Μας είπαν ότι το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο είναι η μεγάλη μεταρρύθμιση στο θέμα των διορισμών σε ημικρατικούς οργανισμούς. Μας είπαν ότι θα επιφέρει αξιοκρατία, διαφάνεια και ισότητα. Μελετώντας, όμως, τους προχθεσινούς διορισμούς εκείνο το οποίο διαπιστώνεις είναι  επανάληψη της ευνοιοκρατίας, της ημετεροκρατίας και του νεποτισμού.

Συνειδητοποιείς τον συγκαλυμμένο εμπαιγμό τον οποίο επιχείρησαν. Υποτιμώντας για πολλοστή φορά τη νοημοσύνη του κόσμου. Μαζί με αυτά, προστίθεται και το φιάσκο με το ΤΕΠΑΚ και η οργή και η αγανάκτηση ξεχειλίζουν για μια ακόμη φορά. Δοκιμάζοντας επικίνδυνα τις αντοχές μας.

Πώς το είπε προ ημερών ο Πρόεδρος; «Όταν το παλιό αλλάζει, οι αντιστάσεις σε όσους το συνήθισαν ή τους εξυπηρετεί είναι μεγάλες». Τι δυστυχία να συνειδητοποιείς ότι το παλιό δεν έφυγε ποτέ. Ότι το νέο δεν εμφανίστηκε ποτέ. Πώς το είπε χθες σχολιάζοντας τις αντιδράσεις; «Κάθε καινοτομία και κάθε μεγάλη μεταρρύθμιση φέρνει αντιδράσεις».

Σήμερα, λοιπόν, οφείλουμε να αποκαλύψουμε την «καινοτομία» και την «μεγάλη μεταρρύθμιση» με το παραμύθι του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου. Το οποίο στην πρεμιέρα του, το μετέτρεψαν οι κυβερνώντες σε φιάσκο. Χωρίς καν να ενδιαφερθούν ότι με τον χειρισμό τους θα εκθέσουν και τα μέλη του, που απαρτίζεται από αξιοπρεπή άτομα, όπως για παράδειγμα ο πρόεδρός του Γ. Αρέστη.

Τι έγινε στην πράξη; Το Προεδρικό ώθησε ένα σωρό άτομα τα οποία στήριξαν τον Χριστοδουλίδη προεκλογικά, να υποβάλουν αίτηση στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, το οποίο θα κοσκίνιζε την μακρά λίστα υποψηφίων (1.078 υποψήφιοι) και θα έστελνε στο Υπουργικό Συμβούλιο τους εκλεκτούς του.

Τι στέλνει όμως; Τριπλάσιο αριθμό υποψηφίων από τις θέσεις στα διοικητικά συμβούλια των οργανισμών. Εδώ ακριβώς αρχίζει ο εμπαιγμός, η ευνοιοκρατία, η ημετεροκρατία και η δολοφονία του νέου από το παλιό. Το Υπουργικό Συμβούλιο στο δικό του κοσκίνισμα, επέλεξε ένα σωρό άτομα που είχαν στηρίξει τον Χριστοδουλίδη. Ημέτερους δηλαδή.

Παράλληλα, ο Πρόεδρος είχε φροντίσει να συζητήσει και με τα κόμματα της συγκυβέρνησης ονόματα δικών τους υποψηφίων (η στήλη το έχει επιβεβαιώσει και δεν επιδέχεται της παραμικρής αμφισβήτησης). Γιατί το έπραξε; Διότι ήταν απαίτηση των κομμάτων. Ικανοποίησε τις απαιτήσεις τους; Σίγουρα όχι στο βαθμό που εκείνα επιθυμούσαν. Δεν μπορούσε, όμως, να αρνηθεί πλήρως την απαίτησή τους. Σε τέτοια περίπτωση έπρεπε να ήταν έτοιμος (και δεν είναι) να τα δει να αποχωρούν από την συγκυβέρνηση. Φρόντισε να ικανοποιήσει πρώτα πολλούς δικούς του και μετά στις θέσεις που απέμειναν, προτάσεις των συγκυβερνώντων.

Παράλληλα, φρόντισε να διορίσει και αρκετούς από τον χώρο του ΔΗΣΥ, αφού, ανεξαρτήτως τι δηλώνεται ένθεν και ένθεν δημοσίως, παραμένει διακαής στόχος του η διατήρηση στενών δεσμών. Εκεί που την πάτησε ήταν με το ΑΚΕΛ. Εσκεμμένα ή όχι (έλειψαν οι θέσεις ενδεχομένως) σχεδόν εξαφάνισε προερχόμενους από το χώρο της Αριστεράς. Μόλις που διόρισε ένα για τα μάτια του κόσμου!

Βεβαίως, ορθά σκεπτόμενος κάποιος θα αντιτάξει, γιατί να καιγόταν να υπάρχουν διορισμοί προσκείμενοι στα διάφορα κόμματα, αφού διακηρυγμένη θέση ήταν ότι θα απεγκλωβιζόταν από αυτά. Αυτό θα ίσχυε αν δεν είχε εξόφθαλμα επιλέξει την ημετεροκρατία με διορισμούς πολλών δικών του. Και αν δεν είχε μπει στη διαδικασία συζήτησης με τα κόμματα της συγκυβέρνησης.

Κοντά σε όλα αυτά, ήρθε να προστεθεί και το μπάχαλο το οποίο προκλήθηκε με το ΤΕΠΑΚ και το διορισμό φιλοχουντικού. Η ουσία δεν έγκειται στο ότι ξέφυγε του κοσκινίσματος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου η συγκεκριμένη περίπτωση. Πάντοτε μπορεί να ξεφύγει κάποιου ένα τέτοιο παράδειγμα. Διότι οι άνθρωποι δεν ξεψαχνίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (καλά κάνουν να το σκεφτούν) για να εντοπίσουν την όποια προκλητική ανάρτηση ενός υποψηφίου.

Η τραγικότητα προκύπτει από την διαχείριση που έγινε μετά που γνωστοποιήθηκε η περίπτωση. Την περιέγραψε χθες με ξεκάθαρο τρόπο ο νομικός Αχ. Αιμιλιανίδης (την επιβεβαίωσε και ο νομικός Χρ. Τριανταφυλλίδης): «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακοίνωσε πως αποσύρει τον διορισμό και περαιτέρω ανακοίνωσε διορισμό άλλου προσώπου αντί αυτού. Το μόνο όργανο, όμως, που θα μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια είναι το Υπουργικό Συμβούλιο (το όργανο που προέβη στον διορισμό) και όχι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που συμμετέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς δικαίωμα ψήφου. Στην προσεχή του συνεδρία, το Υπουργικό Συμβούλιο θα προσπαθήσει να επικυρώσει εκ των υστέρων τις πράξεις ενός αναρμόδιου οργάνου, δηλαδή του Προέδρου της Δημοκρατίας, γεγονός που θέτει ζητήματα νομιμότητας».

Και προσθέτει: «Υπάρχει νομολογία (π.χ. Παπαευρυπίδη) που υποστηρίζει πως οι διορισμοί συντελούνται με την αποδοχή του διορισμού από τον ενδιαφερόμενο και όχι με τη δημοσίευσή του διορισμού στην επίσημη εφημερίδα και ότι μονομερής ματαίωση του διορισμού εκ των υστέρων δεν είναι επιτρεπτή ακόμα και από το όργανο που τον διόρισε. Λόγω των εσφαλμένων αυτών χειρισμών, το νέο Συμβούλιο του ΤΕΠΑΚ θα ενεργεί υπό τον κίνδυνο αμφισβήτησης των αποφάσεών του λόγω κακής συγκρότησης μέχρι το θέμα να κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο».

Με πόνο ψυχής είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε πως αυτό το οποίο πραγματικά έπραξαν, ήταν να φτιάξουν ένα νομότυπο σώμα (Γνωμοδοτικό Συμβούλιο) το οποίο πλάσαραν σε ακριβό περιτύλιγμα στον κόσμο, για να μπορούν συγκαλυμμένα να βολεύουν ένα σωρό ημέτερους. Ιδανική λύση δεν υπάρχει. Τουλάχιστον, όμως, να λείπει το δούλεμα.

Το κόσκινο του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου μπορεί να κάνει καλή δουλειά. Το κόσκινο του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο ακολουθεί, όμως, είναι το ίδιο ακριβώς που χρησιμοποιούσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Το ξέχασαν οι προκάτοχοι στην αποθήκη του Προεδρικού, το ανέσυραν οι νυν και το χρησιμοποιούν ξανά. Μοναδική διαφορά, ότι το κοσκίνισμα το περιλούζουν με χρυσόσκονη για να θαμπώνουν τα μάτια αμέριμνων πολιτών.