Το φετινό βραβείο Pritzker θέτει οριστικά το τέλος στο κεφάλαιο της φαντεζί αρχιτεκτονικής. Οι Anne Lacaton και Jean-Philippe Vassal, φετινοί νικητές του σημαντικότερου βραβείου αρχιτεκτονικής, πιστεύουν σε μια αρχιτεκτονική κοινωνικής ευθύνης.
Η διάκριση των Lacaton και Vassal ίσως να αποτελεί έκπληξη για όσους βλέπουν απλά φωτογραφίες έργων, οι πιο μπασμένοι όμως το βλέπουν ως συνέχεια της συζήτησης που γίνεται για το ρόλο της αρχιτεκτονικής, τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και το αποτύπωμα στον δημόσιο χώρο και στον αστικό σχεδιασμό του 21ου αιώνα.
Το ζευγάρι των Γάλλων αρχιτεκτόνων διακρίθηκε και πριν δύο χρόνια με το βραβείο Mies Van der Rohe για την ανακαίνιση ενός συγκροτήματος πολυκατοικιών στο Παρίσι. Το εν λόγω συγκρότημα (La Tour Bois le Prêtre), κτισμένο τη δεκαετία του ’60 για να στεγάσει μη εύπορους πολίτες, επρόκειτο να κατεδαφιστεί. Οι δυο τους ωστόσο, μαζί με τον Frédéric Druot, κατάφεραν να το εκσυγχρονίσουν και να δώσουν ποιότητα ζωής στους κατοίκους του, με πολύ λίγα χρήματα και χωρίς να χρειαστεί καν να μετακομίσουν κατά τη διάρκεια των εργασιών. Οι αρχιτέκτονες άλλαξαν τα πεπαλαιωμένα συστήματα και αύξησαν το εσωτερικό εμβαδό κατά μήκος της κάθε μονάδας μέσω της αφαίρεσης της αρχικής πρόσοψης επεκτείνοντας το κτίριο και αντικαθιστώντας το μπετόν με ελαφριά υλικά σχηματίζοντας έτσι μπαλκόνια που ενισχύουν τον βιοκλιματισμό του χώρου. Με τον τρόπο αυτό, τα καθιστικά επεκτάθηκαν στις βεράντες με τα μεγάλα παράθυρα για απεριόριστη θέα, επαναπροσδιορίζοντας όχι μόνο την αισθητική της κοινωνικής στέγασης, αλλά και τις δυνατότητες τέτοιων κτισμάτων. Η ίδια τακτική, αυτή του μετασχηματισμού, εφαρμόστηκε και σε άλλα κτίρια. «Η δουλειά μας είναι η επίλυση προβλημάτων και η δημιουργία χώρων που μπορούν να καλλιεργήσουν χρήσεις και συναισθήματα. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας και σε όλη αυτή την προσπάθεια, πρέπει να υπάρχει απλότητα», εξηγεί ο Vassal.
Ο πιο πρόσφατος μετασχηματισμός τους είναι αυτός του Palais de Tokyo (Παρίσι, 2012), του οποίου αύξησαν τους χώρους κατά 20.000 τετραγωνικά μέτρα, δημιουργώντας ένα νέο υπόγειο χώρο με ευέλικτες γκαλερί που επιτρέπουν στους καλλιτέχνες να στήσουν εκθέσεις σε μια σειρά διαφορετικών σκηνικών, από σκοτεινά σπήλαια έως διαφανή και ηλιόλουστα. «Ο μετασχηματισμός, λέει η Lacaton, μας επιτρέπει να κάνουμε περισσότερα και καλύτερα με αυτό που υπάρχει ήδη. Η κατεδάφιση είναι μια εύκολη απόφαση. Είναι όμως σπατάλη πολλών πραγμάτων – σπατάλη ενέργειας, σπατάλη υλικού και σπατάλη ιστορίας. Επιπλέον, έχει πολύ αρνητικό κοινωνικό αντίκτυπο. Για εμάς, είναι μια πράξη βίας».
Ακολουθώντας την αρχή του «ποτέ δεν κατεδαφίζεις», οι Lacaton και Vassal ανέλαβαν τον μετασχηματισμό του Atelier de Préfabrication, ενός ναυπηγείου σε μια προκυμαία του Καλαί. Εδώ, επέλεξαν να ανεγείρουν ένα δεύτερο κτίριο, όμοιο σε σχήμα και μέγεθος με το πρώτο. Χρησιμοποίησαν διαφανή, προκατασκευασμένα υλικά, με αποτέλεσμα την ανεμπόδιστη θέα από το νέο στο παλιό. Τα δύο κτίρια που λειτουργούν σαν γκαλερί, γραφεία και αποθηκευτικοί χώροι για έργα τέχνης, μπορούν να λειτουργούν ανεξάρτητα ή συνεργατικά. Συνδέονται από έναν εσωτερικό δρόμο που βρίσκεται στο κενό μεταξύ των δύο δομών.
Μεγάλο μέρος της δουλειάς τους περιλαμβάνει και νέα κτίρια, όπως το École Nationale Supérieure d’Architecture de Nantes (2009), το οποίο αποτελεί παράδειγμα της σημασίας της ελευθερίας χρήσης. Για να εξυπηρετήσει το εύρος των παιδαγωγικών μεθόδων, διπλασιάστηκε σχεδόν ο χώρο χωρίς να αυξηθεί ο προϋπολογισμός. Στην όχθη του ποταμού Λίγηρα, αυτό το τριώροφο κτίριο, διπλού ύψους, από μπετόν και ατσάλινο σκελετό, περικλείεται από πτυσσόμενους πολυανθρακικούς τοίχους και συρόμενες πόρτες που προσφέρουν ευελιξία στη διαρρύθμιση. Ένα αμφιθέατρο μπορεί να ανοίξει για να επεκταθεί στο δρόμο, και τα ψηλά ταβάνια δημιουργούν γενναιόδωρους χώρους απαραίτητους για εργαστήρια. Ακόμη και η κεκλιμένη ράμπα που συνδέει το έδαφος με τη στέγη, 2.000 τ.μ., προορίζεται ως ένας ευέλικτος χώρος μάθησης και συγκέντρωσης.
«Ριζοσπαστικά και τολμηρά μέσα στην λεπτότητά τους» χαρακτηρίστηκαν τα έργα τους από τον πρόεδρο της επιτροπής των βραβείων Pritzker, Alejandro Aravena. «Όχι μόνο έχουν ορίσει μια αρχιτεκτονική προσέγγιση που ανανεώνει την κληρονομιά του μοντερνισμού, αλλά έχουν επίσης προτείνει έναν νέο ορισμό του ίδιου του επαγγέλματος της αρχιτεκτονικής. Το επιτυγχάνουν μέσα από μια ισχυρή αίσθηση του χώρου και των υλικών δημιουργώντας αρχιτεκτονική τόσο ισχυρή στις μορφές της όσο και στις πεποιθήσεις της, τόσο διαφανή στην αισθητική όσο και στην ηθική της». «Η οικονομία δεν είναι έλλειψη φιλοδοξίας, αλλά εργαλείο ελευθερίας» λένε οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες. «Η καλή αρχιτεκτονική δεν πρέπει να είναι επιδεικτική ή επιβλητική, αλλά οικεία, χρήσιμη και όμορφη, με την ικανότητα να υποστηρίζει τη ζωή που θα λάβει χώρα μέσα της».
Φιλελεύθερα, 21.3.2021.