Καθώς το Ισραήλ μπαίνει σε ρυθμούς εβραϊκού Σαββάτου (δύση του ηλίου την Παρασκευή ως τη δύση του ηλίου του Σάββατο), οι δρόμοι του Τελ Αβίβ αδειάζουν, τα καταστήματα και οι πλείστοι χώροι εστίασης κλείνουν και ο κόσμος φεύγει σιγά – σιγά από τις παραλίες για να περάσει το Σάββατο όπως συνηθίζεται εδώ: με την οικογένεια και με φίλους.
Υπάρχει όμως κάτι ιδιαίτερο στο σημερινό Σάββατο. Και ίσως αυτό αποτυπωθεί απόψε στα καθιερωμένα συλλαλητήρια υπέρ της συμφωνίας, της επιστροφή των ομήρων και του τέλους του Πολέμου στη Γάζα, του μεγαλύτερου σε διάρκεια πολέμου στην Ιστορία του Ισραήλ. Ολόκληρη η χώρα – και όχι μόνο – αναμένει να δει ποια θα είναι η απάντηση των τρομοκρατών της Χαμάς στη διαμεσολαβητική πρόταση και εάν αυτή θα είναι η τρίτη θετική της απόκριση στα χρονικά, με δεκάδες άλλες να ήταν αρνητικές και κάθετες.
Ο κόσμος έχει κουραστεί. Εδώ και καιρό μάλιστα. Ναι, το Ισραήλ έχει (σχεδόν) κερδίσει και αυτόν τον Πόλεμο όπως και όλους όσοι συνδέθηκαν μαζί του: από το Μέτωπο του Λιβάνου, μέχρι το Ιράν. Όσο κερδίζονται οι πόλεμοι. Σίγουρα ο κόσμος αντιλαμβάνεται πως πλέον η ασφάλεια της χώρας είναι για πρώτη φορά εδώ και χρόνια πολύ πιο δεδομένη.
Όμως, κανείς δεν μπορεί, ούτε εδώ να προσπεράσει τον αριθμό των νεκρών αμάχων στη Γάζα, τον πραγματικό όχι τις χαλκεύσεις της Χαμάς οι οποίες γίνονται ντροπιαστικά αποδεκτές από τον έξω κόσμο, ούτε πολύ περισσότερο τους 880 στρατιώτες και αξιωματικούς όλων των βαθμίδων του IDF, τους 70 αστυνομικούς και τις δεκάδες των πολιτών που σκοτώθηκαν, πλέον βέβαια οι 1200 άνθρωποι που σφαγιάστηκαν από τη Χαμάς την 7η Οκτωβρίου.
Από εκεί ξεκινάει το υπόλοιπο. Παρόλο που το ηθικό στο Ισραήλ παραμένει ακμαιότατο και ο λαός εδώ επιβιώνει χάρη σε μια ανθεκτικότητα μοναδική παγκοσμίως, η κόπωση είναι εμφανής.
Τις προάλλες πηγαίνοντας για τη διαπίστευση μου στην Ιερουσαλήμ, από το σταθμό των τρένων στα περίχωρα της πόλης. Ο οδηγός, καμιά δεκαετία μικρότερος από εμένα μου έλεγε ακριβώς – και εκείνος – αυτό με την κόπωση. Και όχι μόνο.
Παρενθετικά, για όσους δεν το ξέρουν οι οδηγοί ταξί σε ολόκληρο το Ισραήλ, ειδικά δε την Ιερουσαλήμ είναι τουλάχιστον σε ποσοστό 30% Άραβες, Ισραηλινοί υπήκοοι. Εκείνοι δεν ανοίγονται εύκολα σε αντίθεση με εννέα στους δέκα Εβραίους οι οποίοι ανοίγονται θέλεις δεν θέλεις. Ένα φαινόμενο, ανατολίτικο ας το πούμε, πολύ σύνηθες και σε εμάς.
Ο (Εβραίος) αυτή τη φορά οδηγός έπιασε αμέσως κουβέντα και μου μετέφερε αυτό που ακατάπαυστα ακούει κανείς στο Ισραήλ, από Εβραίους και από Άραβες: ότι ο πόλεμος επιβάλλεται να τελειώσει άμεσα, ότι ο κόσμος κουράστηκε και διάφορα άλλα. Όταν λέω κουραστήκαμε, έσπευσε να μου πει, δεν εννοώ ότι δεν μπορούμε άλλο. Αν χρειαστεί θα συνεχίσουμε, όσο χρειαστεί. Δεν έχουμε επιλογή, πρέπει να επιβιώσουμε.
Έχοντας κολλήσει στην εφιαλτική συχνά κίνηση της Ιερουσαλήμ η κουβέντα προχώρησε και ο οδηγός άρχισε να ανοίγεται περισσότερο. Με ρώτησε για τον αντισημιτισμό διεθνώς και για την ευκολία με την οποία η θέση μιας τρομοκρατικής οργάνωσης όχι απλώς έγινε αποδεκτή αλλά έγινε μάλιστα ως η μοναδική θέση, μαζί με τις παραποιήσεις και τα fake news. Θα γινόταν ποτέ αυτό αν στην ιστορία αυτή δεν υπήρχε το Ισραήλ και οι Εβραίοι, με ρώτησε. Φυσικά και όχι απάντησα και ούτε έχει ξαναγίνει. Από την άλλη, είπα, όσο παραποιημένα και εάν είναι τα στοιχεία, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς και τις απώλειες.
Μπήκαμε λοιπόν σε μια συζήτηση όπου εγώ ήμουν ο έξω κόσμος, ο φιλικός αλλά και βασισμένος στις πραγματικότητες (όχι της Χαμάς και των ελλειμματικών – «προοδευτικών» που τις αναπαράγουν) και εκείνος ήταν η φωνή έστω των κεντροδεξιών, όπως τον έκοψα Ισραηλινών. Ήταν μια μάλλον ανιαρή συζήτηση, για τους τύπους περισσότερο σε εκείνη τη φάση, μέχρι που τον ρώτησα τι έχει αλλάξει όλη αυτή η εμπειρία για το μέσο Ισραηλινό.
Μου απάντησε κάτι που αισθάνθηκα αμέτρητες φορές εδώ, απλά ο κόσμος, εν αντιθέσει με τον ισραηλινό ευθύτατο τρόπο με τον οποίο λέγεται το καθετί σ’ αυτή τη χώρα, το έλεγε… κάπως. Περιφραστικά, με μισόλογα, αποσπασματικά. Καταλάβαμε, μου είπε, ότι τίποτα δεν άλλαξε από το Σοά, το Ολοκαύτωμα, για εμάς. Πως ότι και να γίνει είμαστε μόνοι μας, με λίγους φίλους και πως δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κτήσεις ότι θέλεις, πάνω σε στερεότυπα για τους Εβραίους. Ακόμα και ότι κάνουμε γενοκτονία, τάχα, την ώρα που όλη η ιστορία του Ισραήλ είναι μια δεδηλωμένη προσπάθεια γενοκτονίας μας.
Ήταν καλό, είπε, ότι μπορέσαμε να το συνειδητοποιήσουμε αυτό.
Το βρήκα σίγουρα εντονότερο από ότι είναι και υπερβολικό. Ειδικά η αθλιότητα περί γενοκτονίας στη Γάζα, ξανά παρά τις απώλειες, είναι απαράδεκτη και ναι, ενδεικτική αυτού που μου είχε πει και που, για όσους διάβασαν καλά την Ιστορία δεν είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται. Την 7η Οκτωβρίου οι δρόμοι του Λονδίνου ήταν άδειοι ενώ την επομένη ήταν γεμάτοι με κόσμο που διαδήλωνε «υπέρ της Παλαιστίνης». Αλλά και πριν από αυτό, τα ίδια γίνονταν. Τα περί «γενοκτονίας» είχαν ειπωθεί 2-3 βδομάδες μετά την 7η Οκτωβρίου, όπως και χρόνια πριν, όπως και τα περί «λιμού». Ενώ ο πληθυσμός στη Γάζα αυξανόταν ραγδαία. Και αντιλαμβάνεται κανείς πώς νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι με το μίσος εκεί έξω, όταν και εμείς οι ίδιοι που αναπαράγουμε τα γεγονότα και όχι το παραμύθι, βιώνουμε μία βία πρωτόγνωρη παντού.
Οι Ισραηλινοί αισθάνονται κουρασμένοι, εγκαταλελειμμένοι, προδομένοι σε κάποιο βαθμό από ένα σημαντικό μέρος του έξω κόσμου, με την πλειονότητά του απλά να φοβάται να πει τα αυτονόητα ή να αδιαφορεί. Ελπίζουν απλά ότι αυτό όλο θα τελειώσει.
Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να μαζεύεται έξω από την Χακιριά, τη βάση στο κέντρο της πόλης, το αρχηγείο της χώρας, όπου το Εθνικό Συμβούλιο για την ασφάλεια αρχίζει τη συζήτηση των εξελίξεων αναμένοντας την απάντηση της Χαμάς. Υπάρχει – εκτός – μια διάχυτη αισιοδοξία ότι απόψε μπορεί να τελειώνουμε.
Κάποιοι πάλι υπενθυμίζουν σε όσους ήμασταν εδώ πως υπήρξαν κι άλλες τέτοιες στιγμές, πολύ πιο έντονες αλλά διαψεύστηκαν.