Με αυτό τον τίτλο συνοδεύθηκαν τρία κατά σειρά άρθρα του Αντώνη Φαρμακίδη στον Κυπριακό Τύπο για τις συνθήκες που επικρατούσαν στα στρατόπεδα κράτησης Εβραίων στον Καράολο Αμμοχώστου τον Αύγουστο του 1946. Πρόκειται για μια ιστορική πτυχή του ρόλου που διαδραμάτισε η Κύπρος την περίοδο μετά το Ολοκαύτωμα, όταν αρκετοί από τις χιλιάδες διασωθέντων Εβραίων, οι οποίοι επέλεξαν το δρόμο για τη «γη της Επαγγελίας», βρέθηκαν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και πάλι πίσω από συρματομπλέγματα σε βρετανικά στρατόπεδα κράτησης στην Κύπρο – στον Καράολο Αμμοχώστου, την Ξυλοτύμπου και τη Δεκέλεια. Με αφορμή την τέλεση αποκαλυπτηρίων αναμνηστικής πλακέτας προς τιμήν των 2.200 παιδιών που γεννήθηκαν στην Κύπρο την περίοδο 1946-1949 από τον Πρόεδρο του Ισραήλ Reuven Rivlin στις 12 Φεβρουαρίου, 70 ακριβώς χρόνια μετά το κλείσιμο των στρατοπέδων, παραθέτουμε μερικές πτυχές του ιστορικού γεγονότος. 

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα πλοία με Εβραίους μετανάστες απέπλεαν από τα λιμάνια της Γαλλίας και της Ιταλίας με προορισμό τη Χάιφα καθιστώντας τη Μεσόγειο τη βασική θαλάσσια δίοδο μεταφοράς εκατοντάδων χιλιάδων στην Παλαιστίνη. Η Μεγάλη Βρετανία αδυνατώντας να χειριστεί την ανεξέλεγκτη εισροή Εβραίων και υπό το βάρος των εβραϊκών τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον βρετανικών στόχων στην Παλαιστίνη αποφάσισε στις 7 Αυγούστου 1946 την απέλαση και μεταφορά στην Κύπρο όσων μεταναστών προσέγγιζαν τις παλαιστινιακές ακτές. Το μέτρο αυτό ήταν προσωρινό και αποσκοπούσε στην ελεγχόμενη και σταδιακή μεταφορά στην Παλαιστίνη των Εβραίων που διοχετεύονταν στην Κύπρο. Μεταξύ 1946 και 1949 τουλάχιστον 52 χιλιάδες Εβραίοι, από τις 80 περίπου χιλιάδες οι οποίοι εισήλθαν στην Παλαιστίνη/Ισραήλ τη συγκεκριμένη περίοδο, πέρασαν από τα στρατόπεδα της Κύπρου. 

Οι πρώτοι μετανάστες αφίχθηκαν στο λιμάνι Αμμοχώστου παραμονές του δεκαπενταυγούστου του 1946. Το θέαμα τους περιγραφόταν από τις κυπριακές εφημερίδες ως «τραγικό, σπαραξικάρδιο που λυγίζει τα νεύρα και γεννά φρίκην, οίκτον και αγανάκτισιν», ενώ αρκετοί από τους Εβραίους έφεραν ««επί των βραχιόνων των το αρχικόν ψηφίον της ονομασίας των στρατοπέδων και αριθμούς δι’ ανεξιτήλου μελάνης». Κατά τους πρώτους μήνες λειτουργίας των στρατοπέδων, οι συνθήκες διαβίωσης για τις χιλιάδες «παράνομων» μεταναστών ήταν δυσχερείς, καθώς οι οικονομικοί πόροι της κυβέρνησης ήταν περιορισμένοι και λαμβάνονταν μόνο τα βασικά μέτρα για την υγεία των κρατουμένων. Οι Εβραίοι διέμεναν σε αντίσκηνα, το φαγητό δινόταν με κουπόνια και η πρόσβαση σε νερό ήταν πολύ περιορισμένη. Ενδεικτικά τα όσα περιέγραψε η Ελληνοεβραία Ραχήλ Κοέν στον Φαρμακίδη δεκαπέντε περίπου ημέρες μετά την άφιξή τους στον Καράολο για τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών: «Γράψετε πως η ζωή είναι άθλια. Η τροφή είναι ελάχιστη και κακής ποιότητας. Έχουμε εδώ γυναίκες που βυζαίνουν βρέφη. Δεν τους δίδεται όπως πρέπη περισσότερη και καλύτερη τροφή. Καμμιά εξαίρεση. Είναι άλλες που έχουν μικρά παιδάκια. Δεν τους δόθηκε μέχρι σήμερα ούτε μια πλάκα σαπούνι ή νερό να πλένουν τα 1-2 κομμάτια ρουχαλάκια που έχουν και τα φοράνε λερωμένα και βρώμικα». 

Με την παρουσία της Αμερικανο-Εβραϊκής Ενιαίας Επιτροπής Διανομής (JOINT) στα στρατόπεδα, η οποία ανέλαβε τη σίτιση, ένδυση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση, προμήθεια διδακτικού υλικού και αντικειμένων για τις θρησκευτικές εορτές, οι συνθήκες για τους κρατουμένους βελτιώθηκαν αισθητά. Η οργάνωση μετέφερε από την Παλαιστίνη ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, γυμναστές και δασκάλους. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ιατροφαρμακευτική φροντίδα των εξαντλημένων και των εγκύων, καθώς και στην αντιμετώπιση και πρόληψη μολυσματικών ασθενειών. Χάρη στην πλούσια προσφορά της JOINΤ, τα στρατόπεδα λειτούργησαν ως χώροι προετοιμασίας των Εβραίων για την ομαλή κοινωνική και πολιτική τους ένταξη κατά τη μετεγκατάστασή τους στην Παλαιστίνη/Ισραήλ. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Κύπρος αποκαλείτο από τους κρατουμένους Erev Eretz Yisrael, δηλαδή η παραμονή πριν από τη «γη του Ισραήλ». Σε ένα πλαίσιο εβραϊκής κοινοτικής οργάνωσης, τα παιδιά διδάσκονταν εβραϊκά, οι γυναίκες και οι άνδρες απασχολούνταν σε μικρά εργαστήρια χειροτεχνίας, ενώ γιόρταζαν τις θρησκευτικές τους εορτές και τελούσαν γάμους. Ένα ποσοστό 7-8% του πληθυσμού κάθε στρατοπέδου εργοδοτείτο για τη διεκπεραίωση διαφόρων εργασιών και λάμβανε μισθό από την JOINT.

Τα στρατόπεδα έκλεισαν στις 10 Φεβρουαρίου 1949. Προτού επιβιβαστούν στα πλοία με προορισμό το Ισραήλ, οι τελευταίοι έγκλειστοι απέτισαν φόρο τιμής στους 61 άνδρες και γυναίκες και στα 49 παιδιά που απεβίωσαν και τάφηκαν στο εβραϊκό κοιμητήριο του Μαρκό. Όσο οι Εβραίοι κρατούνταν κατά χιλιάδες στα στρατόπεδα, τόσο η επιθυμία τους για εγκατάσταση στην Παλαιστίνη διατρανωνόταν. Όπως δήλωνε ένας Ελληνοεβραίος στην Ελευθερία τον Αύγουστο του 1946: «Ο φλογερός μας πόθος είναι να εγκατασταθώμεν εις την γην των προγόνων μας. Τούτο είναι δικαίωμά μας. Είναι δικαίωμα το οποίον μας παρέχει η κληρονομιά των πατέρων μας και η θυσία των 6 ½ εκατομμυρίων Εβραίων εν Ευρώπη. Δεν θα παραμείνωμεν στην Κύπρον. Ή θα εγκατασταθώμεν εις την ιεράν μας γην ή θ’ αποθάνωμεν. Μέση λύσις δεν υπάρχει».

 
Φωτο: Εβραίοι μετανάστες επιβιβάζονται σε πλοίο του Βρετανικού Ναυτικού για να μεταφερθούν στο Ισραήλ τον Μάιο του 1948 μέσα από τον φακό του Ανδρέα Σωτηρίου. Πηγή: Σταύρος Γ. Λαζαρίδης (επιμ.), Αμμόχωστος. Φωτογραφικές Αναμνήσεις Ανδρέας Σωτηρίου 1940-1950.

 
* Διδάκτωρα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας.