Νέα τάση αρχίζει να καταγράφεται στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο, με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ακολουθούν πολιτική αυξήσεων στις χρεώσεις για τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις κυπριακές τράπεζες αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται αντιδράσεις από πολίτες και πολιτικούς ανά την Ευρώπη για τις αυξημένες χρεώσεις που πληρώνουν οι πελάτες για να ανακτηθεί μέρος των χαμένων τραπεζικών εσόδων, ως απόρροια των χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων, της υγειονομικής κρίσης και του μισθολογικού κόστους. Σε κάθε περίπτωση, και στο εξωτερικό, κάθε τράπεζα ακολουθεί τη δική της τιμολογιακή πολιτική και οι όποιες χρεώσεις πηγαίνουν τελικά στους καταναλωτές παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ένα κλείσιμο του ματιού έχουν οι τράπεζες μέχρι το 2050

Την ώρα που στην Κύπρο η Ελληνική Τράπεζα και η Τράπεζα Κύπρου προσπαθούν μέσω των αυξημένων χρεώσεων να ανακτήσουν μέρος των χαμένων εσόδων τους, η κοινοβουλευτική Επιτροπή Εμπορίου αποφάσισε να εξετάσει τα περιθώρια τροποποίησης της νομοθεσίας για διεύρυνση της προστασίας των καταναλωτών έναντι των αυξημένων τραπεζικών χρεώσεων.

Μετά την υλοποίηση των σχεδίων εξυγίανσης των ισολογισμών τους από τα «κόκκινα» δάνεια, η ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες φαίνεται ότι είναι μονόδρομος για τις τράπεζες. Όπως επισημαίνει τραπεζική πηγή, οι τράπεζες δεν έχουν χρόνο στη διάθεσή τους. Από τη μία πλευρά επιβάλλουν μηδενισμό των επιτοκίων στις καταθέσεις και από την άλλη, με την επιβολή διαφόρων τύπου χρεώσεων και προμηθειών στις υπηρεσίες που προσφέρουν, επιχειρούν να αυξήσουν τα έσοδά τους. «Από τη στιγμή που τα έσοδα από τόκους δανείων δεν μπορούν να συντηρήσουν το μισθολογικό κόστος και τις δαπάνες συντήρησης καταστημάτων, είμαστε υποχρεωμένοι να βρούμε άλλους τρόπους για να καλυφθεί το κενό που προκαλείται», υπογραμμίζει τραπεζικό στέλεχος.

Οι δυο μεγάλες συστημικές τράπεζες δεν είναι οι πρώτες που προχώρησαν στις αυξήσεις συγκεκριμένων χρεώσεων, απλά ακολούθησαν τις εξελίξεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο «Φ», από το τέλος του 2021 άρχισαν μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες να αυξάνουν τις χρεώσεις τους. Στην ισπανική CaixaBank, οι πελάτες που επιμένουν να επισκέπτονται το κατάστημα, ενώ θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις συναλλαγές τους online, θα πρέπει να πληρώσουν δύο ευρώ για την είσοδό τους. Με βάση τα δημοσιεύματα, ειδοποίηση για αύξηση διαφόρων προμηθειών δέχθηκαν και τα περίπου επτά εκατομμύρια πρώην πελάτες της Bankia, που στις αρχές του χρόνου του 2021 εξαγοράστηκε από την CaixaBank, έναντι ποσού 4,3 δις. ευρώ. Μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος για προμήθεια χρήσης υποκαταστήματος, αλλά και αύξησης της χρέωσης στις χρεωστικές κάρτες – από 28 ευρώ σε 36 ευρώ – σε περίπτωση που δεν αντικατασταθούν από μία πιστωτική που εκδόθηκε από την CaixaBank.

Την ίδια στιγμή, η ισπανική BBVA χρεώνει τώρα δύο ευρώ για ανάληψη λιγότερων από 2.000 ευρώ σε ένα υποκατάστημα, ενώ η Santander θα χρεώνει ορισμένους πελάτες έως και 240 ευρώ τον χρόνο μόνον για τη διατήρηση τραπεζικού λογαριασμού, εάν δεν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

Παρόμοιο σκηνικό υπάρχει σε τράπεζες στη Γερμανία και την Ιταλία, με αύξηση των προμηθειών, προκειμένου να ενισχύσουν τα έσοδά τους. Ειδικότερα, από τις 10 Νοεμβρίου 2021, η γερμανική DKB άρχισε να χρεώνει τέλη για νέους πελάτες σε λογαριασμούς άνω των 25.000 ευρώ, ενώ οι πελάτες της ολλανδικής ING θα αρχίσουν να πληρώνουν 0,99 ευρώ τον μήνα από τον Μάρτιο για χρεωστικές κάρτες, επιπλέον της χρέωσης 4,90 ευρώ τον μήνα για λογαριασμούς που ανοίχθηκαν το 2020. Στην Ιταλία, η Ένωση Καταναλωτών Altroconsumo ανακοίνωσε τον Σεπτέμβριο του 2021 ότι το κόστος των τραπεζικών λογαριασμών με υπηρεσίες home banking αυξήθηκε κατά μέσο όρο 11% με 15% το 2021. Σε πολλές τράπεζες του εξωτερικού οι χρεώσεις διαφοροποιούνται ανάλογα με τη συνολική σχέση του πελάτη με την τράπεζα τους, τα προϊόντα που διατηρεί και τη χρήση που κάνει, με κριτήριο τη συχνότητα και το ποσό αναφορικά με τις κάρτες, τις καταθέσεις κλπ.

Έμειναν πίσω οι τράπεζες και ο ανταγωνισμός τρέχει

Το ανταγωνιστικό περιβάλλον όσο πάει και δυσκολεύει για τις παραδοσιακές τράπεζες, καθώς μπήκαν στην αγορά και οι εταιρείες fintech. Το πολυδιαφημιζόμενο e-banking των τραπεζών τείνει σε λίγα χρόνια να γίνει σχεδόν ξεπερασμένο, αφού δεν μπορεί καλύψει τις ανάγκες των χρηστών ηλικίας τουλάχιστον μέχρι 40 ετών. Οι παραδοσιακές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν τις ψηφιακές τράπεζες, που τα  τελευταία χρόνια αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς, μακριά από τις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που όλο και λιγότεροι επισκέπτονται τα τραπεζικά καταστήματα. Οι βασικοί εκπρόσωποι της νέας εποχής η Revolut, με έδρα το Λονδίνο, και η Ν26, με έδρα το Βερολίνο.

Η νέα ψηφιακή τραπεζική παρέχει, για παράδειγμα, δωρεάν τραπεζικό λογαριασμό, δωρεάν euro IBAN λογαριασμό, πληρωμές σε παραπάνω από 150 νομίσματα, χωρίς επιπλέον τέλη ή προμήθειες, χρησιμοποιώντας την πραγματική τραπεζική ισοτιμία, καμία προμήθεια σε αλλαγές συναλλάγματος έως 6.000 ευρώ το μήνα, δωρεάν αναλήψεις μετρητών από οποιοδήποτε ATM έως 200 ευρώ τον μήνα. Οι παραδοσιακές τράπεζες κινούνται σε άλλη λογική, γιατί πρέπει να αυξήσουν τα έσοδά τους και προς το παρόν αυξάνουν τις χρεώσεις.

Το e-banking δεν είναι πια η επανάσταση για την οποία έκανε λόγο ο τραπεζικός κόσμος πριν μερικά χρόνια. Τουλάχιστον όχι όπως αυτή που έφερε η τοποθέτηση των ΑΤΜs προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 για τους χρήστες των τραπεζών, δίνοντας πρόσβαση για αναλήψεις από τον λογαριασμό όλο το 24ώρο, όλες τις μέρες του χρόνου. Η επανάσταση πλέον είναι ο τομέας του fintech, της τραπεζικής – χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, όπου οι κυπριακές -και άλλες- τράπεζες πρέπει να ανταγωνιστούν, αν θέλουν να κρατήσουν κοντά τους πελάτες νεαρής ηλικίας.

Νέοι παίκτες και ο Διοικητής

Ο κεντρικός τραπεζίτης στην Κύπρο αρκετές φορές έχει θίξει το θέμα, για να αναδείξει τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι τράπεζες. Ο Κωνσταντίνος Ηροδότου, σε ομιλία του τον Δεκέμβριο του 2021, είχε αναφέρει πως «αυτή τη στιγμή υπάρχουν 14 εξουσιοδοτημένα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και 10 εξουσιοδοτημένα ιδρύματα πληρωμών, ενώ εκκρεμούν 43 αιτήσεις (32 EMIs και 11PIs). Συγκρίνετε αυτό με τις 12 εγχώριες και ξένες εξουσιοδοτημένες τράπεζες και θυγατρικές που υπάρχουν στη χώρα μας».

Aν και το fintech φέρνει προφανή οφέλη στους χρήστες, μέχρι πρόσφατα δεν είχαμε δει μεγάλες αποχωρήσεις πελατών από παραδοσιακές τράπεζες προς αυτούς τους νέους παίκτες. Η εμπιστοσύνη στην υφιστάμενη τραπεζική δομή, μαζί με την αξία που δίνουν οι άνθρωποι στις υπάρχουσες τραπεζικές τους σχέσεις, παρέχουν την ευκαιρία για μια περίοδο προσαρμογής». Οι  διαφορές γενεών έχουν σημασία, σύμφωνα με τον διοικητή. «Οι καταναλωτές ηλικίας 25 έως 40 ετών, γνωστοί και ως γενιά Y, είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στην ψηφιοποίηση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Η Generation Y αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50% των χρηστών mobile banking. Με βάση αυτή την τάση, οι τράπεζες μπορούν να αναμένουν ότι η Generation Z (ηλικίες έως 24 ετών) θα ασχολούνται ακόμη περισσότερο με την ψηφιακή τραπεζική και τις λύσεις που βασίζονται στην τεχνολογία. Αντίθετα, η γενιά Χ, οι «baby boomers», εξακολουθούν να δίνουν αξία στη ζωντανή επικοινωνία και στην επίσκεψη σε φυσικά υποκαταστήματα τραπεζών».

Tι σημαίνει «fintech» και ποιες υπηρεσίες προσφέρονται

Fintech (σύντμηση των λέξεων «financial technology», δηλαδή χρηματοοικονομική τεχνολογία) είναι ένας γενικός όρος, ο οποίος καλύπτει κάθε είδος τεχνολογική καινοτομία που χρησιμοποιείται για τη στήριξη ή την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η χρηματοοικονομική τεχνολογία επιφέρει πολλές αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό τομέα και συντελεί στη δημιουργία μιας σειράς νέων επιχειρηματικών μοντέλων, εφαρμογών, διαδικασιών και προϊόντων. Σύμφωνα με την ΕΚΤ «οι εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας θέτουν στο επίκεντρο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους την καινοτομία, που βασίζεται στην τεχνολογία. Μπορεί να δραστηριοποιούνται ιδιαιτέρως σε τομείς όπως οι υπηρεσίες πληρωμών, η βαθμολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας και οι αυτοματοποιημένες επενδυτικές συμβουλές, χρησιμοποιώντας τεχνητή νοημοσύνη, δεδομένα μεγάλης κλίμακας (big data) ή τεχνολογία blockchain».

Ορισμένες νέες τράπεζες έχουν επιχειρηματικά μοντέλα που στηρίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη χρηματοοικονομική τεχνολογία. Αυτό που τις κάνει να ξεχωρίζουν από τις παραδοσιακές τράπεζες είναι το γεγονός ότι η τεχνολογία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, ότι συχνά έχουν μόνο ψηφιακή παρουσία και ότι εφαρμόζουν καινοτόμους τρόπους για να προσεγγίζουν και να επικοινωνούν με τους πελάτες. Ορισμένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούν είναι η έγκριση δανείων με αυτοματοποιημένο τρόπο, οι εύκολες στη χρήση εφαρμογές, ο μοντέρνος σχεδιασμός και η ισχυρή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ταυτόχρονα, πολλές από τις υπάρχουσες τράπεζες διερευνούν και αυτές με ποιον τρόπο μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη χρηματοοικονομική τεχνολογία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, συνεργάζονται με τις εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας  – ή ακόμα και τις εξαγοράζουν – για να μετασχηματίσουν το προφίλ τους και να παρέχουν καινοτόμες υπηρεσίες και προϊόντα.

Αγώνας να μην χαθεί το τρένο…

Πρόσφατα, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε, σε ομιλία της, πως καταγράφονται πλέον δύο τάσεις στις πληρωμές. Η πρώτη είναι η επιτάχυνση της στροφής προς τις ψηφιακές πληρωμές λόγω της πανδημίας και της έκρηξης του ηλεκτρονικού εμπορίου, που αυξήθηκε κατά σχεδόν 30% σε όρους όγκου συναλλαγών στην Ευρωζώνη λόγω της πανδημίας. Η δεύτερη τάση που επισήμανε η Λαγκάρντ είναι η ένταση του ανταγωνισμού και η δημιουργία παγκόσμιων σχημάτων στη διαχείριση ηλεκτρονικών πληρωμών, με την πρόεδρο της ΕΚΤ να τονίζει πως η Ευρώπη πρέπει να μη χάσει το τρένο και σε αυτή την παγκόσμια τεχνολογική μάχη. Όπως εξήγησε, όσο περισσότερους χρήστες έχει ένα σύστημα πληρωμών, τόσο πιο ελκυστικό γίνεται, η κλίμακα μετράει, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε πανευρωπαϊκά και διεθνώς σε ολοένα και λιγότερους ομίλους ηλεκτρονικών πληρωμών.