Καμία πρόθεση λογοκρισίας ή φίμωσης πολιτικών απόψεων δεν υπήρξε, επιμένει το Υφυπουργείο Πολιτισμού σε εκτενή ανακοίνωσή του για την υπόθεση της κυπριακής συμμετοχής στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. 

Αντιθέτως, αποδίδει στην ομάδα που εκπροσώπησε την Κύπρο ότι με την αναγραφή του Υφυπουργείου ως εκδότη του συνοδευτικού καταλόγου χωρίς έγκριση παραβίασε «βασικές αρχές δεοντολογίας και διαχείρισης δημόσιας ταυτότητας».

Στην ανακοίνωση το Υφυπουργείο Πολιτισμού απαντά στην ανοιχτή επιστολή 40 πολιτιστικών φορέων με αφορμή τους χειρισμούς για την Μπιενάλε, υποστηρίζοντας ότι οι αιτιάσεις περί «χιονοστιβάδας κακών αποφάσεων» και «στρατηγικής ελέγχου μέσω σύγχυσης» είναι προσβλητικές και απαξιωτικές και υπενθυμίζει ότι πολλοί εξ αυτών των φορέων έχουν λάβει χορηγίες και θεσμική στήριξη, συμμετέχουν σε διαβουλεύσεις και έχουν εκφράσει κατά καιρούς θετικά σχόλια για τις πρωτοβουλίες του.

Σύμφωνα με το Υφυπουργείο, η αναφορά του ως εκδότη έγινε χωρίς ρητή και τεκμηριωμένη συναίνεση, η οποία προϋποθέτει πλήρη ενημέρωση, εξέταση του υλικού και –όπου απαιτείται– διαδικασίες επιστημονικής κρίσης και ποιοτικού ελέγχου. Η παράλειψη αυτή, σημειώνει, συνιστά επίσης παραβίαση του σημείου 14 της Διακήρυξης των Med 9 για τα Πολιτιστικά Δικαιώματα, που αναφέρει ότι τα πολιτιστικά δικαιώματα δεν είναι απόλυτα και δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για την καταπάτηση άλλων δικαιωμάτων και συμφερόντων, περιλαμβανομένων των θεσμών.

Το Υφυπουργείο εκφράζει λύπη για το γεγονός ότι η δημόσια συζήτηση εστιάζει στον κατάλογο κι όχι στην ίδια την έκθεση του κυπριακού περιπτέρου, ενώ υπογραμμίζει ότι οι δημιουργοί που λαμβάνουν χορηγίες απολαμβάνουν πλήρη ελευθερία στο έργο τους, χωρίς παρεμβάσεις.

«Το Υφυπουργείο Πολιτισμού είναι εμπράκτως ταγμένο στην διαφύλαξη του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος της ελεύθερης καλλιτεχνικής δημιουργίας και το αποδεικνύει καθημερινά και κατ’ επανάληψη στη συνεργασία του με πολιτιστικούς φορείς που χορηγούνται από τα χορηγικά προγράμματα του Τμήματος Σύγχρονου Πολιτισμού, στις βραβεύσεις αγαθών και προσώπων του Πολιτισμού και στο ρόλο του ως αντικειμενικός διαμεσολαβητής σε περιπτώσεις που χρειάζεται να υπάρξει συντονισμός μεταξύ πολιτιστικών φορέων και της Πολιτείας» αναφέρεται.

Στην τοποθέτησή του, η αρμόδια αρχή του κράτους παραθέτει στοιχεία για το 2025, σύμφωνα με τα οποία εγκρίθηκαν εκατοντάδες προτάσεις συνολικού ύψους άνω των 6 εκατ. ευρώ, χωρίς –όπως υποστηρίζει– να υπάρξει καμία μορφή ελέγχου στο περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, χορήγησε μεταξύ πολλών άλλων 196 διαφορετικές προτάσεις στο πρόγραμμα Πολιτισμός ΙΙ, 34 θεατρικές παραστάσεις στο πρόγραμμα Θυμέλη, 22 καλλιτεχνικές δράσεις στο πρόγραμμα Αποκέντρωσης και 18 στο πρόγραμμα Κύπρια. «Ποτέ δεν έχει τεθεί θέμα ελέγχου ή λογοκρισίας στην υλοποίηση όλων αυτών των δράσεων κάποιες από τις οποίες διοργανώνονται από φορείς που υπογράφουν την επιστολή» σημειώνεται.

Η ανακοίνωση κλείνει με κάλεσμα σε «καλοπροαίρετη» συζήτηση για τον σύγχρονο πολιτισμό, θέτοντας ως κοινό στόχο τη σύμπνοια και τη συνεργασία. 

Ωστόσο, παραμένει το ερώτημα γιατί η έλλειψη εκδοτικής συναίνεσης αντιμετωπίστηκε όχι μ’ έναν σαφή και επίσημο διαχωρισμό θέσης ή κάποια διευκρίνιση, αλλά με την πλήρη απόσυρση του καταλόγου που είχε ήδη εκδοθεί– μια επιλογή που τροφοδοτεί την κριτική των φορέων για τον τρόπο διαχείρισης της υπόθεσης και την εντύπωση υπερβολικής αντίδρασης και περιορισμένης ανεκτικότητας σε πολιτικές αναφορές μέσα σε καλλιτεχνικά έργα.