Για τον Γιώργο Νανούρη κάθε παράσταση είναι μια δοκιμασία χωρίς αύριο.
Πιστεύει ότι η ίδια η ζωή τον οδήγησε από την υποκριτική στη σκηνοθεσία, παρόλο που εξακολουθεί να λειτουργεί ως ηθοποιός και να ζει ξανά και ξανά κάθε παράσταση σαν να παίζει κι ο ίδιος. Έχει βάλει την προσωπική του σφραγίδα σε μια σειρά από ιδιάζουσες παραγωγές, όπως η «Κατερίνα» του Αύγουστου Κορτώ και ο Αίας του Σοφοκλή που συνεχίζουν την πορεία τους μέσα στον χρόνο, ενώ το περασμένο καλοκαίρι υπέγραψε και την πρώτη του σκηνοθεσία στην Επίδαυρο με την Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη με την προσφιλή του Χαρούλα Αλεξίου στον ρόλο της Αθηνάς. Στην Κύπρο θα δούμε αυτή τη φορά τον Αίαντα, σε μια ασυνήθιστη και λιτή εκδοχή: ο βραβευμένος ηθοποιός Μιχάλης Σαράντης ενσαρκώνει και τους εννιά ρόλους ενώ ο σημαίνων ζωγράφος Απόστολος Χαντζαράς ζωγραφίζει ζωντανά με την μέθοδο της μονοτυπίας, πλαισιώνοντας την αφήγηση. Στόχος του Γιώργου Νανούρη είναι να δημιουργήσει ένα μυστηριακό κλίμα, ξαναπροτείνοντας την τραγωδία μ’ ένα θέαμα που γεννιέται μπροστά στον θεατή, ουσιαστικά από λευκό χαρτί.
– Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, η παράσταση με την «Κατερίνα» συνεχίζει να παίζεται. Πόσο αλλάζει μια παράσταση με τόσο βαθιά πορεία; Σίγουρα αλλάζει, εφόσον εξελίσσονται και αλλάζουν οι συντελεστές. Έτσι κι αλλιώς, ακριβώς επειδή είναι ζωντανές, οι παραστάσεις όσο παίζονται, τόσο ωριμάζουν. Η Λένα Παπαληγούρα έγινε στο μεταξύ μητέρα και το γεγονός αυτό την έχει προφανώς αλλάξει ως άνθρωπο, άρα δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και την ερμηνεία της. Όπως όλα τα πράγματα που κάνεις με ευχαρίστηση για καιρό και εξοικειώνεσαι μαζί τους, μια τέτοια δουλειά καλυτερεύει με τον χρόνο. Βρίσκεις συνεχώς νέα πράγματα.
– Είναι κι ο Αίας ανάλογη περίπτωση… Επίσης πέρασε από πολλά στάδια. Εχει αυτό που λέμε «ώρες πτήσης». Όσο περισσότερο βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή, τόσο καλύτερος γίνεσαι. Έρχεσαι σε βαθύτερη επαφή με το αντικείμενό σου, που είναι ο ρόλος σου. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι εννιά οι ρόλοι που ερμηνεύει ο Μιχάλης Σαράντης, ο οποίος πια έχει εξοικειωθεί με τις μεγάλες εναλλαγές από τον ένα ρόλο στον άλλο.
– Ο σκηνοθέτης, όμως, εξακολουθεί από ένα σημείο και μετά να παίζει σημαντικό ρόλο; Οι παραστάσεις που κάνω εγώ είναι πολύ προσωπικές. Συνεπώς, η σκηνοθεσία παίζει τεράστιο ρόλο. Έχει να κάνει με το πώς διαχειρίζεσαι τα υλικά σου, δηλαδή το κείμενο, τον ηθοποιό και μετά τα φώτα, τη μουσική, το σκηνικό. Πολλές φορές βλέπουμε παραστάσεις όπου οι ηθοποιοί δεν έχουν την ίδια απήχηση και μετά οι ίδιοι παίζουν σε άλλες κι έχουν μεγάλη απήχηση. Αυτό εξαρτάται από το κείμενο και το πώς έχει διαχειριστεί το υλικό του ο άνθρωπος που σκηνοθετεί.
– Αντιμετωπίζετε κυριολεκτικά τους ηθοποιούς σαν «υλικό»; Είναι υλικό στα χέρια μας. Έμψυχο υλικό, αλλά ανάλογα με το πώς θα το πλάσεις και θα το καθοδηγήσεις μπορεί αναλόγως κι αυτό να ανθίσει. Είναι σαν τον πηλό. Και τον καλύτερης ποιότητας να έχεις στα χέρια σου, αν δεν ξέρεις να τον πλάσεις, δεν θα έχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τον ίδιο πηλό, αν τον πάρω εγώ που δεν κατέχω από γλυπτική κι αν τον πάρει ένας καλός γλύπτης, θα υπάρχει εμφανής διαφορά. Αυτή είναι για μένα η σημασία του σκηνοθέτη.

– Το περασμένο καλοκαίρι προέκυψε η πρώτη σας Επίδαυρος με την Ιφιγένεια εν Ταύροις. Είναι αυτό ένα ορόσημο απελευθερωτικό, που αλλάζει την οπτική του σκηνοθέτη; Η Επίδαυρος είναι το καλλιτεχνικό απόγειο για έναν άνθρωπο του θεάτρου στην Ελλάδα, η πιο δύσκολη πίστα που μπορεί να φτάσει κανείς. Μέχρι να συμβεί αυτό, υπάρχει άγχος και αγωνία. Αν όλα πάνε καλά, μετά χαλαρώνεις, ελευθερώνεσαι και αντιμετωπίζεις το πράγμα από απόσταση πια, πιο ήρεμα. Εγώ πάντως δεν παύει να αντιμετωπίζω με τον ίδιο σεβασμό και δέος όλες τις παραστάσεις, είτε ανεβαίνουν σ’ ένα μικρό θεατράκι –απ’ αυτά έχω ξεκινήσει- είτε στην Επίδαυρο. Είναι τεράστια η απόσταση και η διαδρομή, δεν γίνονται αυτά από τη μια μέρα στην άλλη. Μετά από πολυετείς κόπους μαθαίνεις σιγά- σιγά το αντικείμενό σου, αρχίζεις να νιώθεις πιο ασφαλής με τον εαυτό σου. Διαλέγεις και τους κατάλληλους συνεργάτες κι έτσι το όλο εγχείρημα και το άγχος γίνεται πολύ πιο διαχειρίσιμο.
– Σας πανικοβάλλει η καταξίωση; Δεν νιώθω καθόλου έτσι. Πανικοβάλλομαι ούτως ή άλλως, με κάθε παράσταση που έχω να ετοιμάσω. Αυτό δεν αλλάζει. Πάντως, μέσα μου δεν νιώθω ούτε καταξίωση ούτε τίποτα. Νιώθω ότι κάθε φορά μού δίνεται κάτι στο οποίο πρέπει να δοκιμαστώ και να τα καταφέρω. Αν νιώσω ότι πάνε όλα καλά κι όπως τα έχω στο μυαλό μου, ηρεμώ λίγο και πάω για το επόμενο. Αυτό που αλλάζει είναι περισσότερο οι προσδοκίες των άλλων. Ίσως να δημιουργείται ένα επιπλέον άγχος από το γεγονός ότι μετά από κάποια χρόνια οι άνθρωποι έχουν απαιτήσεις και προσδοκίες από σένα για κάτι καλό.
– Αυτός ο πανικός που λέτε μήπως έχει να κάνει με το αίσθημα της ευθύνης; Είναι τεράστια η ευθύνη. Όταν σου έχουν εμπιστευτεί ένα κείμενο, όταν σ’ έχουν εμπιστευτεί σημαντικοί καλλιτέχνες κι ένας παραγωγός, όταν ηγείσαι όλου αυτού του πράγματος, νομίζω ότι όπως κάθε λογικός άνθρωπος έχεις άγχος και αγωνία να τους βγάλεις ασπροπρόσωπους. Και βέβαια να δικαιώσεις το κοινό που θα πληρώσει εισιτήριο και θα διαθέσει τον ελεύθερο χρόνο του να έρθει να του πεις με ωραίο τρόπο μια ιστορία.
– Η σκηνοθεσία για σας ήταν στόχος ή προορισμός; Εγώ ηθοποιός ήμουν και παραμένω. Η σκηνοθεσία είναι κάτι που μου έφερε τυχαία η ζωή, όταν κάποια στιγμή σκηνοθέτησα πειραματικά ένα έργο. Από την αρχή φάνηκε ότι κάτι συμβαίνει εκεί. Σιγά- σιγά άρχισα να το εξερευνώ, ν’ αφήνομαι και η ζωή τελικά μού έδειξε ότι πρέπει να πάω προς τα εκεί. Απλώς το ακολούθησα. Και μετά το ένα έφερε το άλλο.
– Μια παράσταση αρχαίου δράματος πρέπει απαραίτητα να είναι κάτι αινιγματικό και εγκεφαλικό; Φυσικά και όχι. Αυτό που έχουμε καταφέρει με τον Αίαντα είναι ακριβώς το κοινό να κατανοεί την ουσία του έργου. Στην αρχαία Αθήνα, τα έργα αυτά ήταν προορισμένα για λαϊκά θεάματα. Παιζόντουσαν στην Επίδαυρο μπροστά σε 14000 θεατές. Μιλάμε για μάζα, για ένα κοινό κυρίως λαϊκό. Δεν θεωρούνταν δυσνόητα τα έργα αυτά, που μοιάζουν λίγο με παραμύθια. Έχουν στην πλοκή τους θεούς, ήρωες, μιλούν για το καλό και το κακό, θέτουν ηθικά διλήμματα. Το να προσδίδουμε επιπλέον βάρος κι ένα νόημα που δεν υπάρχει για να τα καταστήσουμε «εγκεφαλικά» και τελικά δυσνόητα, θεωρώ ότι είναι λάθος εκ μέρους μας. Τουλάχιστον εμένα ο στόχος μου είναι να παρουσιάζονται απλά και προσιτά, να είναι λαϊκά θεάματα χωρίς να λαϊκίζουν. Δεν είναι εύκολο, γιατί πρέπει ο θεατής να το εισπράξει αυτό με τη δέουσα σοβαρότητα και αισθητική.
– Ο σκηνοθέτης οφείλει να είναι ανοιχτός σε πολλές θεματικές ή πιο συγκεκριμένος; Μοιραία το κείμενο σε οδηγεί σε μονοπάτια όπου τον κάθε θεατή, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσές του, τον αγγίζει μια άλλη πτυχή του εκάστοτε έργου.
– Μια θεατρική παράσταση οφείλει να είναι πάντα υψηλού επιπέδου; Κάθε παράσταση οφείλει να πετυχαίνει τον στόχο της. Αν στόχος είναι να ψυχαγωγήσει τους θεατές, αν δεν γελάσεις δεν έχει πετύχει τον στόχο της. Αν επιδιώκει να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει πάνω σ’ ένα σοβαρό ζήτημα, οφείλει επίσης να το πετύχει. Αν ζητούμενο είναι να τον συγκινήσει, να τον ταρακουνήσει και να τον προβληματίσει, παρομοίως. Το επίπεδο πρέπει να είναι υψηλό. Προϋπόθεση σε ό,τι κάνεις είναι να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου. Όταν πηγαίνεις στον φούρνο, θέλεις να πάρεις ένα νόστιμο, τραγανό και φρέσκο ψωμί. Ο άλλος που μπαίνει στη διαδικασία να σου προσφέρει το προϊόν του, οφείλει να το φτιάξει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σ’ όλες τις δουλειές αυτό επιζητούμε. Δεν σημαίνει ότι πάντα το πετυχαίνουμε, αλλά πρέπει τουλάχιστον να φαίνεται ότι προσπαθήσαμε.
– Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας τελειομανή; Θεωρώ ότι απλώς πρέπει να κάνω το καλύτερο δυνατόν. Αν αυτό φαντάζει στα μάτια κάποιου ως «τελειομανία», ας το πει έτσι. Στα δικά μου μάτια, ο τρόπος που κάνω τη δουλειά μου είναι η κανονικότητα. Επιδιώκω να φροντίζω για τα πάντα, να ελέγχω ότι όλα προχωρούν όσο πιο σωστά γίνεται. Για μένα αυτό είναι το νορμάλ. Κάποιος μπορεί να με βρίσκει τελειομανή, εμμονικό, ή ελβετικό σουγιά. Αυτό απορρέει από τον σεβασμό για τους συνεργάτες μου, το κοινό, αλλά και για τον εαυτό μου, αν θέλετε. Θεωρώ ότι εφόσον προσκαλείς το κοινό να έρθει είσαι υποχρεωμένος να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου κι αυτό να φαίνεται.
– Κι ας μην το πετύχεις κάποιες φορές; Είναι φορές που εισπράττεις, αισθάνεσαι τη δουλειά που έχει ρίξει μια ομάδα ανθρώπων, τον μόχθο που καταθέτει ο ηθοποιός. Αυτό είναι συγκινητικό. Ακόμη κι αν δεν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, εκτιμάς τον κόπο. Αντίθετα, νιώθεις εξαπατημένος αν διαπιστώσεις ότι κάτι έχει γίνει επιπόλαια.
– Είστε σκηνοθέτης που προτιμά τα «απλά υλικά». Μήπως, όμως, η λιτότητα είναι κάποιες φορές η εύκολη λύση; Πιστέψτε με, είναι η πιο δύσκολη λύση. Το να έχεις πολλά υλικά στη διάθεσή σου, είναι βοηθητικό για τον σκηνοθέτη και τον ερμηνευτή: κρύβεις πολλές ατέλειες. Το να απογυμνώνεις τα πάντα για να φτάσεις στον πυρήνα, στον καρπό, κρατώντας τους θεατές καθηλωμένους για δύο ώρες, αυτό είναι το δύσκολο. Μου αρέσει η λιτότητα και συνειδητά την υποστηρίζω. Είναι μια γλώσσα που σταδιακά έχω βρει. Θέλω να φωτίζονται περισσότερο τα κείμενα και οι ερμηνείες. Τόσο το «Ψηλά απ’ τη Γέφυρα» όσο και ο Αίας είναι δύο προτάσεις πολύ λιτά φτιαγμένες από σκηνικής απόψεως.
– Θα λέγατε ότι έχετε ταχθεί σ’ αυτό το ύφος; Όχι, όχι. Ως τώρα το εξερευνώ κι εγώ ακόμα, συνεχώς ψάχνω. Δεν αποκλείεται να κάνω ξανά στροφή. Έχω κάνει παραστάσεις με πολλά σκηνικά, έχω κάνει όπερα στη Λυρική Σκηνή με πολλούς ερμηνευτές, σκηνικά, κοστούμια. Αλλά γενικά, προτιμώ να είμαι λίγο πιο μινιμαλιστής.
– Γιατί επιμένετε να παρακολουθείτε σχεδόν κάθε βράδυ τις παραστάσεις σας; Η λειτουργία μου ακόμη είναι αυτή του ηθοποιού. Η ζωή μου είναι πρόβα και μετά θέατρο. Κι επειδή οι παραστάσεις μου είναι πολύ προσωπικές, γεννιούνται από μέσα μου, τις νιώθω σχεδόν σαν παιδιά μου και θέλω να είμαι εκεί να τα βλέπω να ακροβατούν και ανάλογα να καρποφορούν ή να ταλαντεύονται, για να δώσω μια λύση αν τυχόν προκύψει κάτι. Δεν βαριέμαι να ξαναβλέπω τις παραστάσεις. Κάθε φορά είναι διαφορετική. Πάντως, είμαι στη φάση που αρχίζω σιγά- σιγά να απεξαρτώμαι απ’ αυτό και να πηγαίνω όλο και λιγότερο. Έτσι κι αλλιώς είναι πολλές τώρα, δεν μπορώ να είμαι ταυτόχρονα σε δύο.

– Είναι αλήθεια ότι δεν κοιμάστε πολύ όταν έχετε παράσταση; Δυστυχώς. Την περίοδο των δοκιμών από την υπερένταση και την αγωνία δεν μπορώ να κοιμηθώ, να ησυχάσω ή να κάνω οτιδήποτε άλλο. Μόνο όταν γίνει η πρεμιέρα κι έχουν πάει όλα πρίμα, ηρεμώ λίγο κι επανέρχεται ο οργανισμός μου στους φυσιολογικούς ρυθμούς. Εν μέσω προβών, ακόμη κι αν θέλεις να ξεκουράσεις το σώμα, το μυαλό στριφογυρίζει ακόμα σε εκκρεμότητες που αφορούν την παράσταση. Δεν γίνεται να έχω πρεμιέρα και να λέω ότι χρειάζομαι τρεις ώρες να πάω για καφέ ή να ρίξω έναν υπνάκο. Εμείς δεν έχουμε στην πραγματικότητα ωράριο ή αργίες. Εμένα στόχος μου είναι να βγει η παράσταση. Αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εργαστώ 12 ώρες τη μέρα, 7 μέρες την εβδομάδα, επί 3 μήνες, αυτό θα κάνω. Οι ρυθμοί αυτοί διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής σου, θες δεν θες. Έτσι είναι η φύση της δουλειάς. Δεν ξέρω να το κάνω αλλιώς. Ίσως μέσα μου να φοβάμαι κιόλας, ότι αν ηρεμήσω ίσως το χάσω.
– Έχετε καταλήξει τι είναι αυτό που επιδιώκετε από το θέατρο; Δεν επιδιώκω τίποτα. Κάνω μια δουλειά που αγαπώ, ευτυχώς μπορώ να βιοπορίζομαι απ’ αυτή κι ελπίζω να συνεχίσω να την κάνω. Απολαμβάνω να δουλεύω με ανθρώπους που εκτιμώ, να κάνω παραστάσεις που αγκαλιάζονται από τον κόσμο. Είναι τόσο απλό και τόσο δύσκολο ταυτόχρονα. Νιώθω τυχερός και ευλογημένος που το κάνω, δεν θεωρώ καθόλου δεδομένο ότι το αξίζω εγώ κι όχι κάποιος άλλος. Επιδίωξή μου λοιπόν είναι να κάνω τα πάντα για να συνεχίσει να συμβαίνει. Μα και να σταματήσει κάποια στιγμή, πάλι καλά θα είμαι. Αισθάνομαι ότι η ζωή μού δίνει περισσότερα απ’ όσα ζητούσα απ’ αυτή τη δουλειά. Αλήθεια, νιώθω σχεδόν πλήρης.
– Συνηθίζετε να εντάσσετε στις παραστάσεις σας τα ερεθίσματα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω σας; Η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή και προσπαθώ οι παραστάσεις μου να είναι ποιητικές, να έχουν κάτι παραμυθένιο. Δεν θέλω ν’ αναπαράγω στη σκηνή τα πεζά και ψυχρά που ζω στην καθημερινότητα. Από το θέατρο ζητώ και δίνω τη μαγεία, την ποίηση, την ομορφιά, την ατμόσφαιρα. Όλα αυτά που δεν υπάρχουν στην καθημερινή ζωή, που είναι δύσκολη, άγρια, πολύβουη, πεζή και γεμάτη τσιμέντο. Από εκεί και πέρα, τα έργα που επιλέγω μιλούν για θέματα που με αφορούν. Ό,τι έχω να πω και να σχολιάσω το λέω πάνω στη σκηνή μέσα από τη δουλειά μου. Δεν νιώθω την ανάγκη να το κάνω διαφορετικά. Μου αρκεί αυτό και νομίζω ότι κι ο κόσμος που το βλέπει καταλαβαίνει πολλά πράγματα για μένα.
– Έχετε καταλάβει τι δίνει στους ανθρώπους νόημα και κίνητρο πέρα από το ένστικτο της επιβίωσης; Δύσκολη ερώτηση και σε δύσκολη περίοδο για ν’ απαντηθεί. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια η ζωή έχει γίνει πια έτσι που απλά και βασικά θέματα, όπως η επιβίωση, έχουν γίνει το ζητούμενο. Δεν είμαστε οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά σε μια περίοδο που ο πολύς κόσμος μπορεί να ζητάει το κάτι παραπάνω. Οπότε, κίνητρο είναι ακόμη και το να επιβιώσεις. Ιδανικά θα ήθελα να επανέλθουν τα πράγματα εκεί που ήταν αρκετά χρόνια πριν, όταν το ζήτημα της επιβίωσης δεν ήταν τόσο πολύπλοκο και υπήρχε χώρος και χρόνος για να ονειρευτούμε και κάτι παραπάνω. Αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου. Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, άσχετα από την επαγγελματική μας ιδιότητα. Έχουμε τις ίδιες ανάγκες, αγωνίες και φοβίες. Το ίδιο έχει αγριέψει η ζωή για όλους. Είναι μια αλυσίδα που δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο.
iNFO Αίας, 27/3 Λευκωσία, Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου, 28/3 Λεμεσός, Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο, 8.30μ.μ. tickethour.com.cy