Πολύ πριν ανακαλυφθούν οι σέλφις, μία καλλιτέχνης έκανε τέχνη την φωτογράφηση του εαυτού της. Και έφτασε να πουλάει τις εν λόγω φωτογραφίες για εκατομμύρια. Σήμερα, μετατρέπει τις φωτογραφίες της στο instagram σε ταπετσαρίες.
Για πρώτη φορά στην 40χρονη καριέρα της η Cindy Sherman εξερευνά το πρώτο μη φωτογραφικό μέσο: ταπισερί. H Αμερικανίδα καλλιτέχνης που έγινε διάσημη φωτογραφίζοντας τον εαυτό της σε διάφορες εκδοχές, μετέφερε τώρα κάποιες φωτογραφίες από τον λογαριασμό της στο instagram σε πολύχρωμα υφάσματα, τα οποία εκτίθενται ήδη σε γκαλερί του Λος Άντζελες. Σε κάθε ταπισερί, παρουσιάζει – όπως ξέρει να κάνει πολύ καλά- τον εαυτό της ως ένα αλλιώτικο χαρακτήρα ο οποίος δημιουργείται μέσω αλλαγών στο χρώμα των μαλλιών και των ματιών, στον τόνο του δέρματος, στα χαρακτηριστικά του προσώπου, ακόμη και στο φύλο. «Πιο πολύ προσπαθώ να σβήσω τον εαυτό μου παρά να τον αποκαλύψω», εξηγεί. «Οι άνθρωποι ωστόσο νομίζουν πως προσπαθώ να αποκαλύψω μυστικές φαντασιώσεις ή κάτι τέτοιο».
Η Σίντι Σέρμαν γεννήθηκε το 1954 στο Νιού Τζέρσει των Ηνωμένων Πολιτειών και τα προηγούμενα -τουλάχιστον- χρόνια οι φωτογραφίες της ήταν περιζήτητες και αγοράζονταν από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου σε αστρονομικά ποσά. Ξεκίνησε να φωτογραφίζει τον εαυτό της αρχικά από ανάγκη. Χρησιμοποιούσε τον εαυτό της -επειδή ήταν φτηνό, εύκολο και εννοιολογικά ισχυρό μέσο- επιχειρώντας να μιλήσει για την τέχνη, τους πολλαπλούς εαυτούς του καλλιτέχνη, το ρόλο (ή τους ρόλους) της γυναίκας στη σύγχρονη εποχή. Σε κάθε μία απ’ αυτές τις φωτογραφίες υποδύεται ένα στερεότυπο: την αρχέτυπη νοικοκυρά, την πόρνη, τη χορεύτρια, την ηθοποιό και σαν χαμαιλέοντας αλλάζει, χωρίς η μια εικόνα να θυμίζει την άλλη. «Ήταν τότε η περίοδος της ακμής της εννοιολογικής τέχνης. Ήταν όλοι τόσο σοβαροί. Έπρεπε κανείς να διαβάσει ολόκληρα βιβλία για να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο. Ήθελα να δημιουργήσω ένα έργο όπου ο καθένας θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Αυτές οι γυναίκες είναι σέξι αλλά δεν χαμογελούν. Είναι ερωτευμένες και συγχρόνως θλιμμένες. Αν ξύσουμε λίγο την επιφάνεια, θα δούμε ότι υπάρχει από κάτω κάτι που δεν είναι καθαρό».
Καθώς περνούσαν οι δεκαετίες οι εικόνες της γινόταν όλο και πιο σκοτεινές κι ίδια όλο και πιο διάσημη. Η σκοτεινή πλευρά της Σέρμαν βγήκε στην επιφάνεια για πρώτη φορά με τη σειρά εικόνων «Disasters» and «Fairytales» (1985-1989) στις οποίες επιστράτευσε κούκλες και ψεύτικα προσθετικά μέλη, επιχειρώντας να δημιουργήσει ένα τρομαχτικό σύμπαν αλλά και μαύρο χιούμορ. «Υπάρχουν αρκετά όμορφα πράγματα στη φύση, ώστε να μη χρειάζεται να προσθέσουμε κι άλλα. Προσπαθώ να δημιουργήσω τη μεγάλη ανατριχίλα: το πέρασμα από τη διέγερση στον τρόμο».
Συνέχισε με τα «Ιστορικά Πορτρέτα» (1988-1990) φωτογραφίζοντας ξανά τον εαυτό της, αυτή την φορά εμφανώς μεταμφιεσμένη και κακομακιγιαρισμένη σε πόζες από διάσημους πίνακες. Στις αρχές των ‘90s, την περίοδο που η Μαντόνα κυκλοφόρησε το βιβλίο Sex, η Σέρμαν παρουσίασε μια σειρά γκροτέσκων-σεξουαλικών φωτογραφιών με τον τίτλο “Sex Pictures” που παρωδούσαν την πορνογραφία, αλλά και τις προσπάθειες φίμωσής της. Η προκλητικότητα των φωτογραφιών ήρθε ως αντίδραση στις δικαστικές και πολιτικές παρεμβάσεις στην τέχνη. Για μοντέλα χρησιμοποίησε πάλι κούκλες και ιατρικά προσθετικά μέλη.
Το 1995 η Σέρμαν κέρδισε την σημαντική υποτροφία MacArthur, γνωστή και ως «Βραβείο Ιδιοφυίας» που συνοδευόταν από 500 χιλιάδες δολάρια ενώ το 1996 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αγόρασε μια ολόκληρη σειρά από την πρώτη της δουλειά για ένα εκατομμύριο δολάρια εκτινάσσοντας παράλληλα την αξία κάθε φωτογραφίας που είχε τραβήξει ποτέ. Τον επόμενο χρόνο σκηνοθέτησε την ταινία Office Killer με την Μόλι Ρίνγκουολντ και στη συνέχεια επέστρεψε ξανά στα αυτοπροτρέτα ενσαρκώνοντας αυτή την φορά διαφορετικούς τύπους γυναικών της Καλιφόρνιας: bimbos, γυναίκες-τρόπαια, πλούσιες ζωντοχήρες, προσωπικές γυμνάστριες κλπ.
Η σειρά «Κλόουνς» (2003-2004), γέννημα μιας μακράς περιόδου έντονου προβληματισμού κατά πόσο έχει νόημα, μετά την εμπειρία της 11ης Σεπτεμβρίου, «να συνεχίσει να κάνει κάποιος τέχνη», χαρακτηρίστηκε ως αριστουργηματική. Όταν ο παραλογισμός έχει κυριαρχήσει, όταν τα συναισθήματα θλίψης εμπεριέχουν ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, η μόνη εικόνα που καταφέρνει να αποδώσει την τραγικότητα της κατάστασης δεν είναι άλλη από αυτήν του κλόουν. Θλιβεροί όσο και ευάλωτοι, οι κλόουν της Σέρμαν ζούνε σε ένα πλασματικό τοπίο από χρώματα.
Η επιρροή της δεν περιορίστηκε στο χώρο των εικαστικών: οι Chicks on Speed και ο Billy Bragg την ανέφεραν σε τραγούδια τους ενώ οι Shermans της αφιέρωσαν το κομμάτι τους Cindy Sherman, ενώ η ίδια δημιούργησε μια σειρά διαφημίσεων μόδας για τον σχεδιαστή Marc Jacobs. «Βλέπω τη μόδα ως μια μορφή τέχνης», είχε εξηγήσει. « Ή τουλάχιστον αυτή είναι η δικαιολογία μου για να αγοράζω, μάλλον υπερβολικά, πολλά ρούχα». Και τώρα επανέρχεται στα υφάσματα με ένα διαφορετικό τρόπο.
-Γκαλερί Sprüth Magers, Λος Άντζελες μέχρι 1η Μαίου.
Φιλελεύθερα, 18.4.2021.