Ο κύριος Κω με το που πάτησε το πόδι του στην αιγυπτιακή γη και με την έξοδό του από το αεροδρόμιο δεν ξεκόλλησε λεπτό το μάτι του από την κινηματογραφική του κάμερα. Αυτό το τρίτο μάτι απειλούσε συνεχώς τους συνταξιδιώτες με τους οποίους καλείτο να μοιραστεί το ίδιο λεωφορείο, τις ίδιες διαδρομές και ξεναγήσεις κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στην μυστηριακή αυτή χώρα.

Μόνο κατά την ώρα των γευμάτων, την εναπόθετε στο τραπέζι ανάμεσα στα εύγεστα ανατολίτικα εδέσματα, στα οποία έπεφτε με τα μούτρα, αλλά ακόμη και τότε δεν φαινόταν το πρόσωπό του. Με το που τέλειωνε όμως ή ενδιαμέσως του φαγητού και του γλυκού, είχε κάποιες αναλαμπές οπόταν και σηκωνόταν για να κινηματογραφήσει τα φαγητά στο μπουφέ αλλά και τους συνδαιτυμόνες του, την ώρα που πεινασμένοι απολάμβαναν το φαγητό τους, πιάνοντας τους στην κυριολεξία τη μπουκιά από το στόμα.

Με το τρίτο μάτι κολλημένο μόνιμα στην κάμερα ακόμη και περπατώντας, κυρίως περπατώντας, πατούσε, σκουντούσε, έμπαινε μπροστά από άλλους τουρίστες οι οποίοι εκείνη τη στιγμή τραβούσαν φωτογραφίες ενός ναού ή πόζαραν οι ίδιοι, χαλώντας τα πλάνα τους για να τραβήξει τα δικά του. Ούτε τους ναούς, τους βασιλικούς τάφους ή το Νείλο είδε με τα δικά του μάτια, αφού σαν ρομπότ περπατούσε και κατέγραφε με το φακό της κάμερας. Κανείς δεν είχε ολοκληρωμένη εικόνα του προσώπου του, μόνιμα κρυμμένο πίσω από την παλιάς κοπής κάμερα. Ο ίδιος ένιωθε παντοκράτορας μπουκάροντας χωρίς αιδώ, σε παρέες συνταξιδιωτών του ή μπροστά από τις προθήκες των μουσείων, καταγράφοντας και κλέβοντας τις προσωπικές τους στιγμές.

Πρωταγωνίστριες στην ταινία-ντοκιμαντέρ που γύριζε αδιάκοπα ήταν η γυναίκα και τα παιδιά του τα οποία τραβούσε στα παζάρια και στις αγορές την ώρα που διαπραγματεύονταν τις ήδη εξευτελιστικές τιμές που πρόσφεραν πλανόδιοι ντόπιοι πωλητές ή μικρά παιδάκια. Δώδεκα βραχιολάκια στην τιμή των δύο ευρώ και αυτές να παζαρεύουν μέχρι τελικής πτώσεως για να τα ρίξουν στο ένα! Περήφανες για το κατόρθωμά τους μητέρα και κόρη έδειχναν στη συνέχεια τα ψώνια τους στην κάμερα, γελαστές σαν σε διαφήμιση τελε- μάρκετινγκ.

Ο κύριος Κω ήταν το γεράκι, το αρπαχτικό πουλί της ομάδας που ενώ δεν επικοινωνούσε με κανένα από τους γύρω τους, ούτε καλημέρες, ούτε κουβέντες, νόμιζε πως είχε το δικαίωμα να τους αρπάζει αυτό που οι ίδιοι με τόση χαρά ή ευλάβεια απολάμβαναν. Μέχρι το τέλος του ταξιδιού η κάμερα του θα είχε καταγράψει όλες τις περιπλανήσεις της ομάδας σε πολλές μικρές κασέτες, οι αποσκευές θα ήταν γεμάτες με πολλά αχρείαστα ψώνια και αναμνηστικά δώρα τα οποία στη συνέχεια θα μοίραζαν σε φίλους όταν θα τους προσκαλούσαν στην προβολή της ταινίας του, μετά το τελικό μοντάρισμα.

Αυτό έκαναν μετά από κάθε ταξίδι, διαλαλούσε με περηφάνια η γυναίκα του, καλούσαν κόσμο για μεζέ και ποτό ώστε να τους δείξουν το τελευταίο τους ταξίδι. Επ’ ευκαιρίας θα έβλεπε κι αυτός μαζί τους τα μέρη που δεν είδε όταν βρισκόταν στη χώρα. Στην οθόνη της γιγάντιας τηλεόρασης του σπιτιού τους, θα παρατηρούσε τοπία, πράγματα και πρόσωπα που δεν είχε δει ή προσέξει την ώρα που τα κινηματογραφούσε μηχανικά. Θα γινόταν θεατής του ταξιδιού και όλων όσων στην πραγματικότητα δεν είχε βιώσει.

Θα έβλεπε επιτέλους τα αξιοθέατα, τα ποτάμια, τις πόλεις και τους ανθρώπους με τους οποίους θα μπορούσε ίσως να είχε ανταλλάξει χαιρετισμούς, κουβέντες ή να είχε κάνει ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Κομπάρσος του ίδιου του εαυτού του, περιφερόταν στη ξένη χώρα, χωρίς να ζει στον παρόντα χρόνο, εν πλήρη απουσία του, αφού απαθανάτιζε, μεταθέτοντας τα πάντα σε ένα μελλοντικό χρόνο, διαρκώς μέσα από το τρίτο μάτι.

Ίσως να επένδυε όπως και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στη μετέπειτα ζωή; Θα ζούσε το ταξίδι εκ των υστέρων, κατόπιν εορτής; Θα αναλογιζόταν άραγε όλα όσα δεν έζησε και δεν είδε; Τις χειρονομίες που δεν έκανε, τα λόγια που δεν είπε; Μάλλον περιτριγυρισμένος από τα κτερίσματα των ταξιδιών του, καθισμένος αναπαυτικά στη δερμάτινη πολυθρόνα απέναντι από την επίπεδη οθόνη της τηλεόρασής του, θα νιώθει περήφανος για τη νέα του ταινία με την οποία θα εντυπωσιάσει για ακόμη μια φορά τους φίλους του, ανήμερα της ονομαστικής του γιορτής, Κωνσταντίνου και Ελένης.  

Θα κεράσουν τους καλεσμένους χουρμάδες γεμιστούς με καρύδια, μπακλαβαδάκια και καφέ με κάρδαμο, ενώ θα τους ανακοινώσουν τον επόμενο εξωτικό προορισμό που θα επισκεφθούν το καλοκαίρι. Ένα ακόμη ταξίδι ανα-ψυχής, χωρίς ψυχή. Με το τρίτο αδηφάγο μάτι της κινηματογραφικής κάμερας να καταγράφει χωρίς φειδώ τις κινήσεις και τις ιδιωτικές στιγμές των άλλων και όλα όσα θα μπορούσε να είχε ζήσει ο κινηματογραφιστής. Περήφανος και μακάριος θα βλέπει τα φιλμάκια του νομίζοντας πως έχει εξασφαλίσει τη δική του αιωνιότητα, την οποία σίγουρα ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του τρόπο να αναζητά.

dena.toumazi@gmail.com