Γιαλούσα, Αθήνα, Λευκωσία και Πέρα Ορεινής. Ο σπουδαίος ηθοποιός μάς οδηγεί στα παρασκήνια της συναρπαστικής ζωής του και δηλώνει μαγεμένος από τα «ταξίδια» που του χάρισε το θέατρο.
Αναζητώντας μια πιο ποιοτική ζωή, ο Αντώνης Κατσαρής αποφάσισε πριν από 21 χρόνια να εγκατασταθεί στα Πέρα Ορεινής, ένα πανέμορφο χωριό σε κοντινή απόσταση από την πρωτεύουσα. Μας υποδέχτηκε στο λιτό του σπίτι που δεσπόζει σ’ έναν λόφο λίγο έξω από το χωριό. Στην αυλή του, σ’ ένα όμορφο περιβάλλον με θέα τα πεύκα και τις χαρουπιές, απολαύσαμε μια δίωρη συζήτηση μαζί του. Αφορμή το σπουδαίο έργο «Προφήτης» του Χαλίλ Γκιμπράν, μια πρόταση της χορογράφου και χορεύτριας Ελένης Aneesha Μιχαήλ, το οποίο θα ανεβάσουν αυτή την περίοδο σε πέντε παραστάσεις. Ο πολυβραβευμένος ηθοποιός στα 78 του χρόνια απολαμβάνει την ηρεμία και τη γαλήνη της φύσης, μακριά από τους κουραστικούς ρυθμούς που έζησε στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Ωστόσο, δηλώνει ερωτευμένος με το θέατρο και επιδιώκει να γεύεται τη μαγεία του και να βρίσκεται στο θεατρικό σανίδι. Του ζητήσαμε να μας μιλήσει για έναν δύσκολο ρόλο, τον συναρπαστικό «μονόλογο» της ζωής του.
Μεγάλωσα μέσα στη φύση, στη Γιαλούσα. Άλλη ζωή εκεί, θάλασσα, ησυχία. Ήταν ωραία να γνωρίζεις τον κόσμο γύρω σου. Μπορώ να μιλώ ώρες για τη Γιαλούσα, ήταν μια άλλη συνθήκη το χωριό. Κάναμε ζαβολιές με τους φίλους μου και φέρναμε τον Γυμνασιάρχη Επαμεινώνδα Παπαχρίστου σε δύσκολη θέση. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που καταλάβαινε τους νέους. Μας μάθαινε τη ζωή και όχι μόνο ημερομηνίες, π.χ. για το πότε γεννήθηκε ο Ερρίκος ο ΣΤ. Μας κατανοούσε και μας υποστήριζε. Θυμάμαι μια φορά που αναγκάστηκε να μας αποβάλει για μια βδομάδα και μετά μας είπε, «μεθαύριο να έρθετε στο σχολείο… εντάξει;».
Η θάλασσα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Όταν τελειώναμε τα γραπτά του πρώτου εξαμήνου τον Φεβρουάριο, περιμέναμε τον τελευταίο μαθητή της τάξης έξω από τα παράθυρα και του ρίχναμε πέτρες για να τελειώνει. Καβαλούσαμε τα ποδήλατα και τρέχαμε κατευθείαν στη θάλασσα όπου κολυμπούσαμε γυμνοί. Ήταν μια άλλη ζωή. Ψαρεύαμε επίσης με δυναμίτες, εκείνη την εποχή δεν ξέραμε για τη ζημιά που κάναμε ή για την προστασία του περιβάλλοντος.
Η Γιαλούσα ήταν προοδευτικό χωριό. Δεν υπήρχαν τα «καθωσπρέπει» της πόλης ούτε πολλοί κανόνες. Είχαμε ομοφυλόφιλους στο χωριό και μια πόρνη την Βαρβάρα, όμως ήταν ενταγμένοι στην κοινότητα χωρίς κανένα πρόβλημα ή διάκριση. Στον δρόμο έξω από το μπακάλικο του πατέρα μου, τα απογεύματα βγάζαμε καρέκλες και μαζεύονταν οι χωριανοί. Έκαναν αστεία ο ένας στον άλλο και μαζί μας καθόταν και η Βαρβάρα. Μια μέρα η μαμά μου την κάλεσε στο σπίτι για να της δείξει τη συνταγή για κουλουράκια. Οι άνθρωποι ήταν πιο αυθεντικοί, πιο ειλικρινείς. Νοσταλγώ πολύ αυτά τα χρόνια.
Πήγα δυο φορές στο χωριό μου μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Το σπίτι μας κατεδαφίστηκε και στον χώρο επεκτάθηκε το διπλανό. Μετά την εισβολή, στη Γιαλούσα εγκαταστάθηκαν Τουρκοκύπριοι από τα Κόκκινα. Τους μετέφεραν με βάρκες και με μια βαλίτσα μόνο. Η μητέρα μου που έμεινε στη Γιαλούσα δυόμισι χρόνια μετά την εισβολή, μας έλεγε ότι οι Ελληνοκύπριοι τους λυπόντουσαν και τους έδιναν κατσαρολικά, καρέκλες και άλλα πράγματα που χρειάζονταν. Αλλά υπήρχαν και κάποιοι που αγανάκτησαν επειδή τους πήραν τα σπίτια.
Τους γονείς μου τους έδιωξαν δυόμισι χρόνια μετά. Μια μέρα πήγε ένας Τούρκος αστυνομικός και τους είπε ότι έπρεπε να φύγουν. Τους έδωσαν ένα φορτηγό στο οποίο φόρτωσαν τα πράγματά τους. Η μητέρα μου όμως είχε στον κήπο πάρα πολλές γλάστρες με λουλούδια που δεν ήθελε να τις αποχωριστεί, αλλά δεν χωρούσαν στο φορτηγό. Είπε λοιπόν στον αστυνομικό ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φύγει αν δεν της έφερναν δεύτερο φορτηγό για τις γλάστρες της. Όταν πήγα στον Ερυθρό Σταυρό να τους παραλάβω, έμεινα έκπληκτος βλέποντας δυο φορτηγά, το ένα φορτωμένο με γλάστρες.
Όταν έγινε η τουρκική εισβολή το 1974, πήγα με τρεις φίλους μου στον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβητού για να καταταγούμε στον στρατό. Μας έδωσαν δυο κυνηγετικά όπλα για τέσσερις και από μια χούφτα «χαρτούτσιες». Οι οδηγίες που πήραμε ήταν να πάμε στο αεροδρόμιο και να σκοτώνουμε τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές. Τελικά αποφασίσαμε να πάμε στο σπίτι της Άλκηστης Παυλίδου, μακαρίτισσας τώρα. Κάποια στιγμή πήγα στη Λευκωσία, η οποία ήταν έρημη. Ξάφνου, βλέπω ένα αεροπλάνο. Ακούω πυροβολισμούς και μπροστά μου, σε απόσταση δυο μέτρων, βλέπω δυο χτυπήματα στην άσφαλτο που έβγαλαν φλόγα. Γλίτωσα στο παρά πέντε. Εκείνες τις μέρες κινδύνευσα και δεύτερη φορά, όταν τα τουρκικά αεροπλάνα έριξαν μια οβίδα η οποία τρύπησε μια πόρτα στο εσωτερικό του σπιτιού μου, διαπέρασε την ντουλάπα και μου κατέστρεψε όλα τα ρούχα. Πάλι γλίτωσα παρά τρίχα.
Θέατρο άρχισα να παρακολουθώ στην εφηβεία μου. Όταν μαθαίναμε από τις εφημερίδες ότι έρχεται κάποιος θίασος και έχει παράσταση στο Βαρώσι, λαθραία. Οι καθηγητές δεν μας επέτρεπαν να πηγαίνουμε σινεμά ή θέατρο αν δεν το έβλεπαν πρώτα αυτοί και ενέκριναν ότι ήταν κατάλληλο. Ήμασταν μια παρέα, τα «αλητάκια» του σχολείου, και θυμάμαι πως όταν χρειαζόταν να πάμε στο Βαρώσι επιστρατεύαμε τον Μιχαλάκη Ορφανίδη, ο οποίος είχε ένα βανάκι που μετέτρεψε σε μανάβικο. Βάζαμε σκαμνάκια και καθόμασταν πίσω.
Στο σχολείο είχα παίξει τον Κατσαντώνη και τον Παπαφλέσσα σε σχολικές παραστάσεις και οι καθηγητές μού έλεγαν ότι τα καταφέρνω. Όμως η στιγμή που αποφάσισα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός ήταν όταν είδα «Το κράτος του Θεού», μια παράσταση που έφερε στο Βαρώσι από την Ελλάδα ο θίασος του Δημήτρη Μυράτ γύρω στο 1960. Εκεί γεύτηκα τη μαγεία του θεάτρου. Ήταν μια προσεγμένη παράσταση που ξεχώρισε από άλλα έργα που είχαμε δει στο χωριό. Επιστρέφοντας, είπα στους φίλους μου και στους γονείς μου ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Οι γονείς μου το δέχθηκαν αμέσως.
Το 1962 έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο της Αθήνας αλλά δεν κατάφερα να περάσω. Τελικά μπήκα στη Σχολή Θεοδοσιάδη στην οποία δίδασκαν ο Τίτος Βανδής, η Ελένη Χατζηαργύρη και άλλοι γνωστοί ηθοποιοί του κινηματογράφου. Μετά από δυο χρόνια, η Ζουζού Νικολούδη, μια από τις κορυφαίες χορογράφους και δασκάλες χορού στην Αθήνα, μας πρότεινε να λάβουμε μέρος στη χορογραφία των Ορνίθων του Καρόλου Κουν. Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν αυτός ο σκηνοθέτης. Έτσι βρέθηκα σ’ αυτή τη σπουδαία παράσταση το 1964. Πήγαμε περιοδεία στο Παρίσι, στο Λονδίνο, ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε αεροπλάνο. Ο Κουν είδε ότι ήμουν αφοσιωμένος και τελικά με κράτησε στη Σχολή του στο τρίτο έτος. Έτσι, τέλειωσα τη δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης.
Ο Κάρολος Κουν ήταν αυστηρός μαζί μας. Δεν μας επέτρεπε να κάνουμε ραδιόφωνο και τηλεόραση για να μην πάρουν τα μυαλά μας αέρα. Δουλεύαμε από τις 9 το πρωί ως τις 3, μετά πηγαίναμε στη σχολή και το βράδυ πίσω στο θέατρο. Κάθε βράδυ υπήρχαν δύο παραστάσεις και παρακολουθούσαμε τις πρόβες είτε παίζαμε είτε όχι. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό σχολείο. Εκείνο που κέρδισα από τον Κουν είναι ότι μας έμαθε τον σεβασμό στη δουλειά μας και την παράσταση. Πρώτα είναι η παράσταση και μετά εσύ ο ηθοποιός. Μας έμαθε να μην προβάλλουμε τον εαυτό μας μέσα από ένα έργο, κάτι που στο εμπορικό θέατρο δεν λειτουργεί. Εκεί προέχει το σταρ σίστεμ.
Έπειτα από δέκα χρόνια στην Ελλάδα γύρισα στην Κύπρο γιατί με τραβούσε ο τόπος μου, οι γονείς μου. Στο Θέατρο Τέχνης στην Αθήνα ήμασταν μαζί με την Τζένη Γαϊτανοπούλου, τον Στέλιο Καυκαρίδη και τον Νίκο Χαραλάμπους. Τότε ο Εύης ο Γαβριηλίδης, που ήταν σαν τον ηγέτη μας, μας πρότεινε να κάνουμε ένα θέατρο στην Κύπρο. Συνεννοήθηκε με τον τότε διευθυντή του ΡΙΚ, τον Αντρέα Χριστοφίδη, και έτσι δημιουργήθηκε το θεατράκι του ΡΙΚ το 1969. Έτσι αφήσαμε το Θέατρο Τέχνης και όλη η ομάδα, και κάποιοι ακόμα, ήμασταν από τους πρώτους ηθοποιούς που στελεχώσαμε τον ΘΟΚ το 1971.
Από τον ΘΟΚ σταμάτησα για 1-2 χρόνια πριν το 1981 και γύρισα στην Ελλάδα. Είχα ανάγκη για μια ανανέωση, ήθελα να δουλέψω με άλλον κόσμο. Στην Κύπρο ήμασταν όλο οι ίδιοι, ούτε είχε άλλα θέατρα να δεις. Στην Αθήνα με φώναξε η Ξένια Καλογεροπούλου που ανέβαζε το Οδυσσεβάχ. Τη δεύτερη χρονιά έπαιξα στη «Στάμνα» που ανέβαζε ο Λευτέρης Βογιατζής. Όλο και κάποιος με προσκαλούσε και δεν έμεινα χωρίς δουλειά. Δούλεψα εκεί μια δεκαετία. Έκανα και ενάμιση χρόνο στην Καλαμάτα, τότε που ο Νίκος Χαραλάμπους ανέλαβε το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Καλαμάτας. Είχα παίξει τον «Άτταλο τον Τρίτο» εκεί. Ήρθε η Μελίνα Μερκούρη και με τον Ζυλ Ντασέν, μου έσφιξαν το χέρι κατενθουσιασμένοι. Συμμετείχα επίσης σε σειρές της ΕΡΤ και σε ταινίες της εποχής. Στην Ελλάδα βρήκα αυτό που ζητούσα. Με έψησε εκείνη η δεκαετία και με βοήθησε να δω τα πράγματα από άλλη σκοπιά διαφορετική από αυτήν του μόνιμου συνεργάτη του ΘΟΚ.
Οι ρόλοι που υποδύθηκα όλα αυτά τα χρόνια με έχουν αλλάξει σαν άνθρωπο. Όλη αυτή η επαφή με την υποκριτική, αυτό το ψάξιμο της ψυχής του ανθρώπου, σε βοηθά να σκαλίζεις και τον εαυτό σου, αποκτάς μια αυτογνωσία. Αυτό είναι από τα μεγαλύτερα δώρα του θεάτρου και το μεγάλο μου κέρδος. Αντίστοιχα και οι θεατές μπορεί να δουν αλλιώς τη ζωή τους. Αυτός είναι ο σκοπός του θεάτρου που υπηρετώ: Να θέσει ερωτήματα στον θεατή. Δηλαδή να τον αφυπνίσει και να του δείξει κάποιους δρόμους για να σκεφτεί και να τους μελετήσει.
Είμαι στο θέατρο 57 χρόνια. Είναι η πρώτη περίοδος της ζωής μου που έχω χρόνο μακρυά από το θέατρο. Το απολαμβάνω, γιατί είναι ωραία να χαλαρώνεις λίγο και να βλέπεις τα πράγματα από μια απόσταση. Αλλά δεν σταμάτησα να είμαι ερωτευμένος με το θέατρο. Με ενδιαφέρει πού και πού να βγαίνω στη σκηνή και να γεύομαι αυτή τη μαγεία. Μου αρέσει η επαφή με τον θεατή, όλο αυτό το ταξίδι πάνω στη σκηνή. Υπάρχουν ρόλοι που σε οδηγούν σ’ ένα μαγικό ταξίδι, και μετά θέλεις λίγο χρόνο για να βρεις τον εαυτό σου.
Ρόλοι που με άγγιξαν ιδιαίτερα είναι ο Σαλιέρι στο «Αμαντέους» του Σάφερ, που το ανεβάσαμε στην ΕΘΑΛ. Ήταν ο πρώτος αρχιμουσικός του βασιλιά και ξαφνικά έρχεται ο Μότσαρτ, ένα παιδαρέλι, που είναι καλύτερος από εκείνον. Ο Σαλιέρι αφηγείται την ιστορία του στο κοινό την τελευταία νύχτα της ζωής του. Εκεί βλέπεις την εσωτερική πάλη, τον αγώνα μέσα του, ώσπου φτάνει στο σημείο να τα βάλει με τον Θεό. Επίσης μου άρεσε πολύ ο «Άτταλος ο Τρίτος», το μοναδικό θεατρικό του Βάρναλη, που παίξαμε στην Καλαμάτα και στην Κύπρο. Ήταν ένας διεστραμμένος χαρακτήρας, ο βασιλιάς της Περγάμου, ο οποίος προτίμησε να καλέσει τους Ρωμαίους να καταλάβουν την Πέργαμο για να μην την πιάσουν οι επαναστάτες. Επίσης λατρεύω πολύ τον Αριστοφάνη.
Δεν πίστευα ποτέ στο ταλέντο. Βλέπεις νέους ηθοποιούς που βγαίνουν στη σκηνή με άνεση, αλλά μετά μια ζωή μπορεί να παίζουν το ίδιο πράγμα. Ταλέντο είναι να μεταμορφώνεσαι κι αυτό επιδιώκω. Με ενδιαφέρει να κάνω διαφορετικούς χαρακτήρες. Οι παλιοί ηθοποιοί του ελληνικού κινηματογράφου που απολαμβάνουμε είχαν μια μανιέρα και οι ρόλοι γράφονταν πάνω στον Αυλωνίτη, τον Φωτόπουλο.
Προσωπικά δεν έχω βιώσει κακοποιητικές συμπεριφορές στο θέατρο. Ούτε θα ανεχόμουν, θα έφευγα. Παλιά με κάλεσε κάποιος σκηνοθέτης να παίξω σε μια παράσταση στην Αθήνα. Τον άκουσα στα καμαρίνια να φωνάζει σε έναν ηθοποιό «εγώ σε πληρώνω και θα παίξεις όπως θέλω εγώ». Έτσι, του είπα πως δεν μπορώ να συνεργαστούμε. Επίσης μια φορά έβαλα τις φωνές σε έναν σκηνοθέτη που ήρθε στην Κύπρο από την Ελλάδα και μιλούσε άσχημα στους ηθοποιούς. Αντέδρασα ενστικτώδικα. Ο Γαβριηλίδης, στον οποίο χρωστούμε πολλά, ερχόταν στην πρόβα και δημιουργούσε κλίμα ευχάριστο και άνετο με τα αστεία, τα πειράγματά του. Ποτέ του δεν μίλησε άσχημα σε ηθοποιό.
Με ρωτάτε τι σημαίνουν τα βραβεία που έχω πάρει, όπως τα τρία πρόσφατα για τον ρόλο μου στην ταινία «Πολίτης Τρίτης Ηλικίας» του Μαρίνου Καρτίκκη και το βραβείο Β΄ ανδρικού ρόλου που πήρα για δυο άλλες ταινίες, από το υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας. Καθώς και άλλα βραβεία που πήρα στην Κύπρο για την προσφορά μου στον πολιτισμό. Χαίρομαι όταν βραβεύεται και εκτιμάται η δουλειά μου, αλλά δεν αλλάζω ως άνθρωπος.
Αυτή την περίοδο ανεβάζουμε το σπουδαίο έργο «Προφήτης» του Χαλίλ Γκιμπράν. Το έργο το επέλεξε η Ελένη Aneesha Μιχαήλ και με προσέγγισε για να το ανεβάσουμε. Είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνει σε παράσταση στην Κύπρο και χαίρομαι για το ότι θα γνωρίσει τον Γκιμπράν κόσμος που δεν τον ξέρει. Μου αρέσει ο τρόπος σκέψης του και η προσέγγισή του. Αγγίζει θέματα που αφορούν την προσφορά προς τον άλλον, το ανώφελο μπλα-μπλα. Σήμερα ο άνθρωπος είναι τόσο ζευγμένος στο αλακάτι που δεν έχει χρόνο να κάνει τέτοιου είδους σκέψεις για τη ζωή. Τρέχει σαν ρομπότ για τη δουλειά, για τα φροντιστήρια των παιδιών, τα χρέη, τα ενοίκια. Είναι σαν εξάρτημα μιας μηχανής.
Το ζήτημα της φθοράς, το πέρασμα του χρόνου είναι αναμενόμενο κακό, αλλά προσπαθώ να το κρατώ όσο γίνεται πιο μακριά. Προσέχω τη διατροφή μου, ασκούμαι. Κάθε ηλικία έχει τα χαρίσματα της. Όσο μεγαλώνεις και ωριμάζεις, βλέπεις πράγματα που δεν έβλεπες πριν. Όταν μεγαλώσεις ξέρεις ποιος είσαι, αποκτάς μια αυτογνωσία.
«Προφήτης» του Χαλίλ Γκιμπράν, στις 29/10, 20:30, στις 30/10 18:30 και 20:30, 31/10 18:30, και 1/11 20:30, στο θέατρο Μελίνα Μερκούρη, tichethour.com.cy, τηλ. 77777040, 96 306617.
Φιλελεύθερα, 24.10.2021.