Του Hal Brands

Τι συμβαίνει με τη Γερμανία; Η Ουκρανία και πολλοί από τους Ευρωπαίους γείτονες του Βερολίνου θα ήθελαν να μάθουν. H “σέρνοντας τα πόδια” βοήθεια της Γερμανίας προς την Ουκρανία απειλεί να εδραιώσει τη φήμη της ως χώρας η οποία επωφελείται πολύ από την τρέχουσα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, αλλά ποτέ δεν κάνει πολλά για να την υπερασπιστεί.

Η πραγματική ιστορία, ωστόσο, είναι πιο περίπλοκη. Ναι, ο κόσμος χρειάζεται μια πιο δυναμική Γερμανία. Οι αλλαγές στη γερμανική εξωτερική πολιτική κατά το περασμένο έτος, όμως, ήταν ιστορικές, έστω κι αν εξακολουθούν να φαίνονται ανεπαρκείς σε σχέση με τις προκλήσεις της εποχής μας.

Zeitenwende

Όταν ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν επιτέθηκε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, προκάλεσε σοκ στη Γερμανία. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς κήρυξε αμέσως την εισβολή “zeitenwende” – μια ιστορική καμπή. Υποσχέθηκε ότι η Γερμανία θα επιτύχει επιτέλους τον στόχο του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NATO) περί δαπανών 2% του ΑΕΠ της για την άμυνα. Θα παραβίαζε τη δική της απαγόρευση περί αποστολής όπλων σε ζώνες συγκρούσεων, με την παράδοση όπλων στην Ουκρανία. Προς έκπληξη των Αμερικανών αξιωματούχων, ο Σολτς έβαλε στον πάγο ακόμη και τον αμφιλεγόμενο αγωγό Nord Stream II, ο οποίος συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Από τα καλύτερα στον κόσμο το βρετανικό συνταξιοδοτικό

Από τότε, ωστόσο, η συμπεριφορά της Γερμανίας έχει φανεί συχνά περισσότερο ήπια εξελικτική παρά ριζοσπαστική. Ο Σολτς έχει καθυστερήσει την επίτευξη από πλευράς Γερμανίας του ορίου του 2%. Υπό τον φόβο της κλιμάκωσης, το Βερολίνο αποτελεί συχνά τροχοπέδη σε μεγάλες παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία.

Η τελευταία διαμάχη αφορά τα άρματα μάχης. Η Πολωνία και άλλες χώρες θέλουν να στείλουν τα γερμανικής κατασκευής άρματα μάχης Leopard 2 στην Ουκρανία. Κάτι τέτοιο απαιτεί την άδεια του Βερολίνου, παρόλο που οι Πολωνοί υπονόησαν αυτή την εβδομάδα ότι πιθανόν να μην περιμένουν τη γερμανική συναίνεση.

Εν μέσω δυσαρέσκειας ορισμένων από τους υπουργούς του, ο Σολτς υποστήριξε ότι η Γερμανία θα στείλει τανκς μόνο ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνασπισμού ο οποίος θα περιλαμβάνει και τις ΗΠΑ. “Πάντα ενεργούμε μαζί με τους συμμάχους και τους φίλους μας – δεν βαδίζουμε ποτέ μόνοι”, είπε ο Σολτς στον αρχισυντάκτη του Bloomberg News John Micklethwait την προηγούμενη εβδομάδα.

Η ενόχληση είναι έκδηλη στο Κίεβο, τη Βαρσοβία και άλλες πρωτεύουσες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες ανησυχούν λιγότερο μήπως προκαλέσουν υπερβολικά τον Πούτιν και ασχολούνται περισσότερο με το πώς εκείνος θα χάσει τον πόλεμο. Προσθέστε το γεγονός ότι ο Σολτς άνοιξε τον δρόμο προς το Πεκίνο μόλις ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ άρχισε να δέχεται επισκέπτες μετά μια απομόνωση ετών λόγω Covid τον Νοέμβριο και υπάρχουν πολλά ερωτήματα σχετικά με το εάν η Γερμανία – η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο – αντιμετωπίζει σοβαρά τις απειλές για μια παγκόσμια τάξη η οποία την έχει εξυπηρετήσει τόσο καλά.

Τα συγκεκριμένα ερωτήματα δεν είναι καινούργια. Πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τα ανατολικοευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ παραπονούνταν για χρόνια ότι η επιδίωξη βαθιών οικονομικών και ενεργειακών δεσμών της Γερμανίας με τη Μόσχα έθετε σε κίνδυνο τη δική τους ασφάλεια. Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κατηγορούσε με χαιρεκακία το Βερολίνο ως στρατηγικό κακοπληρωτή ο οποίος αρνείτο να πληρώσει το μερίδιό του για τη συλλογική άμυνα. Οι σκεπτικιστές χρέωναν στη Γερμανία ότι η πολιτική της περί της “αλλαγής μέσω του διεθνούς εμπορίου” – προώθηση της οικονομικής ολοκλήρωσης με αυταρχικούς αμφισβητίες της διεθνούς τάξης με την ελπίδα οι τελευταίοι να συγκρατηθούν με διπλωματικά μέσα – ήταν στην πραγματικότητα απλώς αφέλεια ή και απληστία.

Τι δεν πρέπει να αγνοείται

Καμία από αυτές τις κριτικές δεν είναι αβάσιμη. Ωστόσο, είναι λάθος να κατηγορεί κανείς τη Γερμανία ως τον “κακό” σε ένα παιχνίδι γεωπολιτικής ηθικής.

Παρ’ όλες τις αδυναμίες της, η πολιτική της Γερμανίας για την Ουκρανία ήταν αξιοσημείωτη: ποιος, πριν από ένα χρόνο, θα προέβλεπε ότι η Γερμανία θα απαντούσε στην εισβολή μειώνοντας αποφασιστικά την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια; Ότι θα έστελνε, έστω και με χίλιες δυο ταλαντεύσεις, οβίδες, όπλα αεράμυνας και τεθωρακισμένα οχήματα στο Κίεβο;

Όσον αφορά την πιο μακροσκοπική άποψη, μπορεί κανείς να επικρίνει τη Γερμανία ότι υπήρξε αφελής έναντι της Ρωσίας του Πούτιν και ότι δέχθηκε να της περάσει οικονομικές χειροπέδες ένα βρώμικο αυταρχικό καθεστώς. Και πάλι όμως, οι ΗΠΑ – και πολλές από τις μεγαλύτερες δημοκρατίες της Ευρώπης – είναι ένοχες για παρόμοια λάθη.

Πάνω απ’ όλα, αξίζει να θυμόμαστε ότι τα χαρακτηριστικά τα οποία οι επικριτές της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής βρίσκουν τόσο απογοητευτικά είναι τα ίδια χαρακτηριστικά που βοήθησαν να μετατραπεί μια κάποτε πολεμοχαρής χώρα στο ειρηνικό, φιλελεύθερο κράτος που γνωρίζουμε σήμερα.

Υπήρξε μια εποχή που “το γερμανικό πρόβλημα” δεν αναφερόταν σε μια διστακτική, σχεδόν πασιφιστική χώρα η οποία ξόδευε πολύ λίγα για την άμυνα. Αναφερόταν σε μια χώρα η οποία ήταν ο τρόμος της Ευρώπης γιατί επανειλημμένα είχε προσπαθήσει να επιτύχει τη γεωπολιτική πρωτοκαθεδρία με τη βία.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια διαιρεμένη Γερμανία (η μισή ήταν υπό την αμερικανική επίβλεψη, ούτως ή άλλως) έλαβε τα χαρακτηριστικά τα οποία εξακολουθεί να έχει η διπλωματία της. Ουσιαστικά αποκήρυξε μια πλήρως ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ενσωματώνοντας την ισχύ της στους ευρωπαϊκούς και βορειοατλαντικούς θεσμούς και προσδέθηκε στενά με τις ΗΠΑ. Έδωσε έμφαση στη διπλωματία και την οικονομική ευημερία, παρόλο που συνέβαλε ουσιαστικά στην άμυνα του ΝΑΤΟ.

Αυτό το zeitenwende της προηγούμενης περιόδου βοήθησε στη δημιουργία μιας περιόδου άνευ προηγουμένου ευρωπαϊκής ειρήνης. Έτσι το Βερολίνο ενίσχυσε έτι περαιτέρω τις πολιτικές αυτές στη μεταψυχροπολεμική εποχή, εν μέρει για να καθησυχάσει τους γείτονές του ότι μια επανενωμένη Γερμανία δεν θα γινόταν ξανά η μάστιγα της Ευρώπης. Η σημερινή Γερμανία μπορεί να μην είναι η καλύτερη δυνατή Γερμανία, αλλά απέχει πολύ από το να είναι η χειρότερη.

Αργοπορημένα μα ορθά

Μια πιο δίκαιη κριτική θα ήταν ότι η Γερμανία άργησε να αναγνωρίσει ότι αυτό που χρειάζεται ο κόσμος και η Δύση από εκείνη σήμερα είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που χρειαζόταν μια γενιά νωρίτερα. Καθώς η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ διεθνής τάξη πραγμάτων δέχεται επίθεση από πολλές πλευρές, όλες οι προηγμένες δημοκρατίες, ειδικά εκείνες οι οποίες είναι τόσο ευημερούσες όσο η Γερμανία, θα πρέπει να επενδύσουν περισσότερα για την άμυνά της.

Τα καλά νέα είναι ότι η εξωτερική πολιτική του Βερολίνου οδεύει, έστω αγχωτικά και καθυστερημένα, προς τη σωστή κατεύθυνση. Τα κακά νέα είναι ότι η Ουκρανία μπορεί να μην έχει την πολυτέλεια να περιμένει ένα zeitenwende να εκτυλιχθεί με χαλαρούς και ράθυμους ρυθμούς.

BloombergOpinion