Όταν το 2008 ένας από τους πίνακες του με την περίφημη χοντρή κυρία πουλήθηκε για 34 εκατομμύρια, ο Λουσιέν Φρόιντ κατέκτησε τον τίτλο του πιο ακριβοπληρωμένου εν ζωή ζωγράφου. Σήμερα, την θέση κατέχει άλλος κι ο Φρόιντ δεν είναι πια στη ζωή. Εξακολουθεί όμως να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους καλλιτέχνες. Κι η Tate μας το υπενθυμίζει.
Η έκθεση στην Tate του Λίβερπουλ, που θα εγκαινιαστεί τον Ιούλιο με αφορμή τα 10 χρόνια από τον θάνατο του, έχει τίτλο “Real Lives”. Κι αυτός ακριβώς είναι ο πυρήνας της δουλειάς του Βρετανού ζωγράφου, εγγονού του διάσημου ψυχαναλυτή: Οι πραγματικοί άνθρωποι κι οι πραγματικές ζωές. Καμία ωραιοποίηση, ένας ωμός ρεαλισμός. Με μοντέλα που ήταν πρόσωπα υπαρκτά: οι εκάστοτε συντρόφισσες του ζωγράφου, τα παιδιά του, οι φίλοι του… «Το έργο μου, εξηγούσε ο Φρόιντ, είναι καθαρά αυτοβιογραφικό. Περιγράφει εμένα και το περιβάλλον μου». Κι όπως ο παππούς του ερευνούσε την ψυχή για να φτάσει στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, ο ίδιος επέλεξε τη σάρκα αποδομώντας την ανάγκη των ανθρώπων να είναι τέλειοι. Οι πίνακες του Φρόιντ είναι ένα σχόλιο στην ανθρώπινη ματαιοδοξία κι ένας ύμνος στην φθορά που επιφέρει ο χρόνος.
Γυμνές γυναίκες και άνδρες εκθέτουν τη γύμνια τους με φόντο, συνήθως, έναν θλιβερό χώρο που δεν ήταν άλλο παρά το στούντιο του καλλιτέχνη. Ξεχαρβαλωμένοι καναπέδες και πολυθρόνες, ένας βρόμικος νεροχύτης, ένας λερωμένος τοίχος, μία γλάστρα, ένα σκυλί, ένα σιδερένιο κρεβάτι δημιουργούν μία ατμόσφαιρα ρεαλιστικής φθοράς. Στα έργα του «τίποτε δεν εξιδανικεύεται, τίποτε δεν τυποποιείται. Οι στάσεις είναι συχνά αμήχανες, τα γεννητικά όργανα μπορεί να εκτίθενται, αλλά δεν αποπνέουν ερωτισμό» παρατηρεί κάποιος κριτικός Τέχνης συγκρίνοντας πτυχές της δουλειάς των Φρόιντ και Ροντέν.
Ένα από τα πιο γνωστά μοντέλα του, ήταν η Sue Tilley. Η χοντρή κυρία που τον έκανε εκατομμυριούχο. Η Tilley, την εποχή που πόζαρε για τον Φρόιντ (δεκαετία του ’90), εργαζόταν ως επιθεωρήτρια στο Τμήμα Εργασίας και ζύγιζε 127 κιλά. Εκτός από τη δημοσιοϋπαλληλική της ιδιότητα είχε και μία έντονα καλλιτεχνική πλευρά, συχνάζοντας σε avant garde κύκλους του Λονδίνου. Η γνωριμία της με τον Φρόιντ προέκυψε μέσω του Leigh Bowery, ο οποίος ήταν μια καλλιτεχνική περσόνα, φίλος του Boy George. Η Tilley πόζαρε για 39 στερλίνες την ώρα, αλλά προφανώς δεν το έκανε για τα χρήματα. Ήταν κάτι που απολάμβανε όπως και την συντροφιά με τον καλλιτέχνη τον οποίο σε μια κατοπινή της συνέντευξη χαρακτήρισε ως συναρπαστικό: γενναιόδωρο και κακό ταυτόχρονα, γκρινιάρη και αστείο, διασκεδαστικό και χειριστικό. Στο τέλος επικράτησε, μάλλον, η κακή πλευρά του χαρακτήρα του αφού δεν της συγχώρεσε ποτέ ένα σχόλιο που έκανε, ενώ όταν πούλησε για 35 εκατομμύρια τον πίνακα «Benefits Supervisor Sleeping» (1995), ο οποίος τον ανέβασε στην πρώτη θέση των πιο καλά αμειβόμενων εν ζωή ζωγράφων, δεν της είπε ούτε καν ευχαριστώ και σίγουρα δεν της μεταβίβασε κανένα χρηματικό ποσό. Ο εν λόγω πίνακας δεν ήταν ο μοναδικός που του απέφερε τόσα πολλά χρήματα. Ακολούθησαν, με πρωταγωνίστρια την Tilley, οι «Evening in the Studio» (1993), «Sleeping by the Lion Carpet» (1996), οι οποίοι επίσης πουλήθηκαν για πολλά εκατομμύρια.
Όταν πωλήθηκε ο πίνακας «Benefits Supervisor Sleeping» σε δημοπρασία των Κρίστις, η επικεφαλής του τμήματος μεταπολεμικής τέχνης Κρίστι Μπρετ Γκόρβι, χαρακτήρισε το έργο ως «μία σύγχρονη εκδοχή της Οδαλίσκης και της θεάς της γονιμότητας, με μια ενδιαφέρουσα αμφισημία στην έκφραση, που υποδηλώνει έκσταση, περιφρόνηση και απόλυτη γαλήνη». Παράλληλα κατέταξε τον Φρόιντ στην ίδια κατηγορία με τους Ρέμπραντ και Ρούμπενς όσον αφορά την απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος.
Ο Λουσιέν Φρόιντ γεννήθηκε το 1922 στο Βερολίνο. Ο πατέρας του ήταν ο μικρότερος γιος του Σίγκμουντ Φρόιντ. Το 1934 με την άνοδο του ναζισμού, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και σύντομα απέκτησε τη βρετανική υπηκοότητα. Σπούδασε Καλές Τέχνες και παντρεύτηκε την Κίτι Γκάρμαν, κόρη του γλύπτη Ζακόμπ Επστέιν. Ο γάμος του δεν κράτησε πολύ ενώ από τις πολλές ερωτικές σχέσεις του απέκτησε 13, τουλάχιστον, παιδιά. Το 1960, μαζί με τους Φράνσις Μπέικον και Φρανκ Αουρμπάχ, δημιούργησαν την «Σχολή του Λονδίνου». Το έργο του άρχισε να αναγνωρίζεται τη δεκαετία του 1970 οπόταν έργα του και αναδρομικές εκθέσεις παρουσιάζονταν τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιουλίου του 2011, αφού πρόλαβε να γευτεί τη δόξα.
Από το εργαστήρι του πέρασαν ως μοντέλα αλλά και ως πηγές έμπνευσης, ανάμεσα σε άλλους, οι δύο σύζυγοί του, κάποιες από τις κόρες του και οι αδελφές του, ο Φράνσις Μπέικον, η Τζέρι Χολ και η Κέιτ Μος, πολλοί επώνυμοι κι ανώνυμοι. Το μοναδικό, ίσως, πορτρέτο που έκανε χωρίς το μοντέλο να του ποζάρει, είναι αυτό της βασίλισσας Ελισάβετ, το οποίο όταν παρουσιάστηκε ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων αφού κρίθηκε ως προσβλητικό για τη βασίλισσα. Κάποιοι είπαν πως την παρουσίασε ως τραβεστί.
Για κάποιους από τους μελετητές της τέχνης του, οι συναντήσεις με τους ανθρώπους που ζωγράφιζε έμοιαζαν κατά κάποιον τρόπο με συνεδρίες ψυχανάλυσης αλλά ο ψυχαναλυόμενος ήταν πάντα ο ίδιος ο Φρόιντ. Σύμφωνα με την Έβα Βαϊσβάιλερ, συγγραφέα του έργου «Φρόιντ: Η βιογραφία μιας οικογένειας» (εκδ. Μεταίχμιο), η θεία του Ματίλντε, έγραψε στον αδελφό της Όλιβερ το 1952: «Ο Λους δεν χρησιμοποιεί καθόλου το κύρος της οικογένειας, κάτι για το οποίο δεν του κρατάμε κακία. Είναι βέβαια ένας ταλαντούχος, αλλά πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος, ο οποίος ζει εντελώς έξω από τα δικά μας αστικά πλαίσια. Συχνά απορώ πώς βρέθηκε στην οικογένειά μας».
Ανακοινώνοντας πριν δέκα χρόνια τον θάνατο του ο εκπρόσωπος του, Γουίλιαμ Ακουαβέλα, είπε: «Ζούσε για να ζωγραφίζει και ζωγράφιζε ως την ημέρα που πέθανε, μακριά από τον θορυβώδη κόσμο της τέχνης. Ήταν, ίσως, ο πλέον αλληγορικός ζωγράφος του 20ού αιώνα και έδινε στα έργα του μια βαθιά δραματικότητα και ενέργεια».
Tate Liverpool, «Lucian Freud: Real Lives», 24/7/2021-16/1/2022.
Φιλελεύθερα, 13.6.2021.