινώσει στις αρχές Απριλίου την πρόθεση για επιβολή δασμών της τάξης του 10% σχεδόν για όλες τις χώρες του πλανήτη και 20% για τα κράτη μέλη της ΕΕ. Ως απάντηση, η ΕΕ σχεδίασε αντίμετρα ύψους 21 δισεκατομμυρίων. Η εφαρμογή του μέτρου αναβλήθηκε στη συνέχεια για διάστημα 90 ημερών και στόχος είναι να υπάρξει μια εμπορική συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ μέχρι τα μέσα Ιουλίου.

Ο Σέφτσοβιτς δήλωσε ότι για την ΕΕ ούτε η κατάργηση του 20% και η “επιστροφή” στο 10% θα είναι ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Πρόσθεσε πάντως ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου στις μέχρι τώρα επαφές με την Ουάσινγκτον.

Μια προβληματική πρόταση

Η πρόταση ωστόσο θεωρείται από τη φύση της προβληματική. Δεν είναι μόνο ότι παραμένει απρόβλεπτο πώς θα την αξιολογήσει ο ίδιος ο Τραμπ. Ανοιχτό παραμένει αν θα συμφωνήσουν σε μια νέα αύξηση των εισαγωγών LNG όλα τα κράτη μέλη, αλλά και το Ευρωκοινοβούλιο, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμανε περαιτέρω αύξηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, αντίθετη με δεδηλωμένους στόχους της Ένωσης.

Κανονικά, στο πλαίσιο της αποκαλούμενης “ενεργειακής μετάβασης” θα πρέπει να αρχίσει να μειώνεται και το μερίδιο της χρήσης φυσικού αερίου για τις ενεργειακές ανάγκες των κρατών-μελών. Το LNG θεωρείται ότι έχει σημαντική συμβολή στην αύξηση των ρύπων, που δημιουργούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Αυτός είναι και ένας λόγος, που πολλές χώρες δεν δείχνουν ενθουσιασμένες από την πρωτοβουλία του Σέφτσοβιτς, ενώ γκρίνιες υπάρχουν και για το γεγονός ότι η ανάληψή της έγινε χωρίς συνεννόηση με τα κράτη-μέλη. Επιπροσθέτως, αναφέρουν πολλοί ότι η αύξηση των εισαγωγών LNG από τις ΗΠΑ θα εντείνει και πάλι την εξάρτηση από έναν σημαντικό προμηθευτή ενέργειας, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με την εξάρτηση από τη Ρωσία.

Το πάθημα όμως έγινε μάθημα και επισήμως έχει οδηγήσει σε μια πολιτική διαφοροποίησης και πολυμερισμού των πηγών ενέργειας για την Ένωση. Αυτή τη στιγμή ήδη περίπου το ήμισυ των εισαγωγών υγροποιημένου αερίου προέρχεται από τις ΗΠΑ.

Καναδάς και υδρογόνο

Επισημαίνεται επίσης ότι, στο πλαίσιο της απόφασης για αύξηση του ρόλου του “πράσινου υδρογόνου”, θα μπορούσε για παράδειγμα να υπάρξει στενότερη συνεργασία με τον Καναδά, ο οποίος έχει κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση και έχει δηλώσει την πρόθεση για σύσφιξη των οικονομικών και εμπορικών σχέσεών του με την ΕΕ.

Μάλιστα, κάποιες χώρες, όπως η Γερμανία το 2024, έχουν υπογράψει συμφωνίες με τον Καναδά για την χρηματοδοτική στήριξη σχεδίων για μονάδες παραγωγής “καθαρού” υδρογόνου, οι οποίες σε αυτή τουλάχιστον τη φάση έχουν υψηλό κόστος και θα χρειαστούν τη στήριξη από δημόσιους φορείς και ενώ η πίεση σε βάρος τους μεγαλώνει εξαιτίας της πολιτικής Τραμπ που ευνοεί την οικονομία των ορυκτών καυσίμων.
Πηγή: Deutsche Welle – capital.gr