Η ωριαία απόδοση του κατώτατου μισθού από τη μια και η διαμόρφωση συγκεκριμένης φόρμουλας για τον υπολογισμό του από την άλλη, είναι τα δυο ζητήματα, τα οποία αναμένεται να θέσουν στο τραπέζι συντεχνίες και εργοδότες αντίστοιχα, στην επόμενη συνάντηση με το Υπουργείο Εργασίας. Χθες πραγματοποιήθηκε η τρίτη κατά σειρά συνάντηση της αρμόδιας Επιτροπής Αναθεώρησης Εθνικού Κατώτατου Μισθού, η οποία απαρτίζεται από τις συντεχνίες, τους εργοδότες και το Υπουργείο Εργασίας και στόχο έχει την αναθεώρηση του ποσού που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι.

Στην επόμενη συνάντηση, που αναμένεται να πραγματοποιηθεί μεθαύριο Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου, έκαστη οργάνωση που συμμετέχει στην Επιτροπή θα προχωρήσει στην κατάθεση των τελικών της θέσεων, και στις 8 Δεκεμβρίου, θα προκύψει ένα τελικό κείμενο (όχι συμφωνία) με τις επίσημες θέσεις όλων των εταίρων. Από εκεί και πέρα, η διαδικασία και η λήψη της τελικής απόφασης, διαφέρει σε σχέση με εκείνη που είχε ακολουθηθεί για την ΑΤΑ. Συγκεκριμένα, η τελική απόφαση επαφίεται στην κυβέρνηση, με το Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίζει και να εκδίδει το σχετικό διάταγμα, το οποίο θα έχει ισχύ για δυο χρόνια και θα αναθεωρηθεί εκ νέου το 2028.

Σύμφωνα με τα όσα έχουν λεχθεί μέχρι στιγμής, η συνδικαλιστική πλευρά θα επιμείνει στο κομμάτι που αφορά στην ωριαία απόδοση του κατώτατου μισθού, ζήτημα το οποίο είχε τεθεί και κατά τις συζητήσεις που είχαν λάβει χώρα κατά τη θέσπιση του. Χαρακτηριστικά, η ΓΓ της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους είχε αναφέρει πρόσφατα ότι «δεν μπορεί να υπάρξει αξιοπρέπεια στην εργασία, χωρίς ουσιαστική αύξηση στον κατώτατο μισθό και ωριαία απόδοσή του». Σε σχέση με την ωριαία απόδοση του κατώτατου, σημείωσε ότι «αυτός που εργάζεται 40 ώρες και παίρνει χίλια ευρώ, δεν είναι τα ίδια χίλια ευρώ με εκείνον που εργάζεται 38 ώρες».

Από την άλλη, η εργοδοτική πλευρά επιμένει στην ανάγκη θέσπισης συγκεκριμένης φόρμουλας, βάση της οποίας θα διαμορφώνεται ο κατώτατος μισθός. Όπως είχε αναφέρει ενδεικτικά ο ΓΓ του ΚΕΒΕ Φιλόκυπρος Ρουσουνίδης, «πρέπει να ληφθούν υπόψη, συγκεκριμένα στοιχεία όπως οι ρυθμοί ανάπτυξης, η παραγωγικότητα, η ανεργία και η οποιαδήποτε επίπτωση θα επέλθει από την ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού στην απασχόληση».

Την ίδια ώρα, οι εργοδότες σημειώνουν ότι δεν μπορεί να υπολογιστεί η αύξηση του κατώτατου με βάση το 60% του διάμεσου μισθού, τη στιγμή που άλλες προηγμένες χώρες κινούνται σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα.

Όπως γίνεται αντιληπτό, βασικό ζητούμενο είναι το ποσό της αύξησης που θα αποφασιστεί. Και αυτό καθότι η αύξηση θεωρείται δεδομένη. Αυτό συνάγεται από τις προ ημερών δηλώσεις του υπουργού Εργασίας, ο οποίος είχε αναφέρει ότι είναι δεδομένη η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Ιανουάριο του 2026. Συγκεκριμένα, σημείωσε ότι εφόσον η πορεία της οικονομίας είναι θετική, είναι επόμενο να επωφεληθούν όσοι λαμβάνουν κατώτατο μισθό, οι οποίοι ανέρχονται περίπου σε 55.000.

Σύμφωνα με την σχετική Οδηγία της ΕΕ, «τα Κράτη Μέλη χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για την εκτίμηση της επάρκειας των κατώτατων μισθών, όπως το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού». Σε ανάρτηση του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ο Γενικός Οργανωτικός της ΣΕΚ, Πανίκος Αργυρίδης υποστήριξε πως για να είναι επαρκής ο Εθνικός Κατώτατος Μισθός θα έπρεπε να ήταν περίπου στα 1.128 ευρώ το μήνα, από 1000 ευρώ σήμερα, επικαλούμενος και τη σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία και τα διαθέσιμα στοιχεία για το διάμεσο μισθό στη χώρα μας. Σήμερα, έγραψε ο κ. Αργυρίδης, ο Εθνικός Κατώτατος Μισθός στην Κύπρο είναι στο 53,2% του διαμέσου μισθού (€1,881 με βάση τα επίσημα στοιχεία του 2024). «Η Ευρωπαϊκή Οδηγία (Minimum Wage Directive) αναφέρει ως «ενδεικτική τιμή» για «επάρκεια» του κατώτατου μισθού, το 60% του διάμεσου μισθού. Δηλαδή στην Κύπρο θα έπρεπε να ήταν περίπου €1,128 τον μήνα», πρόσθεσε για να διευκρινίσει πως «αυτός πρέπει να είναι ο στόχος και σταδιακά να φτάσουμε σε αυτό το επίπεδο».

Τι ισχύει σήμερα

Από την 1η Ιανουαρίου 2024, ο κατώτατος ακαθάριστος μηνιαίος μισθός καθορίστηκε στην Κύπρο από το κράτος μέσω νομοθεσίας σε 1.000 ευρώ για πλήρη απασχόληση. Ωστόσο, στην περίπτωση εργαζομένων, οι οποίοι είτε πριν την 1η Ιανουαρίου 2024 είτε μετά δεν έχουν συμπληρώσει έξι μήνες συνεχούς απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, ο κατώτατος καθορίζεται σε 900 ευρώ για πλήρη απασχόληση, μέχρι τη συμπλήρωση έξι (6) μηνών συνεχούς απασχόλησης. Οι διατάξεις των Διαταγμάτων δεν εφαρμόζονται στους οικιακούς εργαζόμενους, στους εργάτες γεωργοκτηνοτροφίας και στους εργαζόμενους στη ναυτιλία, καθώς και για εργαζόμενους για τους οποίους εφαρμόζεται το περί Κατωτάτων Μισθών στη Ξενοδοχειακή Βιομηχανία Διάταγμα του 2023.