Από το στούντιό του στο Λονδίνο, όπου έχει πια μόνιμα τη βάση του τα τελευταία οκτώ χρόνια, συζητούμε με αφορμή την έκθεση που παρουσιάζει αυτή την περίοδο στο Μιλάνο. Ο Πόλυς Πεσλίκας μιλά για το ρίσκο που πήρε να αφήσει την ασφάλεια της δουλειάς του καθηγητή, για να αφοσιωθεί στην τέχνη της ζωγραφικής και να αναμετρηθεί με την παγκόσμια εικαστική σκηνή, για τις σημαντικές επιρροές στο έργο του και τις αδυναμίες που υπάρχουν στο σύστημα της τέχνης στην Κύπρο.
-Αυτή την περίοδο παρουσιάζεις στο Μιλάνο την έκθεση «Οψιδιανός», στην γκαλερί Vistamare. Τι περιλαμβάνει αυτή η δουλειά; Σ’ αυτή την έκθεση ολοκληρώνεται μια εισαγωγή που ξεκίνησε με την παρουσίαση που έκανα στο Mackintosh Lane στο Λονδίνο το 2022 και συνεχίστηκε στο Fondazione ICA στο Μιλάνο, στο τέλος της ίδιας χρονιάς. Ακολούθησε φέτος η Αθήνα, με τις παρουσιάσεις στο ARCH και Radio Athene, για να καταλήξει αυτή την περίοδο ξανά στο Μιλάνο, στην γκαλερί Vistamare. Αυτή η ενότητα χαρακτηρίζεται από την επανένταξη στο έργο μου της ανθρώπινης φιγούρας, η οποία από το 2010 και μετά είχε χαθεί. Παράλληλα με απασχόλησε η σχέση της ζωγραφικής πρακτικής με πιο εφήμερα υλικά, όπως έργα σε χαρτί και εκτυπωμένο υλικό.

-Ποια ήταν η αφετηρία γι’ αυτές τις φιγούρες; Είναι απλές αναφορές σε έργα από την ιστορία της ζωγραφικής. Πολλές φορές χρησιμοποιώ αυτούσια έργα ή λεπτομέρειες που με ενδιαφέρουν. Μέσα στα χρόνια αντιλήφθηκα ότι δεν μπορώ να δημιουργώ συνεχώς δικές μου εικόνες. Συνήθως μεσολαβεί κάποιο στοιχείο από κάπου αλλού που μου επιτρέπει να εξερευνήσω ζωγραφικές έννοιες. Η εικόνα ενός γλυπτού του Ροντέν, π.χ., μου έδωσε την ευκαιρία να δημιουργήσω μια ολοκληρωμένη σειρά. Αυτό το έργο το παρουσίασα το 2015 σε σχετικά μεγάλο μέγεθος. Το επανεκτέλεσα σε μια σειρά πολύ μικρών έργων με εντελώς διαφορετική διάθεση το 2022. Η έννοια την επανεκτέλεσης είναι αναπόσπαστο κομμάτι στην εργασία μου.
-Πολλά ερεθίσματα αντλείς και από το αρχείο που διατηρείς; Δεν το χαρακτηρίζω αρχείο, επειδή δεν έχει τον χαρακτήρα της καταγραφής και ταξινόμησης. Είναι μια συλλογή από εκτυπωμένο υλικό που άρχισα να συγκεντρώνω από το 1987, από εφημερίδες, βιβλία, και περιοδικά. Οι εικόνες χρησιμοποιούνται για την έρευνα, όχι ως υλικό για ζωγραφική. Υπάρχει ένα χάος μέσα από το οποίο προκύπτει κάτι. Είναι από μόνο του ένα αυτόνομο έργο που παρουσιάστηκε μέχρι σήμερα πέντε φορές από το 1996, κάθε φορά με διαφορετική μορφή και τίτλο.

-Σε απασχολεί το πώς προσλαμβάνει ένα έργο ο θεατής; Με ενδιαφέρει ο θεατής να νιώθει οικειότητα και αμεσότητα με τα έργα, αλλά παράλληλα και κάτι που να την ανατρέπει. Δεν είναι εύκολο και κάποιοι πίνακες δεν το πετυχαίνουν. Αυτή την περίοδο βλέπουμε εικόνες από τον πόλεμο που, με την πάροδο ελάχιστου χρόνου, μας προκαλούν μια εξοικείωση. Μήπως πρέπει να πάμε πίσω και, εκτός από την πολιτική διάσταση της εικόνας, να αφεθούμε και να δεχτούμε ό,τι μας πονά, ό,τι μας δημιουργεί έντονα συναισθήματα;
-Στα έργα που παρουσιάζεις στο Μιλάνο επέλεξες να μην υπάρχει μια συγκεκριμένη αφήγηση; Ποτέ δεν με ενδιέφερε η αφήγηση μιας ιστορίας. Με ενδιαφέρει περισσότερο ο μύθος και η αλληγορία, επειδή αφορούν την ουσία και μας τη μεταφέρουν με απλό τρόπο, μέσα από μια σειρά γεγονότων για τα οποία γνωρίζουμε ότι έχουν ελάχιστα στοιχεία αλήθειας. Μπορούν όμως να οδηγήσουν σε διαφορετικά πεδία κατανόησης και προβληματισμού. Όσο μεγαλώνω και δουλεύω, με αφορούν πιο αφαιρετικές και αποσπασματικές καταστάσεις. Δεν έχω τίποτα να αφηγηθώ και είμαι μάλλον καχύποπτος ως προς την αφήγηση.

-Η έκθεση «Οψιδιανός» είναι μια δουλειά των τελευταίων πέντε χρόνων; Ναι, είναι η κατάληξη κάποιων καταστάσεων που συνέβησαν τα τελευταία πέντε χρόνια. Με ενδιαφέρει το πώς να δημιουργήσω ένα έργο μικρού μεγέθους που να δίνει την εντύπωση του μεγάλου, όχι μόνο στον χώρο αλλά και στην πολιτική του διάσταση. Ένα έργο μου με τίτλο «Lies flow in agony» –δηλαδή τα ψέματα πλέουν σε αγωνία– έχει να κάνει με το τι συμβαίνει γύρω μας τους τελευταίους μήνες. Οι τίτλοι στα έργα μου προκύπτουν από σκέψεις πάνω στην επικαιρότητα.
-Πώς κατέληξες σ’ αυτή την παλέτα χρωμάτων; Η παλέτα της συγκεκριμένης έκθεσης, η ιδέα του κόκκινου φούξια, σχεδόν ροζ, αποφασίστηκε μετά από μια εμπειρία που είχα το καλοκαίρι. Ήμουν στο Ζάππειο την περίοδο που υπήρχαν οι μεγάλες πυρκαγιές γύρω από την Αθήνα, και ο ήλιος για τρεις μέρες το απόγευμα ήταν κόκκινος. Ένιωθες μια φωτιά να έρχεται προς εσένα. Περπατούσα σ’ αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα και έβλεπα τον πύρινο ουρανό. Την ίδια ώρα προσπερνούσα ένα ζευγάρι εφήβων που καθόταν στο πάρκο και, νομίζω, εκείνη την στιγμή έδιναν το πρώτο τους φιλί. Ακούγεται πολύ ποιητικό, αλλά ήταν μια πραγματικότητα. Ήταν μια έντονη στιγμή ανάμεσα σε δυο παράλογους ποιητικούς κόσμους. Αυτό είναι το χρώμα στα έργα μου: Τα έντονα φούξια, ροζ, πορτοκαλιά, κίτρινα, που είχα βάλει στο περιθώριο τα τελευταία χρόνια. Χρειάστηκαν δυο ακραίες συνθήκες να επανέλθω σε κάτι δικό μου.

-Πώς δουλεύεις; Έχεις κάποια προσχέδια ή ξεκινάς από το μηδέν; Στο στούντιο αρχίζω με την προετοιμασία των καμβάδων. Είναι μια κουραστική διαδικασία το τέντωμα του λεπτού υφάσματος πάνω στα ξύλα. Αυτό στην ουσία είναι το 30% του έργου. Η διαδικασία μου παίρνει γύρω στον ένα μήνα. Έπειτα έχω ένα «λεξικό» σχεδίων στο μυαλό μου σαν συνθέσεις, από τα οποία θα μείνουν ελάχιστα στο τέλος. Οι πρώτες μέρες αποδίδουν και τα πράγματα ρέουν. Κάποια στιγμή φτάνω στο σημείο όπου αντί να «κάνω» πρέπει να «ανατρέψω», για να μπορέσω να συνεχίσω.
-Στο μυαλό μας έχουμε την εικόνα του ζωγράφου που όλα του βγαίνουν εύκολα και αβίαστα. Είναι όντως έτσι; Επιδιώκω η διαδικασία να είναι ευχάριστη. Υπάρχουν στιγμές έντασης. Δεν είμαι διεκπεραιωτικός ζωγράφος, δεν ήταν ποτέ αυτή η σχέση μου με τη ζωγραφική. Με ενδιαφέρει πάντα η αναφορά σε κάτι άλλο σ’ αυτό που κάνω. Μπαίνω στο στούντιο στις 9 το πρωί και βγαίνω στις 7 το βράδυ. Δεν ζωγραφίζω συνεχώς, κάποτε βρίσκομαι απλώς στον χώρο.

-Τι ρόλο παίζει το φως στα έργα σου; Για μένα ζωγραφική είναι η αδιάσπαστη σχέση με το φως. Είναι το βασικό μου υλικό. Ανάλογα με τον τρόπο που πέφτουν οι σκιές, το φως μπορεί να διαλύσει τα πάντα ή να δημιουργήσει τα πάντα. Γεννήθηκα κοιτάζοντας νότια, παρατηρώντας το νερό, τον ουρανό, τη φύση και τους ανθρώπους μέσα στο φως. Αυτά είναι που καθόρισαν τη σχέση μου με τη ζωγραφική. Δεν σκέφτομαι τι φως θα βάλω στον πίνακα, αλλά υπάρχει η επιθυμία της δημιουργίας μιας φωτεινής πηγής.
– Ζεις μόνιμα στο Λονδίνο, μια από τις μεγάλες μητροπόλεις της τέχνης, τα τελευταία οκτώ χρόνια. Αυτή η συνθήκη πώς σε επηρεάζει ως εικαστικό; Αυτό που σου δίνει η συχνή επαφή με τα έργα άλλων, οι εκθέσεις, τα μουσεία, είναι ότι κάθε φορά επιβεβαιώνεις πως αυτό που κάνεις είναι αυτό που πραγματικά θέλεις. Φεύγουν οι αμφιβολίες και οι αμφισβητήσεις σου.
-Φεύγοντας από την Κύπρο, πήρες ένα μεγάλο ρίσκο για να αναμετρηθείς στην παγκόσμια εικαστική σκηνή. Είναι αλήθεια ότι ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Αλλά συνεχίζω να κάνω τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσα στην Κύπρο και τα αφήνω να συμβούν. Δεν έχω στόχο να φτάσω κάπου. Ζώντας εδώ, νιώθω πολύ πιο έντονα ότι προέρχομαι από τη Μέση Ανατολή. Αυτή είναι η αναφορά μου. Μπορεί να υπάρχει μια αγορά τέχνης στις μητροπόλεις, όμως τα κέντρα σκέψης έχουν πλέον ανατραπεί. Είναι παντού και μπορείς να τα βρεις ανά πάσα στιγμή.
-Ας πάμε λίγο πίσω, στην αφετηρία της πορείας σου. Μεγάλωσες τη δεκαετία του ’80. Θυμάσαι την πρώτη σου επαφή με την τέχνη; Μεγάλωσα στη Λεμεσό και πήγα δημοτικό στο Τσίρειο, ένα από τα σχολεία που απορρόφησαν αρκετούς πρόσφυγες μετά την εισβολή. Είχα σπουδαίες δασκάλες οι οποίες αναγνώρισαν ότι είχα ικανότητα στη ζωγραφική και με ενθάρρυναν. Στο λύκειο είχα ως καθηγήτρια τη σπουδαία ζωγράφο Ξένια Παντελή, στην οποία οφείλω πολλά. Ήταν η πρώτη που μου γνώρισε τον χώρο της τέχνης, στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Μου έδωσε βιβλία και με έφερε σε επαφή με την ιδέα του στούντιο του καλλιτέχνη. Εκείνη την περίοδο τα σχολεία δεν ήταν τόσο απαιτητικά όσο σήμερα. Ούτε πολλά φροντιστήρια θυμάμαι να κάνω, είχα χρόνο να εξερευνήσω τη ζωγραφική.
-Στο στενό σου περιβάλλον ασχολείτο κάποιος με την τέχνη; Υπήρχε η τέχνη με έμμεσο τρόπο. Ο θείος μου ζωγράφιζε ερασιτεχνικά και ο πατέρας μου, που ήταν τραπεζικός υπάλληλος, ήταν εξαιρετικός στις κατασκευές και στη χρήση του ξύλου. Η μητέρα, μου αντίστοιχα, με το βιομηχανικό σχέδιο μόδας. Έτσι, η ιδέα του σχεδίου και της καταγραφής σε δισδιάστατο υπήρχε στο περιβάλλον μου. Έβλεπα εκθέσεις στην γκαλερί Μορφή ή στην Πινακοθήκη Λεμεσού. Ακόμη, θεωρώ σημαντικά τα έντυπα του Φιλελεύθερου. Αγαπημένη μου στήλη ήταν του Ανδρέα Κάραγιαν, ο οποίος έγραφε για το σινεμά και έστελνε ανταποκρίσεις για το τι γινόταν στη Γερμανία. Το ΡΙΚ εκείνη την περίοδο είχε περισσότερες εκπομπές για τον πολιτισμό, όπως το «Από Μέρα σε Μέρα» με μικρές συνεντεύξεις καλλιτεχνών και παρουσιάσεις εκθέσεων ανά το παγκόσμιο. Δεν θα ξεχάσω ένα ντοκιμαντέρ του BBC στο ΡΙΚ για τις γυναίκες ζωγράφους μέσα στους αιώνες.
-Παράλληλα είχες κάποια επαφή με όσα γίνονταν στην τέχνη στη Λευκωσία; Ως φοιτητής τη δεκαετία του ’90, ερχόμουν στην Κρατική Πινακοθήκη για να δω έργα από κοντά. Οι δε εκθέσεις στο Κέντρο Τεχνών ήταν σημαδιακές.
-Οι γονείς σου πώς αντέδρασαν στην απόφασή σου να σπουδάσεις τέχνη; Ήταν υποστηρικτικοί, παρόλο που τους απασχολούσε το πώς μπορεί να ζήσει κάποιος από την τέχνη, γιατί δεν υπήρχαν και παραδείγματα.
-Το ζήτημα της επιβίωσης των καλλιτεχνών εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα. Εσύ πώς τα έβγαλες πέρα; Δεν ήταν εύκολο. Όταν επέστρεψα από τις σπουδές μου έκανα φροντιστήρια και προετοίμαζα μαθητές για ανώτατες σχολές τεχνών. Παράλληλα, δούλευα για 10 χρόνια σε μπαρ μέχρι τις πρωινές ώρες, και ενδιάμεσα ζωγράφιζα.
-Δούλεψες μια οκταετία ως καθηγητής σε σχολεία στην Πάφο. Πώς πήρες το ρίσκο το 2015 να αφήσεις την επαγγελματική ασφάλεια για να αφοσιωθείς στη ζωγραφική; Ήταν μια σημαντική εμπειρία, όμως αποφάσισα ότι η διδασκαλία δεν με έπαιρνε κάπου που να με ενδιαφέρει. Τα ρίσκα υπάρχουν πάντοτε και είναι μέρος της ζωής μας. Κάποια μπορεί να πετύχουν, άλλα μπορεί να αποτύχουν και είναι σημαντικό να τα αποδεχόμαστε. Άλλωστε αυτά κάνουν τη ζωή να έχει ενδιαφέρον.
-Κάποια στιγμή δημιούργησες έναν εναλλακτικό εκθεσιακό χώρο στη Λευκωσία, το Volks. Ποια ανάγκη σε οδήγησε σ’ αυτό; Ήταν πριν να μετακομίσω στο Βερολίνο. Ήθελα να κάνω μια έκθεση και δεν υπήρχε κάποιος χώρος που να με ενδιαφέρει. Τότε ο Αλέξανδρος Διογένους μου πρότεινε μέρος του κτηρίου της εταιρίας Τσεριώτη, εκεί όπου στη συνέχεια θα γινόταν το Volks. Όταν δεν υπάρχουν οι συνθήκες και οι κατάλληλες υποδομές, χρειάζεται να τις δημιουργήσει ο καλλιτέχνης.
-Πώς είδες την ανάπτυξη νέων χώρων στη Λεμεσό τα τελευταία χρόνια; Είναι η γκαλερί Eins του Τάσου Στυλιανού, το Island Club του Χριστόδουλου Παναγιώτου, το PYLON του Αλέξανδρου Διογένους. Και οι τρεις είναι άνθρωποι με πάθος σε αυτό που κάνουν και έφεραν μια νέα ενέργεια στην πόλη.
-Πιστεύεις ότι χρειάζεται περισσότερη στήριξη από την πολιτεία στη δημιουργία νέων δομών για καλλιτέχνες; Το κράτος θα πρέπει να ανοίξει τους υφιστάμενους χώρους πιο γενναιόδωρα για τους καλλιτέχνες. Η ΣΠΕΛ εδώ και τέσσερα χρόνια δεν έχει βρει ακόμα τον ρόλο της. Η Πινακοθήκη έχει έναν ιστορικό – χρονολογικό χαρακτήρα που αφήνει ελάχιστα ανοίγματα εκτός από αυτό της έρευνας. Το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών της Λευκωσίας φαίνεται να έχει χάσει τον ρυθμό του. Υπάρχει το Φυτώριο Εικαστικής Καλλιέργειας, αλλά χωρίς επαρκείς πόρους και σε έναν ταλαιπωρημένο ιστορικό χώρο που χρειάζεται άμεσα συντήρηση. Υπάρχουν καλλιτέχνες και επιμελητές που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν αυτούς τους χώρους, σε συνεργασία με τους υφιστάμενους οργανισμούς, κάτι που συμβαίνει κατά διαστήματα. Χρειαζόμαστε μια πιο οργανωμένη συλλογική προσπάθεια με ευελιξία.
-Με τη δημιουργία του υφυπουργείου Πολιτισμού υπάρχει ελπίδα ότι θα αλλάξουν τα πράγματα; Ο ρόλος του είναι να βάλει τα πράγματα σε λειτουργία και να επιταχύνει τους ρυθμούς. Πρέπει να αντιμετωπίσει τη γραφειοκρατία και να στελεχωθεί επαρκώς με κατάλληλο προσωπικό. Ο κόσμος των τεχνών δεν ήταν και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν κάτι σταθερό, αφού αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Το υφυπουργείο, επομένως, οφείλει να συντονίζεται με αυτές τις οργανικές αλλαγές.
- Η έκθεση του Πόλυ Πεσλίκα «Οψιδιανός» στη γκαλερί Vistamare στο Μιλάνο θα διαρκέσει ως τις 13 Ιανουαρίου.