Ο πολυπράγμων Μιχαήλ Μαρμαρινός ύστερα απ’ τις συνεργασίες του με το ιαπωνικό θέατρο Νο, τις παραστάσεις στο Παρίσι και στην Comedie Francaise, τις εξαιρετικής μαεστρίας σκηνοθεσίες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Επίδαυρο κάνει μια στάση στην Κύπρο σε μια καλλιτεχνική συνύπαρξη με την Κατερίνα Λούρα.
Διάβασα ότι δεν προόριζες τον εαυτό σου γι’ αυτή τη δουλειά. Ήταν τύχη λοιπόν; Ατύχημα; Ασχολήθηκα με το θέατρο κατά λάθος. Σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη θετικές επιστήμες. Κάποια στιγμή για προσωπικούς λόγους έπρεπε να επιστρέψω στη γενέτειρά μου, την Αθήνα. Εκεί ένιωθα εγκλωβισμένος, έψαχνα διαφυγές και η μόνη διέξοδος ήταν η τέχνη. Ασχολούμουν με τη μουσική, πήγα να το ρίξω στη ζωγραφική αλλά δεν μπορούσα να τραβήξω μια γραμμή και τα παράτησα γιατί συνειδητοποίησα ότι τελικά θα έπαιρνε πολύ καιρό να γίνω ένας ναΐφ καλλιτέχνης μεγάλης αχρηστίας. Στο θέατρο είχα κάποιο φλερτ χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί.
Δεν παρακολουθούσατε στην οικογένεια θέατρο; Καθόλου. Πήγα πρώτη φορά σε παράσταση με τον γαμπρό και την αδελφή μου όταν ήμουν 14 χρονών. Θα έβλεπαν το «Ο καλός Στρατιώτης Σβέικ» στο Βρετάνια με τον Φωτόπουλο. Θυμάμαι ότι έκανα παρατηρήσεις του τύπου «αυτό θα το έκανα έτσι, αυτό θα το έκανα αλλιώς». Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο ξεκίνησα να παρακολουθώ παραστάσεις και θυμάμαι είχα πάντα μια αγάπη για το αρχαίο δράμα. Παρακολουθώντας παραστάσεις, κάποια στιγμή αποφάσισα να σπουδάσω θέατρο. Απ’ εκεί άρχισαν να συμβαίνουν όλα. Οι θετικές επιστήμες όμως με καθόρισαν, είναι στον τρόπο σκέψης μου ακόμα.
Πώς συνδέονται με το θέατρο; Δεν μπορώ να δεχθώ μια μεταφυσική αλήθεια αν δεν την αντιληφθώ στο βάθος της νομοτέλειάς της. Η υποκριτική ως διαδικασία δεν είναι μεταφυσικό φαινόμενο αλλά φυσικό. Έχει μεγάλη σημασία γιατί τα βήματα για να σπουδάσεις υποκριτική έχουν μια διαδικασία καθαρά επιστημονική καθώς το σώμα υπόκειται σε νόμους βιολογίας, νευροβιολογίας, νευροφυσιολογίας. Οπότε αυτά ήταν πολύ κρίσιμα εφόδια στη διαδρομή μου.
Όλα αυτά βέβαια, όταν ξεκινούσες δεν ακουγόντουσαν παράλογα; Σίγουρα δεν ήταν αυτή η νόρμα. Καθόλου…
Επομένως πώς σε αντιμετώπιζαν οι ηθοποιοί σου όταν άκουγαν τις οδηγίες σου; Και στη σχολή ακόμα είχα τις πρώτες μου αντιρρήσεις. Όταν έβλεπα κάτι που δεν το καταλάβαινα, το έλεγα εξ ου και είχα συγκρούσεις με τους καθηγητές μου γιατί δεν ήθελα να αναπαράγω κάτι που δεν καταλάβαινα. Δεν μπορούσα να βασίζομαι σε μια τυχαιότητα. Κάποια στιγμή έγινα το μαύρο πρόβατο και έμεινα λίγο μόνος. Αναγκαστικά άρχισα να αναπτύσσω τους δικούς μου κώδικες. Εκεί ξεκίνησε η πρώτη μεθοδευμένη στήριξη του εαυτού μου.
Κι απέδωσε; Μάλλον γιατί εκείνη τη χρονιά, στην υποκριτική είχα πάρει το μεγαλύτερο βαθμό απ’ τους άντρες συμφοιτητές μου. Μετά στα χρόνια που ακολούθησαν αυτό εξελίχθηκε, απέκτησε άλλους τρόπους και θεσμοθετήθηκε.
Απ’ την άλλη ποια ανάγκη έκανε ένα σκηνοθέτη, με πολλούς σημαντικούς, επαγγελματικούς σταθμούς και συνεργασίες με Εθνικά θέατρα σε αρκετές χώρες, να έρθει σε ένα μικρό χώρο στην Κύπρο; Τα πιο σημαντικά πράγματα έχουν παραχθεί σε αυτά τα εργαστήρια. Από τέτοιους χώρους κατάγομαι και σε αυτούς θέλω να επιστρέφω. Αυτό το εργοτάξιο αισθημάτων και μορφών που παράγεται εδώ δεν υπάρχει αλλού. Οι μεγάλοι οργανισμοί το χρησιμοποιούν, με την καλή έννοια, δίνοντάς του μια μεταφώνηση. Είναι όμως μεγάλη χαρά αυτή η συνάντηση.
Πώς προέκυψε; Έχετε μια εξαιρετική καλλιτέχνη-ηθοποιό, την Κατερίνα Λούρα. Γνωριστήκαμε πολλά χρόνια πριν, όταν τελείωσε τις σπουδές της και ήρθε να με δει για να την ακούσω, μήπως και δουλεύαμε μαζί. Μάλιστα τώρα μου υπενθύμισε και την τότε συνάντησή μας. Είχε έρθει στο γραφείο, στο Θησείο, έπαιξε ένα κομμάτι, ένα πολύ ωραίο κομμάτι και όταν τελείωσε έβγαλα και της χάρισα το ρολόι μου λέγοντάς της «χρειαζόμαστε ακόμα λίγο χρόνο, να ωριμάσουν κάποια πράγματα». Την είχα όμως στο μυαλό μου. Μάλλον είμαι πιο βραδυφλεγής απ’ την ίδια.
Θυμάμαι ότι δουλέψατε όμως ξανά μαζί. Πριν δυο χρόνια την κάλεσα να κάνουμε στη Θεσσαλονίκη το «Η Αυτοκρατορία», μια παράσταση σε ένα κείμενο του Βέλτσου. Εκεί μπόρεσα να καταλάβω τις ειδικές καλλιτεχνικές αξίες που έχει ως δημιουργός. Δεν είναι απλό πράγμα ένας ηθοποιός να είναι και δημιουργός. Πρόσεξα ότι κατέγραφε τα πάντα: τον τρόπο, τη μέθοδο, τις αντιλήψεις. Φέτος λοιπόν, ήρθε και μου είπε ότι θα ήθελε να δω κάτι που ετοιμάζει στο «Προμηθέας Δεσμώτης Ι». Έτσι ήρθα ένα απόγευμα Κύπρο και είδα μια πρόβα. Αυτό που είδα δεν είχε τίποτα το εύκολο, τίποτα το πιασιάρικο, όσο κι αν απεχθάνομαι αυτή τη λέξη. Κατάφερε να απογυμνώσει το υλικό απ’ ό,τι δεν χρειάζεται και να μείνει μια θεμελιώδης ουσία. Χωρίς να κάνει καμία παραχώρηση στις δυσκολίες ή της αντιμετώπισης. Αντιλήφθηκα ότι ήμουν μπροστά σε κάτι κρίσιμο. Τελείωσαν τα πρώτα 50 λεπτά και της είπα προχωράμε.
Μιχαήλ σε τι περιβάλλον μεγάλωσες; Τι θυμάσαι πιο έντονα απ’ τα παιδικά σου χρόνια; Θυμάμαι μοναξιές. Έχω δυο αδέλφια πιο μεγάλα από μένα. Έκαναν λοιπόν παρέα μεταξύ τους κι εγώ ήμουν το φάλτσο. Ήταν μια μοναχικότητα που νομίζω είναι υπεύθυνη γι’ αυτό το δρόμο που πήρα.
Και οι γονείς σου; Όταν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη σήμερα, ποιον βλέπεις περισσότερο τη μάνα σου ή τον πατέρα σου; Με τον πατέρα μου έχω περάσει διάφορες φάσεις… Μίσους και αγάπης, όπως είναι φυσικό και επόμενο. Όπως λέει και ο Jim Morisson «Father / Yes son? / I want to kill you». Υπήρχε κάτι που με ενοχλούσε στον πατέρα μου. Ήταν πολύ αυθόρμητος για τα κυβικά μου ενώ η μάνα μου είναι το ακριβώς αντίθετο κρατούσε ένα πολύ ωραίο μυστήριο. Αυτός ήταν ενοχλητικός, παιχνιδιάρης, ευσυγκίνητος.
Και αυτό γιατί σε ενοχλούσε; Γιατί είχα πιο πολλή ανάγκη το μυστήριο. Ο πατέρας μου για παράδειγμα δεν είχε ένα σύμπλεγμα: αν ήταν ωραίος, αν ήταν άσχημος, αν περπατούσε καλά ή όχι. Τίποτα. Ήταν σαν ένα ζώο άγριο, τρυφερό, δυνατό. Ούτε κράταγε ποτέ κακία. Μπορεί να τσακωνόσουν μαζί του και μετά να ήταν μια χαρά. Κάποια στιγμή άρχισα να αντιλαμβάνομαι την αξία της παρουσίας του και σε αυτό βοήθησε και το θέατρο πολύ.
Πώς βοήθησε δηλαδή; Στη σκηνή προσπαθούμε να βρούμε ξανά την αθωότητα για να πετάξουμε ένα σωρό συμπλέγματα που κουβαλάμε απ’ την εφηβεία. Έτσι άρχισα να τον παρατηρώ από μακριά αυτό που ήταν ο πατέρας μου, που ουσιαστικά ήταν το ζητούμενο στην τέχνη μου, με αποτέλεσμα στο τέλος να έχω από τα τρία παιδιά την καλύτερη σχέση με τον πατέρα μου.
Σε τι σε άλλαξε το θέατρο Μιχαήλ; Προσωπικά νομίζω ότι με έμαθε να συνυπάρχω. Έχεις συνεχώς έναν αντικατοπτρισμό για το πού είσαι εσύ. Μοιραία είναι μια διαδρομή όπου δεν μπορείς να κινηθείς μόνος σου, πρέπει να συνυπάρξεις. Και η συνύπαρξη σού μαθαίνει την πραγματικότητα. Αν και δεν ξεκίνησα έτσι, μου έμαθε να ενώνομαι με τους άλλους αντί να διαφέρω ή να απέχω. Αυτή η σύμπτωση όπου μπορείς να ρέεις με ανθρώπους μαζί έχει κάτι συγκινητικό. Το άλλο που καταλαβαίνεις είναι πως ό,τι ξέρεις πρέπει να το ανακαλύψεις ξανά. Κάθε φορά, ακόμα και αν έχεις κάποιους βασικούς κωδικούς για το πώς να βαδίσεις, πρέπει να βρεις κι άλλους.
Αυτό δεν σημαίνει να εκπλήσσεις και τον εαυτό σου; Αυτό ακριβώς! Λόγω της διαδικασίας εκπλήσσεσαι πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι άλλοι άνθρωποι. Σου επιστρέφει έναν ενθουσιασμό που δεν μπορείς να μην τον λάβεις σοβαρά υπόψη. Και νομίζω πως, όπως όλες οι τέχνες, θεσμοθετεί την αναπόδραστη σημασία της παιδικότητας μέσα στον κοινωνικό ιστό. Η καλλιτεχνία είναι μια θεσμοθετημένη παιδικότητα. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας αθωότητας. Ο όρος «παίζω» δεν είναι συμπτωματικός. Το αντιλαμβανόμαστε ως ανάγκη. Έχει πολύ μεγάλη σημασία η θέσπιση της παιδικότητας σε μια κοινωνία που σε σπρώχνει να «ωριμάσεις» γιατί είναι ένα πολύ βασικό καύσιμο για την ύπαρξη και για την ανάπτυξη.

Πώς καταφέρνει τότε κανείς να διατηρεί την παιδικότητά του; Οι άντρες έχουμε ανακαλύψει κάτι παιχνιδάκια: drones, αεροπλανάκια που αγοράζουμε για τα παιδιά μας και καταλήγουμε να παίζουμε εμείς. Βασικά, αγοράζουμε παιχνίδια στα παιδιά που θέλουμε εμείς να παίξουμε. Δεν το ομολογούμε πάρα πολύ. Η τέχνη το ομολογεί, δεν έχει τέτοιο κόλλημα. Γι’ αυτό και αν αφαιρέσει κανείς την τέχνη απ’ την κοινωνία καήκαμε. Θα επικρατήσει χάος και θα φάμε ο ένας τον άλλο.
Πώς επιλέγεις τι θα ανεβάσεις στο θέατρο; Υπάρχουν χιλιάδες ενδιαφέροντα έργα. Τι είναι όμως αυτό που κατευθύνει την επιλογή σου; Μπορώ να πω ότι το 97 τοις εκατό της μέχρι στιγμής διαδρομής μου, με έχουν διαλέξει τα έργα κι όχι εγώ αυτά. Έχω μια δεξαμενή πραγμάτων που θέλω να κάνω αλλά πολύ συχνά, προκύπτουν από μια άλλη συγκυρία και αναγκαιότητα. Τώρα είμαι στην Κύπρο και μιλάμε για τον «Προμηθέα Δεσμώτη 1», μια παράσταση που προέκυψε και δεν ήταν μέσα στα πλάνα. Βέβαια, πάντα με ενδιέφερε ο Προμηθέας. Ειδικά ο Ουγκώ στο βιβλίο του «Φιλοσοφία και Φιλολογία» με είχε κάνει να τον μελετήσω ξανά και να αναρωτιέμαι πώς γίνεται αυτό το έργο να έχει ειπωθεί πριν 2.500 χιλιάδες χρόνια.
Έχεις καταλάβει γιατί κάποια έργα έχουν αυτή τη διαχρονικότητα και έχουν νικήσει το χρόνο; Διότι αυτά είναι επιχειρήματα του ανθρώπου απέναντι στην ύπαρξη. Αυτό το διακύβευμα δεν τελειώνει και σε όλους υπάρχει ο θάνατος μπροστά. Αυτά τα έργα είναι ανθρώπινα επιχειρήματα απέναντι στα κρίσιμα ζητήματα. Έχουν μια ευλογία να έχουν συλλάβει τέτοιου τύπου νομοτελειακές δυναμικές που δεν έχουν καμία σχέση με το χρόνο. Γι’ αυτό και δεν με ενδιαφέρει τόσο το θέατρο όσο η θεατρικότητα κάποιων πραγμάτων. Όλα αυτά είναι ματιές και τρόποι για να μιλήσει μια ιστορία που μπορεί να σε ταράξει ή να σε ερεθίσει. Και να σε συγκινήσει. Και να τη μοιραστείς με το κοινό λέγοντάς του «κοιτάξτε αυτό». Η τέχνη είναι λίγο σαν κυνηγόσκυλο όπου μυρίζεται τη ρομαντικότητα…
Σε απασχολεί ο θάνατος; Βέβαια… Δεν γίνεται αλλιώς. Καταρχήν απασχολεί η αδυναμία απέναντι στις δυνάμεις που υπάρχουν. Δεν υπάρχει κανείς που να μην ήρθε σε επαφή με το θάνατο. Θυμάμαι μια στιγμή απ’ το θάνατο του πατέρα μου. Είχα βγει από ένα σεμινάριο στην Αθήνα και βρήκα ένα sms απ’ την αδελφή μου που έγραφε «Ο μπαμπάς πέθανε». Στις δέκα και μισή το βράδυ. Τρεις λέξεις. Έκανα πολλές βόλτες εκείνο το βράδυ γιατί δεν μπορούσα να πάω στην Αίγινα. Πήγα την επόμενη μέρα με το καράβι, μπήκα στο σπίτι και είδα καμιά 15 γυναίκες στο σπίτι. Τον κοίταξα, τον χάιδεψα αλλά είχα ανάγκη μια ιδιωτικότητα. Και είπα ότι αν δεν την διεκδικήσω θα το κουβαλάω μια ζωή. Γύρισα και τους είπα ότι θα ήθελα μια χάρη, να με αφήσουν 5 λεπτά μόνο μου μαζί του. Γκρινιάξανε αλλά τους παρακάλεσα να βγουν έξω. Ύστερα από 2-3 λεπτά ξεκίνησαν να φεύγουν, έκλεισα την πόρτα και ξεκίνησα να του μιλάω. Ήξερα ότι με άκουγε. Πέρασα ένα 10λεπτο αποχαιρετισμού, ουσίας και συντροφιάς. Είναι μεγάλα ταξίδια αυτά και θέλουν συντροφιά. Του έβαλα και δυο τσιγάρα να έχει μαζί του. Μετά άνοιξα την πόρτα και τους είπα να έρθουν μέσα, αφού τους ευχαρίστησα. Την επομένη, όταν πήγαμε στο νεκροταφείο, ο γαμπρός μου είχε κανονίσει –μιας και ο πατέρας μου χόρευε πολύ καλά, του άρεσαν τα τραγούδια- να έρθει ένα κλαρίνο και άρχισε να παίζει το αγαπημένο του τραγούδι.
Σαν σκηνή από ταινία ακούγεται. Αυτό ήταν ένα αντίο, ένας αποχωρισμός σωστός. Και είμαι σίγουρος ότι ο πατέρας μου έφευγε χορεύοντας.
INFO: Η τραγωδία του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης Ι» σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα και σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού ανεβαίνει στο Θέατρο Δέντρο με την Κατερίνα Λούρα. Πρεμιέρα 4 Δεκεμβρίου. Παραστάσεις: 11, 18 Δεκεμβρίου 2017 και 8,15,22 & 29 Ιανουαρίου 2018. Ώρες παραστάσεων: 20:30, 23.00. (Σημείωση: Η παράσταση των 23:00 θα πραγματοποιείται κατόπιν κρατήσεων μόνο). Διάρκεια: 60 λεπτά (xωρίς διάλειμμα). Κρατήσεις: 99 52 08 35 – 99 38 46 06