Με αφορμή την εμφάνισή της στη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος «Οι Μάγισσες της Σμύρνης» της Μάρας Μεϊμαρίδη από τον Σταμάτη Φασουλή στο θεατρο Παλλάς στην Αθήνα, αλλά και στην τηλεοπτική σειρά «Το Σόι σου» στον Alpha, η πληθωρική ηθοποιός αυτοσυστήνεται μέσα από το γνώριμο παιχνίδι μονολεκτικών ερεθισμάτων-ερωτήσεων και αυθόρμητων συνειρμικών απαντήσεων.
Απολαµβάνω – Αδυναµίες: «Αυτές οι δύο λέξεις πάνε, δυστυχώς, µαζί για εµένα, ειδικά όσον αφορά στα γαστριµαργικά. Δεν µπορώ να αντισταθώ να µην απολαύσω ένα ωραίο έδεσµα! Είναι πάνω από τις δυνάµεις µου! Εκτός, όµως, από τις αµαρτωλές λιχουδιές, έχω αδυναµία και στους ανθρώπους που αγαπώ. Θέλω να τους χαίροµαι, να τους απολαµβάνω στη ζωή µου. Επίσης, απολαµβάνω τη θάλασσα, το νερό, το οποίο δεν ξέρω αν είναι θέµα ζωδίου –είµαι Σκορπιός- αλλά για µένα αποτελεί πηγή έµπνευσης, χαλάρωσης, ξεκούρασης και αγαλλίασης. Όταν είµαι µέσα στη θάλασσα, είναι σαν να γυρίζει ένας διακόπτης και αδειάζει το µυαλό µου, ξεχνάω όσα και όσους θέλω να ξεχάσω. Επίσης, όταν κλείνω, έστω και για λίγο, τα µάτια µου για να ξεκουραστώ, το µυαλό µου γεµίζει νερό και τα πάντα αποκτούν άλλη διάσταση ξαφνικά. Έχω µεγάλο θέµα µε το νερό».
Βαραίνω: «Όσο με αλαφραίνει το νερό, τόσο με βαραίνει η καθημερινότητα –τα αλλοπρόσαλλα και κουραστικά που συνθέτουν την ελληνική πραγματικότητα. Επίσης, με βαραίνει η κουταμάρα των ανθρώπων –έναν κακό άνθρωπο μπορείς να τον αντιμετωπίσεις ή να τον αποφύγεις, τον κουτό δεν μπορείς».
Γεννήθηκα: «Στο Παγκράτι, φθινόπωρο -8 Νοεμβρίου. Με τη μεγάλη αδελφή μου έχουμε οκτώ χρόνια διαφορά, αλλά ενδιάμεσα η μητέρα μου είχε γεννήσει ένα άλλο παιδί το οποίο πέθανε στο μαιευτήριο. Λόγω αυτού του συμβάντος, η μητέρα μου είχε αποφασίσει να γεννήσει το επόμενο παιδί της στο σπίτι. Έτσι, γεννήθηκα στο σπίτι μας, στην οδό Αλκέτου, στο Παγκράτι, λουσμένη στη φροντίδα και την αγάπη. Ίσως γι’ αυτό πιστεύω πολύ στην αγάπη, στο θαύμα που επιφέρει στη ζωή των ανθρώπων. Θεωρώ ότι ο κόσμος μας θα ήταν πολύ διαφορετικός αν όλα τα παιδιά είχαν μεγαλώσει με αγάπη και φροντίδα.
Με τη μητέρα μου είχαμε μεγάλη λατρεία η μία στην άλλη. Δεν ξέρω αν από τη μεριά της είχε τύψεις, τις οποίες υπεραναπλήρωσε με τόνους αγάπης προς το πρόσωπό μου, καθώς, λόγω της προηγούμενης απώλειάς της, δεν ήθελε άλλο παιδί και είχε μετέλθει όλα τα μέσα για να αποφύγει μια νέα εγκυμοσύνη. Όμως, εγώ φαίνεται είχα άλλα σχέδια -και προφανώς πολύ ισχυρό κύτταρο- και ωπ ξεπρόβαλα στη ζωή της!». (γελάει)
Δραπετεύω: «Θα ήθελα να είμαι σαν αυτή τη χαριτωμένη μάγισσα στην παλιά ασπρόμαυρη σειρά στην τηλεόραση που έκλεινε τα μάτια της και ξαφνικά μεταφερόταν όπου ήθελε. Θέλω να δραπετεύω συνεχώς, να ταξιδεύω με το μυαλό μου, είτε είμαι μόνη μου είτε με κόσμο».

Έρωτας: «Είναι το χθες, το σήμερα, το αύριο. Είναι πηγή ζωής. Είναι κάθαρση. Είναι γέννηση. Είναι θάνατος. Είναι τα πάντα. Δεν αφορά μόνο ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά την ίδια τη ζωή, τη δουλειά που κάνουμε, τους φίλους που έχουμε. Είναι η δύναμη που μας κάνει να συνεχίζουμε».
Ζαβολιά: «Νομίζω γεννήθηκα για τη ζαβολιά! Ακόμα και τώρα γίνομαι πεντάχρονο και σκαρώνω διάφορες ζαβολιές και αταξίες! Όταν ήμουν μικρή, πέντε ετών, το θυμάμαι σαν τώρα, είχα κρυφτεί μια ολόκληρη μέρα στο πλυσταριό. Είχε έρθει η αστυνομία σπίτι, αλλά εγώ τίποτα. Εμφανίστηκα το βράδυ, σεινάμενη κουνάμενη όπως το είχα σχεδιάσει. Αλλά και αργότερα, όταν μεγάλωσα, είχα κρυφτεί σε ντουλάπα ολόκληρη μουλάρα για να τρομάξω τον σύντροφό μου. Στο θέατρο τα ίδια και χειρότερα! Παίζαμε μια κωμωδία «Τα πάνω κάτω» στο Διάνα σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη. Στο σκηνικό υπάρχει ένας πολύ βαρύς καναπές πάνω στον οποίο βρίσκεται ο Πέτρος Φιλιππίδης μετά από ένα μπλακ άουτ στο έργο. Ε, σε μια παράσταση μετακίνησα τον καναπέ εκεί που έγινε μπλακ άουτ και ο Φιλιππίδης έμεινε να τον ψάχνει όταν άναψαν τα φώτα. Δεν άντεξε και μου είπε μπροστά σε όλους, εν ώρα παράστασης: “Καλά, δεν ντρέπεσαι;!”. Περιττό να πω ότι είχαμε σκάσει όλοι στα γέλια. Έχω κάνει τέρατα! Τι να πρωτοθυμηθώ!».
Ηθοποιός: «Μικρή λάτρευα να ακούω θέατρο στο ραδιόφωνο. Έτρεχα από το σχολείο να προλάβω να ακούσω την αγαπημένη μου εκπομπή. Τρελαινόμουν να ακούω τις φωνές της Χατζηαργύρη, του Φυσσούν και να πλάθω στο μυαλό μου ιστορίες. Μας πήγαινε και η μητέρα μου στο θέατρο, αλλά δεν είχα εκφράσει ποτέ την επιθυμία να γίνω ηθοποιός. Ήμουν πολύ εσωστρεφές παιδί. Ένα βράδυ που έπαιζαν οι γονείς μου χαρτιά στο σπίτι με φίλους τους κι εγώ ήμουν 17 ετών τους λέω ξαφνικά: “Θα πάω να δώσω εξετάσεις σε δραματική σχολή”. Ούτε που με άκουσαν πάνω στο παιχνίδι τους. Θα τους το είπα και πέντε φορές. Κάποια στιγμή γυρίζει ο πατέρας μου και με κοιτάει: “Και τι θα λες; Λόγια;”. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα αφτιά του, γιατί ήμουν πολύ εσωστρεφής και ντροπαλή. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Για να ξεπεράσω τον φόβο της έκθεσης που ένιωθα μπροστά σε κόσμο. Βέβαια, είχε προηγηθεί μια σχολική παράσταση όταν ήμουν 14-15 ετών, όπου έπαιζα έναν παπά σε ένα χριστουγεννιάτικο έργο όπου τραγουδούσα το “Άγια νύχτα” στα γαλλικά. Ε, όταν βγήκα στη σκηνή με το ράσο που είχα βάλει τη μάνα μου να ράψει και το ταλκ στο μαλλί, έπαθα κανονική μετάλλαξη. Ξαφνικά απευθυνόμουν στον κόσμο με τόση άνεση σαν να το έκανα από πάντα. Η δε φιλόλογός μου είπε: “Αυτό θα ακολουθήσεις, έτσι δεν είναι;”. Αλλά εγώ τότε ακόμα δεν ήμουν έτοιμη μέσα μου».
Θέλω: «Θέλω να θέλω. Να υπάρχω, να ζω, να συνεχίζω, να σκέφτομαι για το αύριο. Και τα λέω όλα αυτά για να πείσω τον εαυτό μου, γιατί τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι αυτονόητο ή δεδομένο».
Ιθάκη: «Άσε, δεν θέλω να βρω την Ιθάκη μου! Άσε την εκεί που βρίσκεται, όπου βρίσκεται, να με περιμένει. Εδώ ο συνειρμός δεν είναι διόλου ποιητικός, μα πέρα για πέρα πρακτικός. Στην Ιθάκη του Ιονίου έχω κάνει μπάνιο στις ωραιότερες παραλίες που υπάρχουν. Η ομορφιά τους δεν περιγράφεται. Επίγειος παράδεισος. Εκεί θα ήθελα να βρίσκομαι. Όχι ποιητικά, αλλά εντελώς ρεαλιστικά».
Καρυκεύματα: «Παντού μου αρέσουν. Στα φαγητά, στη ζωή, στη σκηνή. Αν μπορούμε να προσθέτουμε όλες αυτές τις μυρωδιές παντού στη ζωή μας, ε, τότε δεν είναι πιο εύγευστη; Είναι πάντα ζωντανή μέσα μου η μνήμη της αγοράς των μπαχαρικών στην Κωνσταντινούπολη, όλες αυτές οι γεύσεις, τα αρώματα, τα χρώματα. Όνειρο!».
Λάθη: «Δεν νομίζω ότι γινόμαστε καλύτεροι μέσα από τα λάθη μας. Θα ήθελα να μην έχω κάνει; Ναι, πολλά! Θα ήθελα να μην ξανακάνω; Θα ξανακάνω! Είναι μέσα στη ζωή τα λάθη. Επίσης, χωράει πολλή κουβέντα για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Όπως και να έχει, τα λάθη που έχω κάνει είναι σίγουρα πάρα πολλά, γιατί έχω ζήσει στο φουλ τη ζωή μου».
«Μάγισσες της Σμύρνης (Οι)»: «Πρόκειται για το γνωστό μυθιστόρημα της Μάρας Μεϊμαρίδη το οποίο έχει διασκευάσει και σκηνοθετήσει στο Παλλάς ο Σταμάτης Φασουλής. Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι που είχε κυκλοφορήσει και είχε γίνει χαμός το είχα διαβάσει σε μια παραλία και είχα περάσει υπέροχα. Με ταξίδεψε κανονικά.
Η Μάρα Μεϊμαρίδη είναι μια πανέξυπνη γυναίκα που πίστεψε πολύ σε αυτή τη δουλειά της και έκανε και τους αναγνώστες να την πιστέψουν. Ομοίως, την έχει πιστέψει πολύ και ο Σταμάτης, ο οποίος και με κάλεσε σε αυτή τη δουλειά. Θυμάμαι όταν μου τηλεφώνησε να μου το προτείνει, του είπα: “Βρε, δεν με αφήνεις στην ησυχία μου που έχω και το σίριαλ με δεκάωρα γυρίσματα;”. Αλλά μου άρεσε τόσο η ιδέα να ξανασυνεργαστώ με τον Σταμάτη και να παίξω την Αττάρτη που δεν αντιστάθηκα και πολύ. Επίσης, το σύνολο των συναδέλφων είναι εξαιρετικό: Σμαράγδα Καρύδη, Μαρία Καβογιάννη, Μέμος Μπεγνής, Μελέτης Ηλίας, Νικολέτα Βλαβιανού και πολλοί ακόμα. Δεν λες εύκολα όχι σε τέτοιο σύνολο πραγμάτων. Και με τα χρόνια, εμένα πια αυτές οι δουλειές μου αρέσουν. Οι δουλειές συνόλου. Γιατί όταν όλοι οι συντελεστές είναι ένας κι ένας, το συνολικό καλό αποτέλεσμα το πιστώνεσαι και ο ίδιος στην παράσταση».
Νύχτα: «Ένας φίλος μου ποιητής, που δεν είναι πια στη ζωή, είχε γράψει έναν καταπληκτικό στίχο: “Η νύχτα είναι των δαιμόνων και των παραμυθιών θυγατέρα”».
Ξαγρυπνώ: «Έχω πρόβλημα με τον ύπνο. Το βιολογικό μου ρολόι είναι έτσι ρυθμισμένο που δεν κοιμάμαι εύκολα τη νύχτα. Πάει τρεις-τέσσερις το ξημέρωμα για να με πάρει ο ύπνος. Ίσως είναι και λόγω εργασίας, που δουλεύουμε μέχρι αργά το βράδυ και μετά χρειαζόμαστε κάποιο χρονικό διάστημα για να επανέλθουμε σε φυσιολογικούς ρυθμούς, οπότε αναπόφευκτα μας παίρνει το ξημέρωμα».
Οργίζομαι: «Με τη βλακεία, με τα πράγματα που μας πλήττουν καθημερινά, με τον ανορθολογισμό, με το πώς κάποιοι εκμεταλλεύονται αυτή την περίοδο κρίσης τον πόνο των ανθρώπων. Μου είναι αδιανόητο όλο αυτό που συμβαίνει με τις περικοπές των συντάξεων. Οργίζομαι πραγματικά που οι κυβερνήσεις μας δεν έχουν μεριμνήσει ουσιαστικά για τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Πλήττουν ανήμπορους, ευάλωτους ανθρώπους οι οποίοι έχουν προσφέρει στο παρελθόν μέσα από την εργασία τους και πλέον δεν μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς».
Όχι: «Έχω πει πολλά “όχι” και στη ζωή μου και στη δουλειά μου. Άλλα τα έχω χαρεί, άλλα όχι. Άλλοτε έχω μετανιώσει, άλλοτε όχι. Αλλά κάθε απόφαση που παίρνουμε, είτε θετική είτε αρνητική, είναι θέμα στιγμής. Οπότε ίσως δεν έχει νόημα να κρίνουμε εκ των υστέρων μια απόφαση του παρελθόντος».
Παιδική ηλικία: «Έχω πολύ ωραίες μνήμες από τότε που ήμουν παιδί. Γειτονιά στο Παγκράτι, χωρίς πολυκατοικίες ακόμα, υπέροχα καλοκαίρια με τα παιδιά στα σκαλοπάτια των σπιτιών να μιλάμε για ταινίες, ατέλειωτο παιχνίδι στους χωμάτινους δρόμους, μονίμως ματωμένα γόνατα, ποδόσφαιρο μονότερμα με τα αγόρια της γειτονιάς, εντελώς ασυμμάζευτη στους δρόμους από το πρωί μέχρι το βράδυ, μπάνια στον Άλιμο με το φορτηγό του θείου μου όπου μας φόρτωνε όλα τα παιδιά, ένα πιάτο αρακά στο τραπέζι».
Ρυτίδες: «Καθόλου δεν τις αγαπώ τις ρυτίδες μου! Αλλά είμαι και πολύ φοβητσιάρα για να πάω να κάνω κάποια επέμβαση. Περισσότερο με ενδιαφέρει το “λίφτινγκ” της ψυχής. Μου αρέσει να είμαι ευπαρουσίαστη φυσικά, αλλά με τα χρόνια προσπαθώ περισσότερο να απαλύνω τις “ρυτίδες” της ψυχής που έχουν προκληθεί από συναισθηματικές πληγές και τοξίνες».
«Σόι σου (Το)»: «Μα πόσο την έχω αγαπήσει αυτή τη δουλειά! Και παρότι την Αλεξάνδρα Τριανταφύλλου που υποδύομαι δεν τη λες και τον πιο γλυκό άνθρωπο, ο κόσμος φαίνεται να την έχει αγαπήσει πολύ. Ξέρεις πόσες φορές μου λένε για τις βιτριολικές ατάκες της; Οι κειμενογράφοι έχουν κάνει άριστη δουλειά. Και φέτος, λοιπόν, για πέμπτη χρονιά, οι Χαμπέοι και οι Τριανταφυλλαίοι θα φάνε τα μουστάκια τους».
Ταξίδια: «Ευτυχώς έχω φίλους που με τραβάνε, γιατί εγώ είμαι μάλλον τεμπέλα, και έτσι έχω επισκεφτεί διάφορα απίθανα μέρη. Εγώ, όμως, ταξιδεύω και εδώ που είμαστε, έξω στον δρόμο, στην πρόβα, στην παράσταση. Πολύ με γοητεύει η έννοια του ταξιδιού, αυτό το “πάω να”. Και όταν απολαμβάνεις το ταξίδι, ε, έχει άλλη χάρη και ο προορισμός».
Υπομονή: «Είμαι παντελώς ανυπόμονη! Θέλω κάτι και το θέλω χθες!».
Φοβάμαι: «Ου, πολλές φοβίες: σκοτάδι, κλειστοί χώροι, πολλά. Και φόβους: αρρώστιες, ανημπόρια, το μη ευ ζην. Και με τα χρόνια μεγεθύνονται. Βγαίνουν σαν δεινόσαυροι. Όσο και αν προσπάθησα να τους κουκουλώσω».
Χρήματα: «Θέλω να τα έχω για να τα ξοδεύω! Αλλά δεν διακρίνομαι για καμία πρακτικότητα σε σχέση με τα χρήματα. Είναι από τα χειρότερα ελαττώματά μου. Είμαι το τζιτζίκι στον μύθο του Αισώπου και όχι το μυρμήγκι».
Ψέματα: «Πάρα πολλά, και στον εαυτό μου και στους άλλους, όταν ήμουν μικρή. Όταν με πονούσε η αλήθεια, δεν την αντιμετώπιζα, την μετέπλαθα. Πλέον, με το πέρασμα του χρόνου, μου είναι όλο και πιο δύσκολο να πω ψέματα, γενικώς και ειδικώς».
Ώρα να…: «…προχωρήσουμε, να ζήσουμε μες στις μυρωδιές και τα χρώματα, να γελάσουμε και να κλάψουμε δυνατά».