Συνολικά 57 χρόνια από την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα και ο ερώτημα που λογικά τίθεται μπροστά μας όταν συζητούμε την Κυπριακή τραγωδία, είναι πώς φτάσαμε στο 1974, στον Ιούλη του φασιστικού πραξικοπήματος και της Τουρκικής εισβολής. Και ποια η σχέση της  21ης Απριλίου 1967 με την εθνική καταστροφή της Κύπρου.

Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει πρώτα να αναλύσουμε την υφή του Κυπριακού προβλήματος. Ήταν πάγια τακτική των αποικιστών φεύγοντας από τις αποικίες να διατηρούν κατάλοιπα δικαιωμάτων ή διαιρετικά στοιχεία τα οποία αργότερα θα χρησιμοποιούσαν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους σε περιοχές που παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τις Μητροπόλεις. Η αποικιακή δύναμη, αποχωρώντας από την Κύπρο διατήρησε μια κατάσταση ημιανεξαρτησίας, με ένα καθεστώς υπό εγγύηση, φυλετικά διαιρετικό, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και τελικά χρησιμοποιήθηκε σαν πρόσχημα διαιώνισης και επέκτασης των αποικιακών δεσμών. Στόχος η στρατηγική σημασία της Κύπρου στην περιοχή, που φυσικά σε τελευταία ανάλυση σημαίνει άσκηση οικονομικού και πολιτικού ελέγχου πάνω στις γειτονικές χώρες και στους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους.

 Παρουσίαζαν και εξακολουθούν να παρουσιάζουν και σήμερα το θέμα σαν μια δήθεν αναμέτρηση ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους, προβάλλοντας το αδύνατο της συμβίωσης και την ανάγκη χωριστών τόπων διαμονής. Με αυτή την  ψεύτικη τοποθέτηση στοχεύουν μόνιμα στη δημιουργία δύο χωριστών ελεγχομένων κρατιδίων.

Η άρνηση του Μακαρίου και του Κυπριακού λαού να αποδεχθεί αυτή τη θεώρηση του Κυπριακού και συνεπώς η αντίσταση σε μια πορεία διχοτόμησης οδήγησε  στην υιοθέτηση μιας πορείας συνωμοσιών, παγίδων και κατά μέτωπο επίθεσης ενάντια τον Κυπριακό λαό και την ηγεσία του, ενάντια την ίδια την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τα γεγονότα του 1963 – 64 αποτελούν στην πραγματικότητα τη πρώτη φάση ενός καλά συγκροτημένου σχεδίου. Εκμεταλλευόμενοι οι Τούρκοι και οι Άγγλοι τις λογικές προτάσεις του Μακαρίου για τροποποίηση του Συντάγματος δημιούργησαν κρίση της οποίας οι στόχοι ήταν σαφείς.

 Στην πραγματικότητα τα γεγονότα του 1963 ήταν η αφετηρία μιας μακράς διαδικασίας που οδήγησε στην τουρκική εισβολή του 1974.

Το σενάριο ήταν απλό. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ο tουρκικός πληθυσμός κινδύνευε δήθεν να «σφαγεί» και να «εξολοθρευθεί». Κατά συνέπεια η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να επέμβει για να το σώσει. Και ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτή η διάσωση, ήταν η διχοτόμηση της Κύπρου ανάμεσα στην Ελληνική και την Τουρκική Κοινότητα.

Ενδεικτική για τους στόχους και τις προθέσεις των Αμερικάνων ήταν η εμφάνιση του περιβόητου Άτσεσον με το σχέδιο του τον Ιούλιο του 1964.

Η εμφάνιση στο προσκήνιο του καθαρά διχοτομικού του σχεδίου, συνοδεύτηκε από αφόρητες Αμερικάνικες πιέσεις πάνω στη Λευκωσία και την Αθήνα για την αποδοχή του.

Παράλληλα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υπήρξε απόλυτα αρνητικός αναφορικά με το ξεκάθαρα διχοτομικό αυτό σχέδιο, με αποτέλεσμα να προκαλέσει  το ναυάγιο των προσπαθειών του Άτσεσον που οργισμένος και μια απίστευτη κυνικότητα δήλωνε στις 27 Οκτώβρη του 1966, μιλώντας σε σεμινάριο του κολεγίου Σάλεμ της Βόρειας Καρολίνας, τα εξής:

«Κατά τη γνώμη μου η Διχοτόμηση είναι η καλύτερη λύση του Κυπριακού και δια να επιτύχει τούτο οιοσδήποτε θα πρέπει να ασκήσει πίεση επί του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου» Και πρόσθεσε: « Εάν είχα στη διάθεση μου τον 6ο στόλο της Μεσογείου, θα μπορούσα να διευθετήσω το Κυπριακό πρόβλημα και αύριο». Κι όμως στην Κύπρο οι ορκισμένοι εχθροί του Μακαρίου προσπαθούσαν να δηλητηριάσουν τον Κυπριακό λαό, κατηγορώντας τον ότι είχε απορρίψει μια σπουδαία ευκαιρία για να πετύχει την Ένωση με την Ελλάδα.

Η αντίσταση του λαού μας, η σθεναρή στάση του Μακαρίου και η αδυναμία των ξένων  να επιβάλουν διχοτομική λύση στην Κύπρο μέσω οποιασδήποτε κοινοβουλευτικής κυβέρνησης της Ελλάδας, οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης του Απρίλη και στην επιβολή φασιστικής δικτατορίας πάνω στον αδελφό ελληνικό λαό. Ο σαφής στόχος ήταν η ευθυγράμμιση της Αθήνας σε μια παράλληλη πορεία προς την πολιτική του Αμερικάνικου Πενταγώνου και της Βρετανίας για λύση του Κυπριακού μέσα στα συμμαχικά ατλαντικά πλαίσια.

Ο αρχηγός του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος στη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε: « Η ουσία του Ελληνικού προβλήματος είναι απλή. Η πατρίδα μας είναι χώρα υπό κατοχή. Και η κατοχή είναι αμερικανική. Μόνο οι στολές και η γλώσσα είναι ελληνικές».

Την αλήθεια αυτή επιβεβαίωσαν αργότερα οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Μπίλ Κλίντον και Ρίτσαρτ Χόλμπρουκ με δηλώσεις τους πριν μερικά χρόνια παραδέχθηκαν τις βαρύτατες αμερικανικές ευθύνες, τόσο για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου όσο για  την τραγωδία της Κύπρου.

Με αυτό τον τρόπο η πορεία προς την προδοσία μπήκε στην τελική της φάση. Κι ενώ ο ελληνικός λαός στέναζε κάτω από το πέλμα της δικτατορίας, η ηγεσία και οι παράγοντες της αντιμακαριακής παράταξης δέχτηκαν πρόθυμα να γίνουν υπηρέτες της δικτατορίας στην Κύπρο για να προετοιμαστεί με αυτό τον τρόπο η εκ των έσω άλωση του κυπριακού ελληνισμού. Τα πάντα άρχισαν να διαβρώνονται. Κάθε τομέας της εσωτερικής ζωής περνούσε σταδιακά κάτω από τον έλεγχο της χούντας.

Μετά τα τελεσίγραφα Παπαδοπούλου, τον εκκλησιαστικό εκβιασμό με συντονιστή τον περιβόητο Παναγιωτάκο, ο Παπαδόπουλος απαίτησε, η κυπριακή κυβέρνηση να μετατραπεί σε υποεπιτροπή της χούντας, «παραμάγαζο» το ονόμαζε ο θεωρητικός της δικτατορίας, Κωνσταντόπουλος. Την ίδια περίοδο το ΝΑΤΟ αφήνει εντελώς τα προσχήματα και συντονίζει την αντιμακαριακή – αντικυπριακή εκστρατεία. Έτσι ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Λούντς σε συνέντευξη του προς το ΒΒC έλεγε τον Ιούλιο του 1972 για το Μακάριο μεταξύ άλλων: « Και ο Αρχιεπίσκοπος ,  που ερωτοτροπούσε με τη Μόσχα,  δεν είναι θάλεγα πολύ ισχυρό στοιχείο σταθερότητας. Ίσως να ακολουθεί επικίνδυνη πολιτική, αλλά υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις στο νησί, όπως π.χ. οι Μητροπολίτες, που τον κάλεσαν δυο φορές να παραιτηθεί και να ασχοληθεί με τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, προετοιμαζόμενος για ένα πολύ καλύτερο μέλλον».

Η σθεναρή στάση του Μακάριου και οι λαϊκές κινητοποιήσεις δεν επέτρεψαν υλοποίηση των σχεδίων. Η διαπίστωση ότι ο πολιτικός και εκκλησιαστικός εκβιασμός  δεν έδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, οδήγησαν τους συνωμότες στην υιοθέτηση μιας καινούργιας τακτικής, με ένα κύκλο βίας και ανωμαλίας, χρησιμοποιώντας την ΕΟΚΑ Β’  και τον Γρίβα ως φορείς αυτής της πολιτικής.

Έτσι το φασιστικό όργιο της βίας και του αίματος απλώθηκε εφιαλτικά το πρωί της 15ης Ιουλίου, σε μια αποκορύφωση της προδοσίας ενάντια στην πατρίδα μας. Οι εν ψυχρώ δολοφονίες, οι φυλακίσεις, τα βασανιστήρια και οι εξευτελισμοί δημοκρατών αποτέλεσαν τις κύριες εκδηλώσεις του φασιστικού εγκλήματος. Το αποκορύφωμα της συνωμοσίας, η τουρκική εισβολή, έδειξε ανάγλυφα τις διαστάσεις της προδοσίας.

Ενώ οι συλλήψεις δημοκρατικών συνεχίζονταν και η Εθνική Φρουρά ξεχαρβαλώθηκε για  την εμπέδωση του φασιστικού καθεστώτος, οι πληροφορίες για την τουρκική εισβολή άφηναν ασυγκίνητα τα κέντρα εξουσίας στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Κι όχι μόνο αυτό. Υπάρχουν αδιάψευστες μαρτυρίες στρατιωτών που αναφέρουν ότι όταν φάνηκαν τα τουρκικά πολεμικά πλοία στις ακτές της Κερύνειας, Έλληνες αξιωματικοί, προφανώς μυημένοι την προδοσία, έλεγαν ότι δεν επρόκειτο για στρατιωτική επιχείρηση αλλά για προγραμματισμένες ασκήσεις.

Ο Βασίλειος Πετρόπουλος, τότε υποδιοικητής και αναπληρωτής διοικητής Ναυτικού Σταθμού Κερύνειας, αναφέρει σχετικά σε γραπτή έκθεση που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Νίκου Κακαουνάκη «2650 μερόνυχτα συνωμοσίας».

«Την πρωίαν της 19ης Ιουλίου ειδοποιήθημεν από το ΓΕΕΦ ότι ο εν Κύπρω Αμερικανός Πρέσβης Davis τους διαβεβαίωσε ότι αι ύποπτοι κινήσεις των Τούρκων δεν είναι τίποτε άλλο, από μίαν επίδειξιν δυνάμεως, ένεκα του ότι είχε πραγματοποιηθεί το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Το αποτέλεσμα όμως ήτο τα τουρκικά πολεμικά σκάφη να εισέλθουν εντός των Κυπριακών υδάτων και εις απόστασιν ουχί μεγαλυτέραν των δύο ναυτικών μιλίων εκ της ακτής της Κυρήνειας».

Ενώ λοιπόν τα τούρκικα σήματα δεν άφηναν καμιά απολύτως αμφιβολία για την επικείμενη εισβολή, αλλά αντίθετα καθόριζαν ακόμα και την ώρα και τον τόπο της απόβασης, ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Λευκωσία Ντέηβις, διαβεβαίωνε ότι οι Τούρκοι κάμνουν επίδειξη δυνάμεως.

Σαφώς δεν πρέπει να αναζητούμε πεδίο αντιπαραθέσεων στη βάση του παρελθόντος. Τις πολιτικές μας πρέπει να τις  καθορίζουμε και να τις οριοθετούμε στη βάση των υπαρκτών σημερινών πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων.

Η μνήμη ωστόσο πρέπει να παραμένει παρούσα και αλώβητη όχι για την αναπαραγωγή ενός απεχθούς διχαστικού παρελθόντος. Αλλά για να φωτίζει διδακτικά το παρόν και το μέλλον.

Με παθητική αντιμετώπιση δεν λύονται προβλήματα κατοχής, εθνικής επιβίωσης και απελευθέρωσης. Γιατί λαοί που αγωνίζονται δικαιώνονται. Και ο λαός μας, ο προδομένος αλλά αγονάτιστος λαός μας, είναι έτοιμος να συνεχίσει με ρεαλισμό αλλά και διεκδικητικότητα τους αγώνες και τις προσπάθειες  για μια λύση που θα τερματίζει την κατοχή, θα αποκαθιστά τα ανθρώπινα δικαιώματα για όλους τους νόμιμους κατοίκους της Κύπρου Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους  και θα θέτει τα θεμέλια για την Κύπρο της ειρήνης, της δημοκρατίας, την Κύπρο των οραμάτων και των προσδοκιών μας.

 * Πρώην Πρόεδρος της Βουλής.