Είχα περάσει άπειρες φορές από τις τρεις ίδιες ξύλινες πόρτες, αλλά δεν φαντάστηκα τι κρυβόταν πίσω τους. Σήμερα, 3 του Απρίλη του 2017, η μια από τις τρεις με περίμενε λίγο ανοιχτή και την έσπρωξα. Βρέθηκα στο μαγικό δάσος, μια τεράστια αποθήκη όπου αντί δέντρα και θάμνοι, φυτρώνουν γλυπτά. Ω, απίστευτο, λέω, καθώς χαιρετιστήκαμε με τον Άγγελο, αγκαλιαστήκαμε, είχε χρόνια να βρεθούμε και νιώθαμε και οι δυο χαρά. «Άγγελε, είναι μαγικό το εργαστήρι σου!» αναφώνησα.
Φωτογραφίες: Κατερίνα Ατταλίδου
– Πολλές φορές μαγεύομαι την ώρα που τελειώνει ένα έργο ως να μην το έκαμα εγώ. Σαν να το συνάντησα αλλού. Λείπει εντελώς το ναρκισσιστικό στοιχείο ’που την δουλειά μου.
– Δεν υπάρχει καμία έννοια πίσω από τα έργα μου. Δεν τα διέπει καμία θεωρία. Το αποτέλεσμα μάλλον προκύπτει από μια μη θεωρία. Θωρώ κάτι πεταμένο στο χωράφι τζιαι θέλω να το πιάσω γιατί αρέσκει μου.
Το φέρνω στον χώρο μου και αυτό το κάτι γίνεται μέρος του έργου με απόλυτη φυσικότητα.
– Τα πράματα είναι αφημένα μέσ’ στο εργαστήρι μου. Δεν είναι τοποθετημένα, δεν τα διακοσμώ. Αφήνω τα. Το ένα σχετίζεται με το άλλο, το ένα κάνει διάλογο με το άλλο.
– Μπορεί φορμαλιστικά να μη μοιάζουν αλλά έχουν την ίδια αίσθηση. Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς γίνονται τούτα τα πράματα. Με λίγα λόγια, δεν υπήρξα ποτέ καλλιτέχνης. Στο μάθημα της τέχνης στο γυμνάσιο ήμουν κακός. Είχα δάσκαλους τον Διαμαντή και τον Κάνθο. Ανακαλύψαν με, όταν άρχισα να κάνω λίγη γλυπτική.
– Ώσπου να φτιάξει ο Άγγελος τον καφέ, περπατώ μέσα σ’ αυτό τον μυθικό κόσμο. Καλάμια, ξύλα, φτερά, ένας άντρας από μέταλλο κρατάει τα χέρια του μπροστά για να τυλιχτεί πάνω τους η κλωστή, ένας όρθιος άγγελος σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος, ένα πλάσμα με φωτοστέφανο ξαπλώνει σε κρεβάτι από αγιωμένο σίδερο, ένα ζευγάρι πόδια κάτω από μπάλα αερόστατου, ένας φαλλός κάτω από άλλη μπάλα αερόστατου, πουλιά, μια γυμνή γύψινη γυναίκα στέκει όρθια κρατώντας ένα κριαράκι που πάει να τη βυζάξει. Κοιτάει λοξά η γυναίκα. Ένας φαλλός ξαπλώνει πάνω σε εξαιρετικό περίτεχνο κέντημα, γυναίκα από στεατίτη με φτερά διπλώνει τα χέρια της κρύβοντας τα πεσμένα της στήθη, γυναίκα από στεατίτη με τριγωνικό αιδοίο και φτερά από ακατέργαστη πέτρα, σκαλισμένες πέτρες σαν προϊστορικά γουδιά.
– Ερχόταν η Νίκη συχνά, ήταν γειτόνισσα. Είπε μου μια φορά, Άγγελε, μα εν’ όλη η Κύπρος δαμέσα. Ήταν καθοριστική τούτη της η κουβέντα.
-Εν εγίνηκε τίποτε εκ προθέσεως. Τούτες οι πέτρες αρκέψαν εντελώς τυχαία. Αρέσκουν μου οι ελιές οι τσακκιστές και έψαχνα τον ιδανικό τρόπο να τις τσακκίζω. Έτσι έφτιαξα το πρώτο κοίλωμα στην πέτρα. Έψαξα να φτιάξω το εργαλείο που χρειαζόμουν. Εν εφάρμοσα ποτέ καμιά θεωρία.
– Άμαν έρκουμαι το πρωί, λέω εν είμαι εγώ που τα έκαμα. Άμα δηλαδή σκεφτώ τον χειρωνακτικό κόπο. Ο Μοντριάν είχε μια θεωρία, ή ο Ματίς ή ο Κλε. Άμαν εκάμναν έναν πράμαν, ήταν μια εφαρμογή της θεωρίας τους. Άμα δεν έχεις θεωρία την ώρα που κάμνεις το πράμα, από πού το πιάνεις; Μόνο στο επίτευγμα. Όχι στην αισθητική. Μόνο αν σε καλύπτει ψυχικά. Αν το νιώθεις. Αν νιώθεις χαρά με το που το βλέπεις τελειωμένο.
Ο Άγγελος Μακρίδης στο εργαστήρι του κρατώντας στα χέρια ένα γλυπτό του.
– Εσπούδασα κλασική γλυπτική. Ο δάσκαλός μου ήταν ο Απάρτης, μαθητής του Μπουρντέλ, που ήταν και αυτός με τη σειρά του μαθητής του Ροντέν. Την ώρα που μαστορεύεις το πράγμα όπως σου αρέσκει, παρεμβάλλονται όλες οι ακαδημίες, ό,τι έχεις μάθει και ό,τι έχουν μάθει οι δάσκαλοί σου. Μπορεί αυτό να δημιουργήσει σχιζοφρένεια. Όχι πως είμαι αγνώμων. Ευχαριστώ τον Θεό που γνωρίζω να διαβάζω την καλή γλυπτική. Μπορώ να διαβάσω τον Ηνίοχο, τον Μοσχοφόρο. Μόνο ένα κομματάκι της πλάτης τους να δεις, καταλαβαίνεις την καλή γλυπτική.
– Υπάρχουν διάφορα ζητήματα που απασχολούν τον καλλιτέχνη, που απαιτούν παιδεία. Ένα από τα προβλήματα είναι το πότε τελειώνει το έργο. Το ίδιο το έργο δεν μπορεί να σου πει παράτα με. Ετέλειωσες με. Είναι ένα θέμα το πότε τελειώνει ένα έργο. Αλλάζει και η όρασή μας στην πορεία. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε εμείς οι ίδιοι τα έργα μας. Επέταξα πολλά πράγματα. Υπήρξαν εποχές που ήταν σημαντικές, αλλά δεν ήμουν έτοιμος να δεχτώ την παραγωγή μου, δεν μπόρεσα να δω τι έφτιαξα. Υπάρχει μια μέθοδος να παρατηρείς. Πώς θωρώ τα πράματα. Πώς τα αξιολογώ.
– Ποιος είμαι: Γεννήθηκα στη Γιαλούσα γιατί ο πατέρας μου ήταν γιατρός κυβερνητικός και ήταν διορισμένος εκεί. Γεννήθηκα στις 4 του Απρίλη του 1942. Με τη γυναίκα μου τη Μαρία έχουμε την ίδια ημερομηνία γέννησης, αλλά γεννηθήκαμε σε άλλη χρονολογία.
– Ο προπάππος μου ήταν Λευκωσιάτης από την οικογένεια των Σεβέρηδων. Ο άλλος μου πάππος ήταν από φτωχή οικογένεια αλλά ήταν τρίμματος. Επουλούσε πετσιές.
– Ο προπάππος μου το λοιπόν ο Λευκωσιάτης επάντρεψεν την κόρην του με τον ανερχόμενο γιο του προπάππου μου του τρίμματου, ο οποίος ήταν από τις Αρόδες της Πάφου. Τους αγόρασε και ένα ωραίο σπίτι κάποιου προύχοντα Τούρκου και εγκαταστάθηκαν στην Πόλη της Χρυσοχούς.
– Η μάμμα μου είναι η κόρη τους και παντρεύτηκε τον παπά μου ο οποίος ήταν από την Κρήτου Τέρρα. Ετέλειωσεν γιατρός το 1917 στην Ελλάδα και το δίπλωμά του είναι υπογραμμένο από τον Παλαμά.
– Η γιαγιά Όλγα έκαμεν 12 παιδιά από τα οποία έζησαν τα περισσότερα. Ο παππούς άφησε μιαν περιουσία τεράστια. Η περιοχή από τους Ευκάλυπτους κάτω από την Πόλη Χρυσοχούς ως το Λατσί ήταν όλη δική του.
– Ο παπάς μου ήταν γιατρός αλλά εν έκαμεν ποτέ του χρήματα. Ήταν της ησυχίας. Επέρασα τα δυο μου πρώτα χρόνια στη Γιαλούσα και έκαμα το δημοτικό στην Πάφο. Όταν επήρε σύνταξη ο πατέρας μου, η μάνα μου, που είχε και τρεις κόρες πιο μεγάλες από μένα, ήθελε να έρθει στην πρωτεύουσα. Έτσι ήρθαμε στη Λευκωσία το 1949.
– Επήα στο Ελένειο στη δευτέρα τάξη. Εμέναμε τότε στη Στασάνδρου. Τον τρίτο χρόνο μετακομίσαμε στην Πινδάρου. Έτσι έγινε και μεγάλωσα στη Λευκωσία, στο κέντρο της.
«Δεν υπάρχει καμία έννοια πίσω από τα έργα μου. Δεν τα διέπει καμία θεωρία. Το αποτέλεσμα μάλλον προκύπτει από μια μη θεωρία» λέει ο Άγγελος Μακρίδης.
«Αν ζούσα σε άλλη εποχή, μπορεί να μην έκανα τίποτε»
Υπήρξαν εποχές σημαντικές, αλλά δεν ήμουν έτοιμος να δεχτώ την παραγωγή μου
– Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε στη γιαγιά την Όλγα στην Πόλη Χρυσοχούς. Ήταν παρθένα τα μέρη τότε. Υπήρχε ο ποταμός ακόμα. Εν ο παππούς μου που εφύτεψε τους ευκαλύπτους στο Δέλτα του ποταμού για να μεν σταλώνουν τα νερά. Είχε ελονοσία τότε. Τούτες τες περιοχές επερπατούσα τες όλο το καλοκαίρι. Έκοβκα καλάμια που τον ποταμόν, έκαμνα πετάσια. Έτσι εμεγάλωσα.
– Ο θείος μου ο Παύλος, αδερφός της μάμμας μου, γεννημένος το 1900, ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας και είχε σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι. Ήταν bon viveur που λέμε και εκτός από πιο μεγάλος ήταν και ο πιο γραμματιζούμενος.
– Είχε μεγάλη αγάπη για τα αρχαία. Το σπίτι του παππού ήταν πλούσιο και υπήρχε ένας μεγάλος χώρος όπου δέχονταν κόσμο. Ο ηλιακός ήταν γεμάτος φκιόρα και στο αριστερό χέρι ήταν μια απέραντη σάλα, στο βάθος της οποίας βρισκόταν ένα μαύρο πιάνο που δεν άκουσα ποτέ κανέναν να το παίζει.
– Πάνω στο πιάνο θυμάμαι ακουμπισμένο ένα μελανόμορφο αγγείο με τον Έκτορα και τον Αχιλλέα να παίζουν κάτι σαν σκάκι. Εμαγεύουμουν με τούτο το αγγείο. Ήταν μαύρο και οι φιγούρες σχηματίζουνταν με το χρώμα του πηλού. Ήταν η πρώτη μου σχέση με αρχαίο αντικείμενο. Κοντά στην Πόλη ήταν το αρχαίο Μάριον, η περιοχή ήταν γεμάτη τάφους. Εμεγάλωσα μέσα στα αρχαία.
– Μετά που επέθανεν η γιαγιά μου, το σπίτι της άδειασε και έπεσε σε παρακμή. Η τελευταία εικόνα που μου έμεινε στο νου αυτής της σάλας που είχε δεχτεί τόσο κόσμο, ήταν εντελώς σουρεαλιστική. Η μάνα μου έκαμνε σταφίδα τότε. Ανοίγω μια μέρα τη σάλα και τι βρίσκω; Ήταν απλωμένη όλη η σάλα με σταφίδα και μάλιστα σουλτανίνα. Μόνο έπιπλο το πιάνο, ένα μαύρο πράμα στο βάθος, και παντού σουλτανίνα ξανθή.
– Αγαπώ από τότε την παρακμή. Πιάνω την αίσθηση όλων τούτων και όλων των άλλων των πραγμάτων στην τέχνη μου.
– Ο σουρεαλισμός με σημάδεψε. Μπορείς να βάλεις μέσα ό,τι θέλεις. Εν’ το όνειρο. Επρόσφερέ μου μεγάλη απελευθέρωση. Νιώθω τυχερός που μου επιτρέπει η εποχή μου να κάνω τα πράματα που κάνω. Αν ζούσα σε άλλη εποχή, μπορεί να μεν έκανα τίποτε. Σίγουρα δε θα τα κατάφερνα να ζωγραφίζω όπως τον Ρέμπραντ. Έννα έκαμνα όγδοους κύκλους που λέμε. Όπως σε βάζουν να κάνεις στο μπαλέτο όταν δεν έχεις ταλέντο!
Γελάσαμε. Η κουβέντα μας έληξε, όχι γιατί δεν είχαμε τόσα άλλα και ακόμη περισσότερα να πούμε, αλλά γιατί από το πρωί είχε πάει μεσημέρι. Μου χάρισε έναν αστράγαλο κατσίκας που πρόσεξα να κάθεται πάνω στο τραπέζι του. «Τον είχα εκεί μήπως πάει σε κάποιο γλυπτό», μου λέει. «Παίζαμε με αυτά όταν ήμασταν παιδιά. Πάρ’ τον, σε παρακαλώ.» Ευχαρίστησα τον Άγγελο, τον χαιρέτησα, και υποσχέθηκα να τον ξανεπισκεφτώ σύντομα.
*Η Κατερίνα Ατταλίδου είναι εικαστικός και διδάσκει ζωγραφική στο πρόγραμμα Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Το κείμενο είναι απόσπασμα από δημοσίευση στην εξαμηνιαία έκδοση λόγου και τέχνης, ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ – ΦΙΛΟΤΕΧΝΙΑ, τεύχος 1/41. Μπορείτε να βρείτε το περιοδικό σε όλα τα καλά βιβλιοπωλεία.
«Δεν υπάρχει καμία έννοια πίσω από τα έργα μου. Δεν τα διέπει καμία θεωρία. Το αποτέλεσμα μάλλον προκύπτει από μια μη θεωρία» λέει ο Άγγελος Μακρίδης.