Ο ποταμός Χάτσον, που διασχίζει τη Νέα Υόρκη, αποκτά ένα νησάκι το οποίο τον ενώνει με την πόλη προσφέροντας στους κατοίκους ακόμα ένα αστικό υπαίθριο χώρο. Η κατασκευή του αντιμετώπισε διάφορες φουρτούνες αλλά πλέον αποτελεί πραγματικότητα.

Η ιδέα ξεκίνησε πριν σχεδόν μια δεκαετία από τον πολυεκατομμυριούχο Barry Diller ο οποίος θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή του νησιού και θα το παρέδιδε στην πόλη σαν ένα ακόμα χώρο εκτόνωσης για τους κατοίκους. Για τον σχεδιασμό του κλήθηκε ο Βρετανός αρχιτέκτονας Thomas Heatherwick ο οποίος τον τελευταίο καιρό δραστηριοποιείται έντονα στη Νέα Υόρκη. Πιο γνωστή του δημιουργία εκεί αποτελεί το Vessel, μια 16ροφη γλυπτική εγκατάσταση με πάμπολλες σκάλες και πλατφόρμες τις οποίες ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας κάποιος μπορεί να έχει πανοραμική θέα της πόλης. Όπως όμως η εν λόγω εγκατάσταση δέχτηκε έντονη κριτική, έτσι και το νησί στον ποταμό δέχτηκε ανάλογη, με αποτέλεσμα η κατασκευή του να γίνεται διακεκομμένα. Μεσολάβησαν μάλιστα δικαστικές αποφάσεις οι οποίες αποδέχτηκαν τους φόβους που εκφράστηκαν από διάφορες οικολογικές οργανώσεις για επηρεασμό της βιοποικιλότητας του ποταμού, διακόπτοντας το έργο μέχρι να ληφθούν μέτρα και να αλλάξουν τα δεδομένα. Περιπετειώδης ήταν κι η συνέχεια του Vessel μετά το άνοιγμα του για το κοινό το 2019, αφού εκτός από ατραξιόν μετατράπηκε σε τόπο αυτοκτονιών. Τρεις τουλάχιστον έφηβοι το επέλεξαν για να δώσουν τέλος στη ζωή τους πηδώντας από τις σκάλες του. Ως επακόλουθο έκλεισε για κάποιο χρονικό διάστημα ώστε να ληφθούν μέτρα που δεν θα αφήνουν περιθώρια για παρόμοια περιστατικά. Μετά την πολύμηνη απόσυρση του ως δημόσιος χώρος, το Vessel ανοίγει ξανά και μαζί με αυτό άνοιξε και το νησάκι του Χάτσον γνωστό ως Little Island (αρχικά ονομάστηκε Pier 55).

 

 

 Η κατασκευή του στοίχισε 260 εκατομμύρια δολάρια και έχει έκταση δέκα χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα και σίγουρα αποτελεί μηχανικό επίτευγμα. Για του σχεδιαστές ωστόσο αυτό δεν ήταν το πρωτεύον. Σημείο εκκίνησης, όπως ομολογούν, αποτέλεσε η εμπειρία για τους επισκέπτες. Σε αντίθεση με τους επίπεδους δρόμους του Μανχάταν, δημιουργήθηκε μια νέα τοπογραφία με ανωφέρειες και κατωφέρειες, λοφίσκους και πεδιάδες.

​Η νησίδα στηρίζεται πάνω σε μια συστάδα 132 πυλώνων από μπετόν σε σχήμα τουλίπας γύρω από τους οποίους δημιουργείται ήδη ένας σημαντικός βιότοπος για τη θαλάσσια ζωή. Οι εν λόγω πυλώνες δε, που με μία οπτική παραπέμπουν στους ξύλινους πασσάλους που στηρίζουν -συνήθως- τις αποβάθρες, αποτέλεσαν το κεντρικό στοιχείο του έργου. Το ύψος τους δε ποικίλλει, ώστε με αυτό τον τρόπο να διαφοροποιείται το τεχνητό τοπίο, το οποίο συνδέεται σε δύο σημεία με την πόλη, στο Lower West Side του Μανχάταν.

Στην επιφάνεια του έχουν φυτευτεί πέραν των 400 ειδών φυτών και δέντρων που ταιριάζουν στο κλίμα της Νέας Υόρκης, ενώ εκτός από τα μονοπάτια και τις πλατείες που προσφέρονται για περιπάτους και εκδηλώσεις, έχει φτιαχτεί και ένα αμφιθέατρο 700 θέσεων. Πλείστα από τα στοιχεία που συνθέτουν το νέο τοπίο κατασκευάστηκαν αλλού και συναρμολογήθηκαν επί τόπου ώστε να μειωθεί η διατάραξη της ισορροπίας της ποτάμιας ζωής.

Κι είναι γεγονός πως η τεχνητή νησίδα της Νέας Υόρκης δεν αποτελεί ιδιαίτερη παρέμβαση στην φύση. Σε αντίθεση με τα μεγαλεπίβολα έργα σε πολλά σημεία πλέον του πλανήτη, για τα οποία επιστήμονες δεν παύουν να εκφράζουν τις ανησυχίες τους τόσο για τη ζημιά που προκαλούν στη θαλάσσια ζωή όσο και την διάβρωση των ακτών. Τρανό παράδειγμα, τα περίφημα νησιά του Ντουμπάι σε σχήμα φοίνικα (Palm Islands), για την κατασκευή των οποίων χρειάστηκε η εξόρυξη και μεταφορά δύο δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων άμμου και πέτρας από τον βυθό. Το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο, υπολογίζεται πως έχει μειώσει την υδρόβια ζωή της περιοχής στο 35%. 

Φιλελεύθερα, 6.6.2021.