Ενόψει της πρώτης της επίσημης επίσκεψης στο νησί σε μερικές εβδομάδες, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ελλάδας καταθέτει την άποψή της για την πολιτική αυτονόμηση του πολιτισμού στην Κύπρο.

Με την επιστημονική της ιδιότητα, ως αρχαιολόγος, με την υπηρεσιακή της ως ΓΓ Γενική Γραμματέας του ΥΠΠΟΑ για πάνω από δέκα χρόνια, αλλά και με την πολιτική της ως Υπουργός, η Λίνα Μενδώνη γνωρίζει όσο λίγοι τα κατατόπια της πολιτιστικής διαχείρισης. Κατά τη συνάντηση που είχε τον Ιούνιο στην Αθήνα με τον Υπουργό Παιδείας Πρόδρομο Προδρόμου και τον πρώτο Υφυπουργό Πολιτισμού Γιάννη Τουμαζή αποδέχτηκε πρόσκληση για μια επίσημη επίσκεψη στην Κύπρο, με αφορμή την έναρξη της λειτουργίας του Υφυπουργείου. Τις μέρες που βρισκόμουν στην Αθήνα, με δέχτηκε στο γραφείο της για να της θέσω μερικά ερωτήματα πάνω στις διαστάσεις αυτού του ιστορικού ξεκινήματος, με τη συζήτηση να επεκτείνεται και σε άλλα καίρια ζητήματα της αρμοδιότητάς της.

– Μπορείτε να διανοηθείτε ένα Υπουργείο Πολιτισμού που δεν θα συμπεριλάμβανε την πολιτιστική κληρονομιά; Για την Ελλάδα αυτό είναι αδιανόητο. Όχι τώρα, αλλά από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους το 1830. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι η παλαιότερη που συστάθηκε κι ήταν πάντοτε αναπόσπαστο κομμάτι του Υπουργείου Πολιτισμού στις διάφορες εκδοχές του. Αφότου ιδρύθηκε κιόλας το Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, τη δεκαετία του 1970, η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων αποτέλεσε κυρίαρχο μέρος του κορμού του. Την τελευταία δεκαετία αντιμετωπίζουμε ισόρροπα πλέον την πολιτιστική κληρονομιά και τον σύγχρονο πολιτισμό. Σε υπηρεσιακό επίπεδο, έχουμε στον σκληρό πυρήνα αφενός το σύνολο των υπηρεσιών που διαχειρίζονται και προστατεύουν την πολιτιστική κληρονομιά και αφετέρου τον σύγχρονο πολιτισμό με την εποπτεία όλων των συναφών φορέων. Θεωρούμε ότι ο πολιτισμός είναι ενιαίος κι είναι βασικός πυλώνας σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, που διαθέτουν ένα τεράστιο πολιτιστικό απόθεμα.

– Στην περίπτωση της Κύπρου ο τομέας του πολιτισμού αυτονομείται πλέον πολιτικά. Πώς βλέπετε αυτή την εξέλιξη; Το Υπουργείο Παιδείας στην Ελλάδα, όπως και στην Κύπρο, είναι ένα τεράστιο και πολύ βαρύ χαρτοφυλάκιο που έχει να κάνει με το εκπαιδευτικό σύστημα, την παιδεία και διαθέτει πολύ προσωπικό. Τουλάχιστον δύο φορές που συνέβη πρόσκαιρα στην Ελλάδα να ενωθεί πολιτικά ο Πολιτισμός με το Υπουργείο Παιδείας, έχασε τη βαρύτητά του. Κι είναι λογικό να συμβαίνει αυτό, αφού για τον πολιτικό προϊστάμενο το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στην Παιδεία. Το γεγονός ότι πλέον υπάρχει και στην Κύπρο μια αυτόνομη διοικητική οντότητα, το Υφυπουργείο Πολιτισμού, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα και δείχνει την πρόθεση της κυβέρνησης να ενδυναμώσει όλο το κεφάλαιο που λέγεται πολιτιστική διαχείριση: σύγχρονη δημιουργία και πολιτιστική κληρονομιά. 

– Κατά τη γνώμη σας, το Τμήμα Αρχαιοτήτων μπορεί να βγει ενισχυμένο από αυτή την εξέλιξη; Η ένταξή του στο Υφυπουργείο, έστω και μετά από έναν χρόνο, είναι μια κρίσιμη πολιτική επιλογή. Στη δική μου λογική βεβαίως και ενδυναμώνεται η προστασία, η συντήρηση κι η ανάδειξη των αρχαιοτήτων και γενικά του πολιτιστικού αποθέματος. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ πιο λειτουργικό να είναι κοντά οι αρχαιότητες με τη σύγχρονη πολιτιστική δημιουργία. Πλέον, ολοένα και περισσότερο γίνεται λόγος για το αδιαχώριστο του πολιτισμού. Συνάδει τόσο με την επιστημονική πρακτική και λογική, όσο και με την καθημερινότητα. 

– Ποια εικόνα έχετε σχηματίσει για το πολιτιστικό απόθεμα της Κύπρου; Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από τη Χοιροκοιτία και να φτάσει στα ψηφιδωτά της Πάφου ή τις βυζαντινές εκκλησίες του Τροόδους; Ό,τι είναι για την Ελλάδα ο πολιτισμός είναι και για την Κύπρο: ένας τεράστιος πλούτος, μια ιστορική συνέχεια χιλιετιών κι ένα απόθεμα που εν τέλει αποτελεί κρίσιμο κεφάλαιο της ίδιας της ταυτότητάς μας. Κατά τη δική μου άποψη, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να προωθηθεί άμεσα και μια επικαιροποίηση του αρχαιολογικού νόμου στην Κύπρο για την προστασία των αρχαιοτήτων.

– Το λέτε αυτό με δεδομένη την ελληνική εμπειρία; Στην Ελλάδα μέχρι το 2002 ίσχυε ένα νομοθέτημα του 1932. Αλλάξαμε τον αρχαιολογικό νόμο, επικαιροποιώντας το θεσμικό πλαίσιο, με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις και τις διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις, αλλά και την εμπειρία που είχε αποκτήσει η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Αυτή τη στιγμή η χώρα, κατά γενική ομολογία τουλάχιστον των Ευρωπαίων εταίρων μας, έχει ένα από τα καλύτερα νομοθετήματα για την προστασία, συντήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Εξ όσων γνωρίζω, το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο στην Κύπρο είναι κάποιων δεκαετιών. Επομένως είναι μια λαμπρή ευκαιρία μ’ αυτό το νέο ξεκίνημα να προωθηθεί αφενός το οργανόγραμμα και αφετέρου ένα εκσυγχρονισμένο και ισχυρό νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία του πολιτιστικού αποθέματος. Έχει να κάνει με την ουσία της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς με βάση την εποχή όπου ζούμε και τα ισχύοντα στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Από εκεί και πέρα, προφανώς δεν γνωρίζω τι ισχύει συνταγματικά και θεσμικά στην Κύπρο και πώς λειτουργεί το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Θεωρώ τη δημιουργία αυτόνομου υφυπουργείου κίνηση εξαιρετικά σημαντική για τον πολιτισμό της Κύπρου, με δεδομένο ότι βρισκόμαστε στο 2022 και νοουμένου ότι θα ξεκινήσει με σωστά δομημένες διαδικασίες. Πρέπει να βλέπει κανείς στην εξέλιξη αυτή μια καθοριστική προοπτική για τον εκσυγχρονισμό του διοικητικού συστήματος που μεριμνά τόσο για την πολιτιστική κληρονομιά όσο και τη σύγχρονη δημιουργία.  

– Ποια προσόντα θεωρείτε απαραίτητο να έχει ο πρώτος υφυπουργός μπροστά σ’ αυτή την πρόκληση; Πάντα η αρχή είναι δύσκολη κι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Επομένως, αυτό που συστήνω -όπως άλλωστε και στον εαυτό μου- είναι δουλειά, δουλειά, δουλειά και ευήκοα ώτα. 

– Ποιες νέες προοπτικές διανοίγονται σε σχέση με τη διακρατική συνεργασία Ελλάδας- Κύπρου πάνω σε θέματα πολιτισμού; Ήδη υπάρχουν προγράμματα που τρέχουν όπου Ελλάδα και Κύπρος είναι εταίροι. Νομίζω ότι με το νέο υφυπουργείο πραγματικά προσφέρονται πολλές δυνατότητες για ενίσχυση αυτών των σχέσεων. Αυτή τη στιγμή προέχει να δημιουργηθεί μια νέα δυναμική και ανάπτυξη στα πολιτιστικά πράγματα στην Κύπρο. Η Ελλάδα είναι πάντοτε ανοιχτή σε οποιαδήποτε συνεργασία με όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, πολλώ μάλλον με την Κύπρο κι αυτό το τονίσαμε και πρόσφατα στους δύο Κύπριους Υπουργούς. Εκτός από εμάς, οι κύριοι Προδρόμου και Τουμαζής είχαν επαφές και με καλλιτεχνικούς διευθυντές εποπτευόμενων οργανισμών. Από παντού προέκυψε η ίδια επιθυμία και διάθεση για συνεργασία.

– Να αναμένουμε ενδεχομένως και αλλαγή πλεύσης σε σχέση με τη συμμετοχή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου στο Φεστιβάλ Επιδαύρου; Εγώ θυμάμαι τον ΘΟΚ να δίνει εξαιρετικές παραστάσεις στην Επίδαυρο. Κάποια στιγμή έμεινε εκτός κι αυτό συνέπιπτε με μια κοιλιά που ίσως έκανε. Οι κύριοι Προδρόμου και Τουμαζής μου έθεσαν κι αυτό το θέμα, το οποίο θεωρώ ότι μπορούμε κάλλιστα να αντιμετωπίσουμε με θετική διάθεση, θεωρώντας ότι ο ΘΟΚ είναι το τρίτο εθνικό θέατρο του ελληνισμού. Βεβαίως, αυτό δεν θα γίνει χαριστικά. Πλέον υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να πάει πολύ καλά ο ΘΟΚ και φυσικά το φεστιβάλ είναι απολύτως ανοιχτό για να τον υποδεχτεί ξανά. 

– Είστε ικανοποιημένη από την πορεία του Φεστιβάλ Αθηνών; Έχει ένα πολύ καλό πρόγραμμα και πάει πολύ καλά, μετά από δύο χρόνια δύσκολων συνθηκών για τον πολιτισμό, εξαιτίας της πανδημίας. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανέλαβε τον Αύγουστο του 2019 και κατ’ ουσία μόνο φέτος είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει ένα φεστιβάλ με τη δική της υπογραφή και ταυτότητα. Πάντως, είμαστε χαρούμενοι που το Φεστιβάλ κατάφερε να λειτουργήσει τις δύο χρονιές της πανδημίας υπό αντίξοες συνθήκες, έστω και με περιορισμούς στο πρόγραμμα, σε μια χρονική περίοδο που μεγάλα φεστιβάλ σε άλλα κράτη είχαν σιγήσει. Ο κόσμος έχει επανακάμψει, λαχταρά να πάει στο θέατρο, στις συναυλίες, στον κινηματογράφο, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είναι κάτι που είχαμε στερηθεί όλοι. Πραγματικά, όλες οι καλές παραστάσεις τώρα εκτιμώνται ιδιαίτερα από τους θεατές. Πρέπει επίσης να υπογραμμίσω ότι σημειώνεται μεγάλη αύξηση στην επισκεψιμότητα σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία. 

– Έχοντας δοκιμάσει τόσο τη διαδικασία του απευθείας διορισμού όσο κι αυτή της προκήρυξης, πιο μοντέλο θεωρείτε πιο λειτουργικό για την επιλογή καλλιτεχνικού διευθυντή στους εποπτευόμενους φορείς; Επί της ουσίας, η διαδικασία άλλαξε στα δύο κρατικά θέατρα. Η κάθε περίπτωση έχει τα υπέρ και τα κατά της. Προσωπικά, θεωρώ ότι ο εκάστοτε Υπουργός Πολιτισμού πρέπει να μπορεί ν’ αποφασίζει με ποιον τρόπο θέλει να στελεχώσει τους φορείς του. Να είναι στη διακριτική του ευχέρεια. Με τη διαδικασία της προκήρυξης δεν είναι πάντοτε εγγυημένο το άριστο αποτέλεσμα.

– Πώς το εννοείτε αυτό; Δοκιμάσαμε τη διαδικασία των προκηρύξεων στα δύο κρατικά θέατρα και για την ώρα μπορώ να πω ότι τόσο ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, που ανέλαβε πριν από έναν χρόνο, όσο κι αυτός του ΚΘΒΕ που έχει αναλάβει πριν από λίγο καιρό, έχουν δώσει ενθαρρυντικά δείγματα γραφής. Όμως ο θεσμός των προκηρύξεων είναι κι αυτός υπό κρίση. Ήδη έχουμε δεχτεί κριτική και ενστάσεις από αξιόλογους καλλιτέχνες που αρνούνται να μπουν σε μια τέτοια διαδικασία. Είναι και η Ελλάδα μικρή χώρα κι όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, τόσο τα μέλη των επιτροπών όσο κι αυτοί που λαμβάνουν μέρος. Κάποιοι λοιπόν δεν επιθυμούν να συμμετέχουν σε μια διαδικασία στην οποία θεωρούν ότι οι κριτές μπορεί να μεροληπτήσουν. Θέλω να επισημάνω ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αυτός που αποφασίζει για τους καλλιτεχνικούς διευθυντές των μεγάλων πολιτιστικών φορέων είναι ο Υπουργός Πολιτισμού ή ακόμη κι ο ίδιος ο αρχηγός του κράτους. Αυτό συμβαίνει στη Γαλλία, για παράδειγμα. 

– Υπάρχει μια κινητικότητα σε σχέση με τη διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Θεωρείτε ότι έχει αλλάξει το μομέντουμ; Εμείς, ως κυβέρνηση, από τον Ιούλιο του 2019 ξεκινήσαμε να εργαζόμαστε πολύ συστηματικά αλλά σιωπηλά για το θέμα της υποστήριξης, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, του εθνικού αιτήματος της επιστροφής και επανένωσης των Γλυπτών. Αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ορόσημο είναι η απόφαση που ελήφθη στο πλαίσιο της συνάντησης της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την προώθηση της επιστροφής των πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσης, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Μέχρι τότε, το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών είχε τεθεί στην ημερήσια διάταξη της συγκεκριμένης επιτροπής 17 φορές και πάντα κατέληγε σε κάποια σύσταση ότι Ελλάδα και Μεγάλη Βρετανία πρέπει να συνομιλήσουν και να τα βρουν. Το γεγονός ότι μετά από όλα αυτά τα χρόνια η Επιτροπή είπε ξεκάθαρα ότι το ελληνικό αίτημα είναι δίκαιο και νόμιμο κι ότι η υπόθεση αφορά τα δύο κράτη κι όχι τα δύο μουσεία όπως επιθυμούσε η βρετανική πλευρά, ήταν μια κρίσιμη καμπή. Από εκεί και πέρα διακρίνει κανείς μια μεταστροφή και της βρετανικής κοινής γνώμης υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στην Αθήνα, που αποτυπώνεται σε δημοσκοπήσεις αλλά ακόμη και σε συντηρητικά ΜΜΕ όπως οι Times που άλλαξαν ξαφνικά πλεύση μετά από 50 και πλέον χρόνια.

– Πώς εξηγείτε εσείς αυτή τη μεταστροφή; Το βλέπω μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αντίληψης της εποχής μας. Ολοένα και περισσότερα κράτη και κοινωνίες αντιλαμβάνονται ότι πολιτιστικά αγαθά που έχουν απομακρυνθεί με βίαιο, ή όχι νόμιμο τρόπο από τις χώρες προέλευσής τους πρέπει να επιστρέψουν. Άλλωστε, πάγια θέση της Ελλάδας είναι ότι τα Γλυπτά είναι προϊόν κλοπής, αλλά και βάναυσης μεταχείρισης του μνημείου από τον Έλγιν. Έτσι, δεν μπορεί ποτέ να αποδεχτεί νομή, κατοχή και κυριότητα από το Βρετανικό Μουσείο. Οπότε, από όλους τους ελληνικούς θησαυρούς που βρίσκονται σε μουσεία της Ευρώπης και του κόσμου ζητάμε μόνο τα Γλυπτά του Παρθενώνα, διότι η αφαίρεσή τους ακρωτηρίασε το μνημείο. Δεν είναι τυχαία γλυπτά, είναι τα αρχιτεκτονικά του γλυπτά. Το ίδιο το μνημείο ζητά την επανένωση. Το αίτημά μας έχει επικεντρωθεί εκεί και μόνο.

– Πόσο αισιόδοξη είστε ότι υπάρχει όντως προοπτική για θετική έκβαση; Νομίζω ότι χτίζεται η ευκαιρία αυτή, δημιουργείται το μομέντουμ. Είναι σημαντικό ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε το θέμα στον Βρετανό ομόλογό του, κάνοντας και μια αξιοσημείωτη πρόταση: εφόσον τα Γλυπτά θα επιστρέψουν στην Αθήνα, εμείς θα φροντίσουμε να διοργανώνουμε στο Βρετανικό Μουσείο υψηλού επιπέδου περιοδικές εκθέσεις με σημαντικές ελληνικές αρχαιότητες. Πρώτιστα, αυτό δίνει διέξοδο στο Βρετανικό Μουσείο για τον κενό χώρο που θα προκύψει. Δευτερευόντως, οι περιοδικές εκθέσεις στο Βρετανικό Μουσείο είναι αυτές που έχουν εισιτήριο. Επομένως, δεδομένου ότι τα περισσότερα μουσεία έχουν πλέον ανάγκη για επιπλέον πόρους, προσφέρεται και μια τέτοιας μορφής λύση. Εάν δεν πιστεύαμε ότι βρισκόμαστε σε πολύ καλό σημείο κι ότι κάποια στιγμή τα Γλυπτά θα επιστρέψουν, δεν θα εργαζόμασταν με τη μεθοδικότητα και την αφοσίωση που εργαζόμαστε πάνω σ’ αυτό το θέμα. 

– Διαπιστώνετε από τη θέση πλέον της πολιτικής προϊσταμένης ότι ο τομέας του πολιτισμού παραμένει θεσμικά, οικονομικά και κοινωνικά υποτιμημένος; Κατηγορηματικά, όχι. Ο πολιτισμός είναι δημόσιο κοινωνικό αγαθό. Όλοι δικαιούνται και πρέπει να μετέχουν στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Ναι μεν υπάρχει η άποψη ότι ο τακτικός προϋπολογισμός είναι και στην Ελλάδα περιορισμένος σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό, όμως υπάρχουν πάρα πολλά συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα, υπάρχει σήμερα το Ταμείο Ανάκαμψης το οποίο ενισχύει με πολύ σημαντικούς πόρους το σύνολο του τομέα. 

– Ναι, αλλά ο πολίτης θεωρεί προτεραιότητα τον πολιτισμό; Απολύτως. Νομίζω πλέον ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι απλώς ένα δικαίωμα του πολίτη, αλλά οι ίδιοι οι πολίτες επιδιώκουν τη συμμετοχή στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Αυτό το διαπιστώνει κανείς από την ανταπόκριση που δείχνει σε όλα τα τρέχοντα πολιτιστικά γεγονότα. Δείτε για παράδειγμα πόσο αποσπά την προσοχή και το ενδιαφέρον του κοινού μια αρχαιολογική ανακάλυψη, ένα ενδιαφέρον εύρημα όταν ανακοινώνεται.

Ελεύθερα, 10.7.2022