Η Tesla τερμάτισε τον περασμένο Νοέμβριο μια ασυνήθιστη πολιτική που απαγόρευε στους πελάτες που μίσθωναν τα αυτοκίνητά της με leasing στις ΗΠΑ να αγοράζουν τα οχήματα τους στο τέλος της μίσθωσης. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε το 2019, όταν η Tesla ανακοίνωσε ότι οι πελάτες μπορούσαν να μισθώνουν τα Model 3, αλλά θα έπρεπε να τα επιστρέψουν, στο τέλος της μίσθωσης, καθώς θα τα χρησιμοποιούσε στο σχεδιαζόμενο δίκτυο “ρομποταξί” της.
“Δεν έχετε την επιλογή της αγοράς”, δήλωσε ο Έλον Μασκ σε επενδυτική συνάντηση στην Καλιφόρνια τον Απρίλιο του 2019. “Τα θέλουμε πίσω”. “Το επόμενο έτος, σίγουρα”, πρόσθεσε, “θα έχουμε πάνω από 1 εκατομμύριο ρομποτάξι στους δρόμους”.
Σύμφωνα με το Reuters, αυτό δεν συνέβη. Παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις, το ρομποτάξι δεν ήρθε ποτέ. Αντ’ αυτού, η Tesla βρήκε έναν ασυνήθιστα επικερδή τρόπο να βγάλει χρήματα, μεταβιβάζοντας πολλά από τα αυτοκίνητα που δεν είχαν μισθωθεί σε νέους αγοραστές, σύμφωνα με τέσσερις πηγές.
Αντί να αποθηκεύει τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα – ένα περιουσιακό στοιχείο που υποτιμάται γρήγορα – η Tesla άρχισε να προσθέτει χαρακτηριστικά σε αυτά μέσω αναβαθμίσεων λογισμικού. Στη συνέχεια πούλησε τα οχήματα σε νέους πελάτες που πλήρωναν χιλιάδες παραπάνω από ό,τι θα πλήρωναν οι μελλοντικοί αγοραστές κατά τη λήξη του συμβολαίου leasing τους.
Η πρακτική αυτή ήταν ένας εύκολος τρόπος για να “ανεβάσει την τιμή” των μεταχειρισμένων οχημάτων, δήλωσε μία από τις πηγές στο Reuters.
Κατά την αναβάθμιση των οχημάτων της, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η εταιρεία συχνά προσέθετε το λογισμικό “Full Self-Driving”, το οποίο πωλούσε ξεχωριστά με την τιμή του να υπερβαίνει τα 15.000 δολάρια – τώρα πωλείται στα 8.000 δολάρια – και το “acceleration boost”, στα +2.000 δολάρια.
Η Tesla και ο Μασκ δεν απάντησαν σε αιτήματα του πρακτορείου για σχολιασμό.
Αν και αντίθετα με όσα είπε δημοσίως ο CEO της εταιρείας – και την περιγραφή που παρείχε η Tesla στον ιστότοπό της σχετικά με τους όρους μίσθωσης – η τακτική φαίνεται να ήταν νόμιμη.
Παρόλα αυτά, αρνήθηκε στους μισθωτές την επιλογή της αγοράς των οχημάτων τους και τους παραπλάνησε για χρόνια σχετικά με τον λόγο για τον οποίο δεν προσέφερε τη δυνατότητα αυτή.
Επίσης, διαιώνιζε τον μύθο μεταξύ των επενδυτών ότι η Tesla βρισκόταν κοντά στην τεχνολογία πλήρως αυτόνομης οδήγησης. Αυτή η πεποίθηση ενίσχυσε τη μετοχή της Tesla, η αξία της οποίας ξεπέρασε κατά πολύ τα τρέχοντα κέρδη, καθιστώντας την την πολύτιμη αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο.
Οι συμβάσεις leasing επιτρέπουν στους πελάτες να πληρώνουν μηνιαίως για να οδηγούν ένα νέο αυτοκίνητο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συχνά μεταξύ δύο και τεσσάρων ετών. Ο πελάτης δεν είναι ιδιοκτήτης του οχήματος και πρέπει να το επιστρέψει στον έμπορο όταν λήξει το συμβόλαιο. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, οι πελάτες μπορούν να επιλέξουν να αγοράσουν το όχημα στο τέλος της μίσθωσης ή νωρίτερα.
Από το 2019, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της Tesla, η εταιρεία έχει εκμισθώσει σε πελάτες παγκοσμίως περισσότερα από 314.000 οχήματα, ή το 4,4% των συνολικών παραδόσεων. Δεν είναι σαφές εάν η πολιτική της εφαρμοζόταν εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η πολιτική αυτή λειτούργησε μετά την έναρξη της πανδημίας COVID-19, όταν τα αποθέματα οχημάτων περιορίστηκαν και οι τιμές των αυτοκινήτων αυξήθηκαν. Αργότερα όμως, με τη ζήτηση να έχει πέσει κατακόρυφα – εν μέρει λόγω της διαφωνίας ορισμένων καταναλωτών με τις πολιτικές δραστηριότητες του Μασκ – οι αγοραστές δεν είναι τόσο ενθουσιώδεις για τα μεταχειρισμένα Teslas.
Από το 2016, ο Μασκ υποσχόταν κάθε χρόνο ότι τα αυτοκινούμενα Teslas θα έφταναν το αργότερο μέχρι το επόμενο έτος. Το 2019, όταν η Tesla προσέφερε για πρώτη φορά δυνατότητα leasing για το Model 3, ο Μασκ δήλωσε σε podcast ότι η δυνατότητα προσθήκης λογισμικού αυτόνομης οδήγησης θα έκανε κάθε μεταχειρισμένο Tesla ένα “περιουσιακό στοιχείο που ανατιμάται”.