Μαρία Κούβαρου, «Τριάντα τρία και τρία», εκδόσεις Κενό, 2023.
Η Μαρία Κούβαρου, με την τρίτη ποιητική συλλογή της, που θα επιχειρήσω να παρουσιάσω παρακάτω, συνεχίζει τον ενδοσκοπικό διάλογο με τον εσωτερικό της κόσμο, με όλο το πλέγμα των συναισθημάτων της όπως έπραξε και με τη δεύτερη συλλογή της «Ταξίδια στασιμότητας». (2018)
Κύριος θεματικός πυλώνας στην ποίησή της παραμένει η ευρεία αυτοαναφορικότητα και οι διαπροσωπικές σχέσεις στο αστικό τοπίο. Αυτό το δίπολο συνυπάρχει σχεδόν στο σύνολο της ποίησής της.
Εδώ αναφέρεται στους ανθρώπους που σημαδεύουν τη ζωή μας και αντιστρόφως, σ’ αυτούς που εμείς εμπνεύσαμε ή σημαδέψαμε τη ζωή: «Μετέωρη και πάλι / στο κέντρο της σκηνής. /Πρωταγωνίστρια ή θεατής; / Ποιος ξέρει. / Ίδιο θέατρο, άλλοι κομπάρσοι / Σώματα διασταυρωμένα / ποτέ εφαπτούμενα. / Περνάω εγώ από μέσα τους / ή διαπερνάνε εμένα αυτοί; / Ποιος ξέρει». (σελ. 10) Η ποιήτρια κοιτάζει μέσα της και αντικρίζει τον κόσμο. Αντλεί μονίμως ερεθίσματα από τον εσωτερικό συναισθηματικό της κόσμο. Και τα εξωτερικεύει με τέτοιο τρόπο, ώστε δυνητικά να μπορούν να γίνουν κτήμα του καθενός. Αυτή η δεξιότητα είναι αισθητική αρετή που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε.

Η Μ.Κ. όσο ωριμάζει ποιητικά αρχίζει σταδιακά να εντρυφεί και σε ζητήματα ποιητικής. Και το πράττει με την ίδια εξομολογητική διάθεση, με την ίδια ανεπιτήδευτη ευθύτητα και απλότητα, με τις οποίες πραγματώνει αισθητικά και τις ευρύτερες θεματικές της. Στο ποίημα που θ΄ αναφερθώ στη συνέχεια η ποιήτρια αναμετράται με τη συνείδηση και τις εμπνεύσεις της. Η θλίψη που προκαλεί η θύμηση των αναξιοποίητων ιδεών είναι μέρος της ποιητολογικής αγωνίας κάθε ποιητή: «Έρχονται / κάθε βράδυ / και / με στοιχειώνουν / Ιδέες καρατομημένες, ιδέες / ληγμένες, άψυχες ιδέες, / ιδέες νεκρές / Έρχονται / σαν Ερινύες / κάθε βράδυ…». (σελ. 9)
Ευθεία αναφορά στους ποιητές και το έργο τους συναντάμε και στο ποιήμα «Υπεράνθρωποι», ένα ευκρινέστατο ποίημα ποιητικής. Εδώ υμνείται η μαγεία και η υπερβατικότητα της ποιητικής δημιουργίας: «Κι αν έρπονται / καμιά φορά / γόνυπετείς / μες στο σκοτάδι… / …μην τους λυπάσαι- / τους ποιητές / γίνονται / υπεράνθρωποι / σε μίας έμπνευσης / μαρμαρυγή». (σελ. 30)
Η ποιήτρια αναφέρεται συχνά στις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, τις εκ διαμέτρου αντίθετες επιλογές που τόσο μας καθορίζουν ή μας αποσυντονίζουν. Αλήθεια, με το πέρασμα του χρόνου πόσο λειαίνονται ή πόσο αντιστρέφονται αυτές οι αντιφάσεις: «Από παιδί φοβάμαι / το σκοτάδι / Μα πλέον τα μάτια μου / πονάνε / μέσα στο φως / το τεχνητό». (σελ. 34)
Δύο λόγια θα ήθελα να πω και για τα ερωτικά μοτίβα στην ποίησή της Μ.Κ. Συνήθως, γράφει ερωτική ποίηση της πίκρας, της απογοήτευσης, της φθοράς, της συνήθειας, της συμβατικότητας, των επώδυνων συμβιβασμών: «…παράξενο πως άλλαξαν τα βλέμματα / τώρα που περπατάω χωρίς να με κρατάς / Μα μην φοβάσαι / Κανέναν δεν θα άφηνα να με πειράξει / Μήπως το μάθεις κάποτε, και με μαλώσεις που δεν πρόσεξα / Μήπως σε νοιάξει». (σελ.37) Γενικά, όπως σημείωνα παρουσιάζοντας και την προηγούμενη συλλογή της, η ποιήτρια «καυτηριάζει την υποκρισία των διαπροσωπικών σχέσεων, τον καθωσπρεπισμό που εγκλωβίζει τους ανθρώπους σε κίβδηλες σχέσεις». Έκανα επίσης λόγο για «σχέσεις παραδομένες στη φθορά, αδιέξοδες, πεπερασμένες, άδοξες, συχνά άχαρες και εγκαταλειμένες», οι οποίες και θεματοποιούνται με ποιητική ενάργεια και ευαισθησία. (Φιλ. 21 Δεκεμβρίου 2020)
Ιδιαίτερη αναφορά θα ήθελα να κάμω στο τελευταίο ποιήμα της συλλογής που είναι το πιο μακροσκελές και τιτλοφορείται: «Εγώ σε κέρασα αλήθειες». Εδώ η ποιήτρια επιχειρεί μιας μορφής διακειμενικό διάλογο με την Κατερίνα Γώγου. Ύστερα από εκτενείς εισαγωγικούς στίχους προβαίνει σε ευθείες αναφορές: «Η Κατερίνα είχε τους φίλους της / Εκείνης οι φίλοι της ήταν μαύρα πουλιά / εμένα δεν με θέλουνε τα μαύρα / εμένα οι φίλοι μου είναι πουλιά χωρίς φτερά / Κι έτσι τους αγαπάω / έτσι, για να παρηγοριέμαι / Να ξέρω πως δεν με συντρέξανε /. Όχι γιατί δεν το θελήσαν / Αλλά γιατί δεν είχαν / μέσο για να με φτάσουν». (σελ. 47-48) Και στην εξέλιξη του ποιήματος, που καταλαμβάνει πέντε σελίδες στο βιβλίο, το προσωπικό στίγμα της Μ.Κ. μεγεθύνεται και κορυφώνεται: «Εμένα οι φίλοι μου είναι πουλιά χωρίς φτερά / Γι’ αυτό και ξέρουνε καλά / τη λάσπη πως να σκάβουν / Μα τέλος / Σήμερα δεν με νοιάζει / Που πάλι δεν θα΄ ρθουν ούτε και οι φίλοι μου / για να με ξελασπώσουν». (σελ. 49) Προσωπικά, ίσως και να κάνω λάθος, θεωρώ κάπως μετέωρη και ανολοκλήρωτη αυτή τη συνομιλία με τη Γώγου. Πιστεύω πως λανθάνει η κορύφωση, η δριμύτητα, η οργή και ο πόνος της ποιήτριας των Εξαρχείων. Κι αυτό μάλλον διαβρώνει το τελικό και συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Θα ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση επαναλαμβάνοντας τις προτροπές που διατύπωσα, παρουσιάζοντας το προηγούμενο ποιητικό βιβλίο της Μ.Κ. Την προέτρεψα «να διευρύνει τις αισθητικές της αναζητήσεις σε ακόμη πιο σύνθετους και ποικιλόμορφους δρόμους». Ακόμη την παρότρυνα «να καταστήσει και τις θεματικές της ακόμη πιο συμπαντικές και καθοληκευμένες». (Φιλ. 21 Δεκεμβρίου 2020) Οι διαφοροποιήσεις που επήλθαν, συγκρίνοντας την προηγούμενη δουλειά της με την παρούσα, θα μπορούσαν να είναι περισσότερες και μεγαλύτερες. Οι θεματικοί ορίζοντες είναι απέραντοι, το ίδιο ατελεύτητες είναι και οι τεχνοτροπικές αισθητικές ανηφοριές, που ανεβάζουν την ποίηση ολοένα και ψηλότερα.
ΥΓ. Η στήλη συμπληρώνει 300 βιβλιοπαρουσιάσεις. Θα κάνει μια μικρή ανάπαυλα και θα επανέλθει τον Νοέμβριο.