Μετά από τρεις ποιητικές συλλογές, η Αυγή Λίλλη εξέδωσε την πρώτη της συλλογή μικροδιηγημάτων, υπό τον τίτλο «Ρυζόχαρτο». Δοσμένες με ακραία ενίοτε ελλειπτικότητα, οι μικρο-ιστορίες της συλλογής κατεργάζονται με μαύρο χιούμορ την τέχνη της απόλαυσης. Η Κύπρια συγγραφέας εστιάζει στο στιγμιότυπο με σημείο εκκίνησης μικρά αμελητέα συμβάντα που ξεστρατίζουν ανασυνθέτοντας τον θραυσματικό κόσμο που μας περιβάλλει.

– Τι θέλεις να εκφράσεις μ’ αυτά τα μικροδιηγήματα; Γενικότερα στη γραφή μου μ’ ενδιαφέρει το στιγμιότυπο. Η μεταφορική ή ρεαλιστική, η λυρική ή νοσταλγική του απόδοση, η δραματοποιημένη, εν πάση περιπτώσει, απόδοσή του, η σκηνοθεσία του. Εννοώ το στιγμιότυπο ως θραύσμα ενός βιώματος, ασυνήθιστου ή, συχνότερα, άκρως συνηθισμένου αποσπάσματος της καθημερινότητας, με το υπαρξιακό ερώτημα ενίοτε να καραδοκεί. Το «Ρυζόχαρτο» τυλίγει μικρά αλλά καθολικά κείμενα, σε πολλά από τα οποία βασικό μου εργαλείο ήταν το χιούμορ και ο (αυτό)σαρκασμός.  

– Τι είναι αυτό που σε γοητεύει στο συγκεκριμένο είδος γραφής; Ό,τι με γοητεύει και στην ποίηση: ο πυκνός λόγος, που βέβαια στην ποίηση γίνεται συμπύκνωση και απόσταξη, στη δική μου περίπτωση. Στο μικροδιήγημα με γοητεύει η χρήση «σκηνοθετικών» εργαλείων και η κινηματογραφική υπαινικτικότητα, καθώς και το γεγονός ότι, παρά το περιορισμένο πεδίο έκτασης και έκφρασης, μου δίδεται η συναρπαστική δυνατότητα να αποδομήσω, να αντιστρέψω, να αμφισβητήσω όλα όσα έχω ήδη αφηγηθεί με μια μόνο λέξη ή φράση, ακαριαία.

– Είναι δύστοκη ή εύτοκη η διαδικασία της γραφής στην περίπτωσή σου; Εξαρτάται από το έργο και από την προσωπική συνθήκη. Δεν συμβαίνει πάντα ή το ένα ή το άλλο. Ήταν εύτοκη μάλλον, πριν να γίνω μητέρα. Σε αυτή τη φάση της ζωής μου όμως μπορώ να πω ότι είναι δύστοκη και δεν εννοώ πρακτικά. Υποθέτω ότι κάποια στιγμή αυτό θ’ αλλάξει ξανά. Η συγγραφή των κειμένων του «Ρυζόχαρτου», πάντως, είχε ολοκληρωθεί το 2021.

– Είναι η δημιουργία για σένα ένα είδος επιστροφής στην παιδική ηλικία; Όχι και τόσο. Είναι σίγουρα επιστροφή στο παρελθόν, αλλά στο πιο πρόσφατο παρελθόν, θα έλεγα, στα χρόνια της νεότητας, στα χρόνια που η ηλικία δεν είχε ηλικία και ο χρόνος ήταν ανυπολόγιστος. Για μένα η γραφή είναι ο τρόπος να πω όσα δεν λέγονται και ν’ αποκρυσταλλώσω το βίωμα ή, συνηθέστερα, μια πολύ συγκεκριμένη αίσθηση– ενός σπάνιου, ενός αγαπημένου, ενός τραυματικού βιώματος κ.ο.κ. Επιχειρώ να «αντικειμενοποιήσω», να καταστήσω απτή δηλαδή, ως κείμενο, μια αίσθηση που δεν θέλω να ξεχάσω, δεν θέλω να χάσω. Θέλω να δημιουργήσω ένα σημείο αναφοράς, κάτι στο οποίο θέλω να έχω τη δυνατότητα να ανατρέξω, να το διασώσω, να του προσδώσω υπόσταση και μια νέα διάσταση. Η λογοτεχνία εξάλλου δίδει υπόσταση στην αίσθηση, στην εντύπωση. Και εννοείται ότι η λογοτεχνία πετυχαίνει πολλά άλλα πράγματα, αλλά δική μου αφόρμηση είναι πάντα αυτή της η λειτουργία.

– Ποια είναι η άποψή σου για τη λογοτεχνική σου γενιά; Φιλολογικά —και όχι μόνο πια— ο όρος «γενιά» συζητιέται έντονα και αμφισβητείται. Αλλά αποδεχόμενη τον όρο στη χρηστική του λειτουργία, θα έλεγα ότι οι Κύπριοι συγγραφείς που γεννήθηκαν μετά το 1974, έχουν δηλαδή το τραύμα διαμεσολαβημένο (με ό,τι αυτό συνεπάγεται: απώθηση, ιδεολογική αγκύλωση ή αμφισβήτηση, βάρος, ευθύνη, θυμό, απογοήτευση, ματαίωση, διάψευση κ.π.ά, όλα υπαρκτά και θεμιτά) κοιτάζουν, κοιτάζουμε τον κόσμο με εντελώς διαφορετικό βλέμμα. Βασικά κοιτάζουμε τον κόσμο και ύστερα το τραύμα, το οποίο μάλιστα μετατοπίζεται και αποκτά μια μετα-ιστορικότητα, αν μπορώ να το πω έτσι. Πιστεύω επίσης ότι η γενιά μου θα έχει να αντιμετωπίσει εξίσου βαριές προκλήσεις, πολιτικές, κοινωνικές, ενώπιον της σαρωτικής και αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας της ανεξέλεγκτης έκθεσης των ΜΚΔ και της τεχνητής νοημοσύνης, για να πω ένα μόνο παράδειγμα. Αν μπορώ να είμαι αντικειμενική, θα έλεγα, πάντως, ότι η γενιά μου έχει δώσει κομβικά έργα στην κυπριακή και όχι μόνο λογοτεχνία, και στην πεζογραφία και στην ποίηση, όσον αφορά στη σχέση μας με τον τόπο, τη γλώσσα και την ταυτότητά μας, καθώς και το φύλο μας.