Ανδρέας Δ. Συμεού, «Νήσος τις ην», εκδόσεις Αρχύτας 2022.

Ο Ανδρέας Δ. Συμεού, σε ώριμη πια ηλικία, έγραψε ένα εκτενές σπονδυλωτό μυθιστόρημα στο οποίο ιστορείται το κυπριακό δράμα όπως αυτό εξελίχθηκε τους τελευταίους δύο αιώνες. Το εγχείρημα ήταν από μιας αρχής πολύ δύσκολο και πολύ φιλόδοξο.

Δεν έχω καμιά δυσκολία ν’ αποφανθώ ότι ο Α.Δ.Σ. με μόλις ακόμα ένα λογοτεχνικό έργο στο “παλμαρέ” του, ένα μυθιστόρημα φαντασίας, πέρασε άνετα τον πήχη των στοχεύσεων του και παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό ένα επαρκές λογοτεχνικό έργο, τόσο αισθητικά όσο και ιστορικά μα και ιδεολογικοπολιτικά. Το βιβλίο αποτελεί μια έντιμη και ειλικρινή ματιά στην ιστορία της Κύπρου και του λαού της, χωρίς στρεβλώσεις, χωρίς υπερβολές, χωρίς συναισθηματισμούς και συνθήματα. Ένα βιβλίο χωρίς πατριωτικές κορώνες, αλλά με πατριωτική ενσυναίσθηση.

Το μυθιστόρημα «Νήσος τις ην» πιστεύω ότι παρουσιάζει τα ειδολογικά χαρακτηριστικά της εποποιίας. Κι αυτό υπό την έννοια ότι στην εξέλιξή του παρακολουθούμε μια ευρύτερη οικογένεια, από γενιά σε γενιά, να αγωνίζεται και να υποφέρει υπό το φως όλων των ιστορικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν στο νησί μας από την εποχή των βαλκανικών πολέμων μέχρι και το 2050 σε μια Κύπρο ιδεατή και ειρηνική, ευημερούσα, πολυεθνική, δημοκρατική και πλουραλιστική.

Η νοητή γραμμή που συνδέει και τις 400 σελίδες του μυθιστορήματος είναι οι διακοινοτικές σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Τίποτε δεν εξιδανικεύεται και τίποτε δεν παρουσιάζεται ειδυλλιακά και παραδεισένια. Η προσοχή του συγγραφέα επικεντρώνεται στην αλληλεγγύη μεταξύ των απλών ανθρώπων του λαού, ανεξαρτήτως κοινοτικής προέλευσης, στις σχέσεις που σφυρηλατήθηκαν μέσα στη βιοπάλη. Την ίδια ώρα δεν παρασιωπάται η στενόμυαλη, αδιέξοδη και μισαλλόδοξη προσέγγιση των ηγεσιών των δύο κοινοτήτων, καθώς και ο κατά βάση αρνητικός ρόλος που διαδραμάτισαν οι «μητέρες» πατρίδες αμφοτέρων.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά όπως εκτυλίσσονται μέσα στο βιβλίο. Το πρώτο κεφάλαιο «Ο καμός της αγάπης» που τοποθετείται στα 1913-1914, πραγματεύεται την ερωτική ιστορία του Σταυρή και της Εμινέ στο φόντο των διακοινοτικών σχέσεων και του ιστορικού πλαισίου μετά το πέρας των βαλκανικών πολέμων. Η αφήγηση είναι γλαφυρή, κυλά περίτεχνα και αβίαστα, μεταδίδοντας και το ηχόχρωμα της εποχής, μέσα από παραστατικούς, εκφραστικούς διαλόγους στο κυπριακό ιδίωμα. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία που έληξε άδοξα, καθώς ήταν πολιτικά ανορθόδοξη, ακόμη και στους καιρούς της ειρηνικής συνύπαρξης Ε/κ και Τ/κ.

Στο κεφάλαιο που εκτυλίσσεται το 1965, ο Κωστής και ο Ραματάν, συλούν αρχαίους τάφους και εμπορεύονται τα κτερίσματα που βρίσκουν για βιοποριστικούς σκοπούς. Δολοφονούνται από περίπολο της Αστυνομίας που τους εντοπίζει και καρπούται τη λεία τους. Οι ίδιοι χρίζονται ήρωες από τις κοινότητές τους χωριστά, ο καθένας με το δικό του εθνικό αφήγημα. Ο πρώτος βαφτίζεται θύμα της τουρκοανταρσίας και ο δεύτερος θύμα του καθεστώτος Μακαρίου. Οι οικογένειες αμφοτέρων τυγχάνουν αποζημιώσεων και τιμών από τις αντίστοιχες εξουσίες.

Το κεφάλαιο «Στη νήσο των αγίων» αποτελεί μια χλεύη για τον ανώτερο κλήρο στην Κύπρο, τη χλιδή και την υποκρισία του, την υποταγή στα θέλγητρα του πλούτου και την άρνηση κάθε συνδιαλλαγής για επίλυση του Κυπριακού. Και μέσα σ’ όλα αυτά η εξομολόγηση στον ηγούμενο του μοναστηριού του Παντελή, ενός στελέχους της ΕΟΚΑ Β’ εκ των ενόχων του αποτρόπαιου εγκλήματος στην Αλόα, για τους μαζικούς βιασμούς και τις δολοφονίες δεκάδων γυναικόπαιδων Τ/κ. «Ο γιατρός» αποτελεί τον αντίποδα του προηγηθέντος κεφαλαίου. Ο Ραούφ, Τ/κ ομογενής στο Λονδίνο, πρώην μαχητής της ΤΜΤ και ενεχόμενος σε βιασμούς και δολοφονίες στην Άσσια, γίνεται πτωματικός δότης για να σωθεί Ε/κ της παροικίας.

Το δράμα των αγνοουμένων φωτίζεται στο 6ο κεφάλαιο του βιβλίου. Δύο συστρατιώτες, βαριά λαβωμένοι από σφαίρες, πεθαίνουν μαζί σε μια σπηλιά στην παραλία του Αγίου Επίκτητου. Ο μεταξύ τους διάλογος, λίγο πριν υποκύψουν στα τραύματά τους, είναι άριστα δομημένος, ουσιαστικός, με κριτικό περιεχόμενο και με ισχυρά διδάγματα για τις νεότερες γενιές.

Το 10ο κεφάλαιο είναι το πιο συγκινητικό, το πιο συγκλονιστικό σε όλο το βιβλίο. Μια βροχερή νύχτα με καταιγίδα στο ανθρωπολογικό εργαστήρι στη Λευκωσία, δύο σκελετοί συναρμολογημένοι δίπλα – δίπλα συνομιλούν μεταξύ τους. Πρόκειται για τον Μουσταφά, νόθο γιο του Σταυρή και της Εμινέ, αγνοούμενο της Ομορφίτας του 1963. Ο έτερος σκελετός ανήκει στον Σταύρο, εγγονό του Σταυρή, αγνοούμενο του 1974 στις ακτές της Κερύνειας. Στον νυχτερινό διάλογο των δύο σκελετών, τα δύο εθνικά αφηγήματα, ποιος έφταιξε περισσότερο ποιος λιγότερο, κονταροχτυπιούνται. Κορύφωση του κεφαλαίου συνιστά η συνάντηση, για την αναγνώριση των οστών, της Πολυξένης, μάνας του Ε/κ με την Μελέκ, κόρη του Τ/κ πεσόντα. Τα λόγια που ανταλλάσσουν είναι καίρια και ουσιαστικά «Επήαν τα παιθκιά του κόσμου. Άδικα των αδίκων… τζαι ποτζεί τζαι ποδά» (σελ. 358) μονολογεί η Πολυξένη.

Το 12ο και τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος αποτελεί στην ουσία ένα διήγημα φαντασίας. Διαδραματίζεται το 2050 και αναφέρεται στην ιδεατή Κύπρο του εγγύς μέλλοντος. Μια Κύπρο ειρηνική, ευημερούσα, αλλά και με σωστή συλλογική ιστορική μνήμη. Μια μεγάλη, στην ουσία πολυεθνική, ομάδα παιδιών από τη Λεμεσό ξεναγούνται στο Πάρκο Ειρήνης που βρίσκεται στην Λευκωσία. Σημειολογική κορύφωση το μνημείο – πηγάδι, όπου ανασύρθηκαν τα οστά τριών…γνωστών μας από προηγούμενα κεφάλαια, του Δημήτρη θύματος του 1958, του Μουσταφά νεκρού του 1963 και του Μάρκου πεσόντα του 1974. Μέσα από τους διαλόγους των παιδιών με τις δασκάλες τους, ο συγγραφέας καταθέτει το όραμά του για την μελλοντική Κύπρο.

Η ιδεολογικοπολιτική νοηματοδότηση του έργου είναι υπέρτερη του αισθητικού του κάλλους. Όμως αυτό ουδόλως μειώνει τη συνολική του αξία. Άποψή μου είναι ότι το μυθιστόρημα αυτό δεν πρέπει μόνο να κοσμεί τις σχολικές βιβλιοθήκες, πρέπει να διδάσκεται κιόλας μέσα στις σχολικές αίθουσες.

g.frangos@cytanet.com.cy