«Αυτοκίνητο, αυτοκίνητο, πιάστε πάνταν να μεν μας τσιλλίσει, …!» φώναζαν τα παιδιά, διακόπτοντας το παιχνίδι και παραμερίζοντας μέχρι αυτό να διασχίσει τον δρόμο. Σήμερα σ’ ένα δρομάκι της πρωτεύουσας, ξανάζησα την παλιά και οικεία αυτή σκηνή που είχε σβηστεί από τη μνήμη μου αν και αποτελούσε άλλοτε μέρος της καθημερινότητάς μας, όταν ήμασταν κι εμείς παιδιά.
«Όλοι οι μεγάλοι υπήρξανε κάποτε παιδιά, αλλά πολύ λίγοι το θυμούνται». (Antoine de Saint-Exupéry, «Ο μικρός Πρίγκιπας»).
Τη δεκαετία του ’60 και του ’70 σχηματίζαμε με κιμωλία στον δρόμο μια «σκάλα» ή τα σύνορα μας όταν παίζαμε «μήλο» και «γερμανικό». Άλλοτε τα κορίτσια έπαιζαν λάστιχο και τα αγόρια «μάππαν». Σταματούσαμε μόνο αν τύγχαινε να περάσει αυτοκίνητο ή αν βλέπαμε αεροπλάνο στον ουρανό. «Αεροπλάνο! Αεροπλάνο!» φωνάζαμε, αφήνοντας για λίγο το παιχνίδι, πετώντας με τη φαντασία μας πίσω από την άσπρη γραμμή που άφηνε πίσω του στον ορίζοντα.
Δυστυχώς οι δικές μου κόρες μεγάλωσαν σ’ ένα πολυσύχναστο δρόμο της πόλης χωρίς να ζήσουν την ελευθερία και αμεριμνησία που έδινε άλλοτε η έννοια του δρόμου ή της χωράφας. Υπήρξαν τουλάχιστον παιδιά της τελευταία γενιάς που μεγάλωσε χωρίς κινητά και μικρές οθόνες, οπότε και είχαν την τύχη να χαρούν το παιχνίδι με άλλα παιδιά, πηγαίνοντας από το ένα σπίτι στο άλλο.
Να όμως που εδώ στη συνοικία του Αγίου Αντωνίου στην πρωτεύουσα, δίπλα από το ομώνυμο εκκλησάκι, προσπερνώ παιδιά που παίζουν στον δρόμο, αντί σε μια πλαστική παιχνιδούπολη με συνθετικό πράσινο γρασίδι. Παιδιά που δεν έχουν σκυμμένα τα κεφάλια στα κινητά ή στα tablets τους. «Αυτοκίνητο, αυτοκίνητο!» φωνάζουν πιάνοντας «πάνταν» κι εγώ τα χαίρομαι, όπως εξάλλου τα μπαλκονάκια και τα χαγιάτια πάνω από το κεφάλι μου με τα γεράνια, τους βασιλικούς και τα γιασεμιά.
Ηλικιωμένοι ένοικοι κάθονται να δροσιστούν τώρα που πέφτει το δειλινό ενώ σ’ ένα άλλο μπαλκόνι με φόντο τις φουντωτές χουρμαδιές βλέπω ένα νεαρό ζευγάρι που επέλεξε να ζήσει σ’ αυτή τη γειτονιά αντί σε μια μοντέρνα πολυκατοικία ανάμεσα σε μπουτίκ και αλυσίδες καφετεριών. Εδώ κατοικούν άνθρωποι που δεν τους πειράζει αν δεν έχει πάρκινγκ ή τεθωρακισμένο γκαράζ για το αυτοκίνητό τους. Γιατί ξέρουν πως τίποτα δεν παθαίνει ένα όχημα αν το αφήσεις στον δρόμο. Το έχουν απλά και μόνο για να τους εξυπηρετεί στις μετακινήσεις τους, αφού στον τόπο μας δεν υπάρχουν επαρκείς δημόσιες συγκοινωνίες.
Πάνε μ’ αυτό σε χωματόδρομους και σ’ ερημικές παραλίες χωρίς τον φόβο της άμμου ή της αλμύρας, δεν το κάνουν polish και tecalemit όπως κάνει μια άλλη κατηγορία απο-στειρωμένων ανθρώπων με στείρες ιδέες και νοοτροπία, που οδηγούν το πολυτελές τους αμάξι όπως στο νουάρ μυθιστόρημα του Ισπανού Alexis Ravelo «Η στρατηγική του Πεκινουά» που διαδραματίζεται στις Κανάριους νήσους.
Οι παραλληλισμοί άπειροι με τη νήσο της Κύπρου. Μαρίνες με πολυτελή σκάφη, καζίνο και πεντάστερα ξενοδοχεία από τη μια, ενώ παραδίπλα απλώνονται φτηνής κατασκευής τουριστικά καταλύματα.
Ανάμεσα στο αμφίβολο αυτό αστικό τοπίο, μες στην κουφόβραση και την υγρασία διακινούνται ναρκωτικά κάτω από τις μύτες των λαγωνικών της αστυνομίας. «Ένα υπερπολυτελές αμάξι, με μαύρα φιμέ τζάμια, τραβάει περισσότερο την προσοχή και από βίσωνα σε κοτέτσι!» γράφει ο συγγραφέας.
Υπάρχουν δρόμοι και δρόμοι… Αυτοκίνητα και αυτοκίνητα… Άνθρωποι που τα θέλουν για να διευκολύνουν τη ζωή τους, ενώ άλλοι ως σύμβολο κοινωνικού status και επίδειξης πλούτου. Άνθρωποι που ξεχνούν πως οι παππούδες μας «εκαβαλλιτζιεύκαν τζαι εσιηττούσαν τον γάρο» για να πάνε στο αμπέλι ή στο περιβόλι τους. Που όργωναν τη γη με το ινίν, τσάππιζαν και έβγαζαν πέτρες με τις οποίες έφτιαχναν δόμες, αλλά και τα σπίτια τους. Ακόμη, πως επιβιώσαμε σε δίσεκτους καιρούς κάτω από τον ζυγό τόσων κατακτητών καταφέρνοντας να κρατήσουμε ατόφια τη γλώσσα μας.
«Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες / Τον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους
Εμείς τζιαμαί, ελιές τζιαι τερατσιές πάνω στον ρότσον τους».
Ας ελπίσουμε πως οι στίχοι στα κυπριακά του Κώστα Μόντη δεν θα σηκώσουν πάλι θύελλα υστερίας, βγάζοντας από την απραξία και την «εθνική μοναξιά» τους εγχώριους παντογνώστες και ξερόλες που έχουν απόψεις και το παίζουν γνώστες επί παντός θέματος. Που βγαίνουν με καλασνίκοφ και σιηπέττους πυροβολώντας στο Facebook, πού αλλού; Σε αληθινά πεδία μάχης; Αφού μέχρι τον καναπέ φτάνει η παλικαροσύνη τους, απ’ όπου γράφουν μακροσκελή πονήματα και κριτικές, βγάζουν μάλιστα δικαστικές ετυμηγορίες, ωρύονται βρίζοντας και αναθεματίζοντας βιβλία ή κείμενα που δεν έχουν διαβάσει παρά αποσπασματικά και που ερμηνεύουν με ύφος ακαδημαϊκού ή σαράντα καρδιναλίων, κάνοντας ένα υπερφίαλο name dropping και εξυψώνοντας εαυτόν με τα λόγια άλλων.
Νῆσός τις ἔστι.
Προσέχετε, αυτοκίνητο! Αυτοκίνητο! Εν τζι εν’ αρκημός να μας τσιλλήσει.
dena.toumazi@gmail.com