Μας ξύπνησαν και φέτος οι σειρήνες. Ίδιος ο ήχος, ίδια η ανατριχίλα. 51 χρόνια μετά, το καλοκαιρινό ξημέρωμα της 20ής Ιουλίου δεν είναι ένα ακόμη πρωινό. Είναι το ίδιο ρήγμα στη ροή του χρόνου, που επιστρέφει κάθε χρόνο για να μας θυμίσει ότι τίποτα δεν ξεχάστηκε, όσο κι αν πέρασε ο χρόνος, όσο κι αν μαλάκωσε ο πόνος της καθημερινότητας. Οι σειρήνες δεν είναι πια μόνο προειδοποίηση. Είναι υπόμνηση, είναι πένθος, είναι πείσμα.

Ήμασταν παιδιά όταν τις ακούγαμε πρώτη φορά. Σήμερα, κάποιοι από εμάς εξηγούν στα δικά τους παιδιά για την υπόμνηση αυτού του ήχου. Κι όμως, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να δώσεις λέξεις στη μνήμη. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι μόνο η λήθη – είναι η συνήθεια. Η συνήθεια που κουράζει, που ξεθωριάζει τις έννοιες, που κάνει την ιστορία να μοιάζει μακρινή, ξένη. Κι όμως, η 20ή Ιουλίου είναι ακόμα εδώ. Στη γη που ματώθηκε, στα σπίτια που έμειναν μισογκρεμισμένα, στις φωτογραφίες των αγνοουμένων που κιτρινίζουν χωρίς απαντήσεις.

Οι τελευταίες εξελίξεις από τη Νέα Υόρκη, παρότι απέχουν πολύ από τις προσδοκίες ενός λαού που αγωνιά εδώ και πέντε δεκαετίες, κρατούν την προοπτική ζωντανή και μαζί και την ελπίδα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης σε δηλώσεις του προχθές, τόνισε πως επετεύχθησαν οι τρεις ελάχιστες εξελίξεις που είχαν τεθεί ως στόχος – με σημαντικότερη, τον καθορισμό των επόμενων συναντήσεων. Ένα μικρό βήμα, όχι λύση. Μα στην πολιτική των αδιεξόδων, ακόμα και η επιμονή για συζήτηση είναι από μόνη της μια στάση αντίστασης.

Η τουρκική αδιαλλαξία είναι δεδομένη. Οι θέσεις της Άγκυρας, μέσα από τις επαναλαμβανόμενες δηλώσεις και πράξεις του Ερντογάν και των αξιωματούχων του, καταδεικνύουν ξεκάθαρα πως ο στόχος των δύο κρατών παραμένει αμετακίνητος..

Ο Τούρκος Πρόεδρος ήρθε για ακόμα μια φορά χθες παράνομα στα κατεχόμενα με φανφάρες και πανηγύρια για να υπενθυμίζει το έγκλημα. Απέναντι στα «πανηγύρια» της κατοχικής πλευράς, οφείλουμε να απαντούμε με ουσία, προτάσεις και πολιτικό ανάστημα. Και πάνω απ’ όλα, με ενότητα στόχου. Η Κύπρος, πενήντα ένα χρόνια μετά, δεν αντέχει την εσωτερική αποσάθρωση, την κομματική εκμετάλλευση της τραγωδίας, την αναπαραγωγή του πόνου για πολιτικά κέρδη. Όχι πια. Αυτό το χρωστάμε στις οικογένειες των αγνοουμένων, στους πρόσφυγες που ακόμη ελπίζουν, στα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς καθαρή εικόνα για το τι πραγματικά συνέβη και γιατί.

Η ιστορία δεν κάνει εκπτώσεις. Δεν ξεχνά. Και δεν συγχωρεί όσους κρύβονται πίσω από τη σκόνη του χρόνου. Ούτε εκείνους που εκμεταλλεύτηκαν τον πόνο. Η μνήμη της 20ής Ιουλίου είναι βαρύ φορτίο. Μα είναι και κάλεσμα. Κάλεσμα για μια ειρήνη που δεν θα στηρίζεται στην υποταγή, αλλά στη δικαιοσύνη.

Το αύριο δεν θα έρθει με ευχές. Ούτε με αναμνηστικές εκδηλώσεις. Θα έρθει όταν τολμήσουμε να αρθούμε πάνω από τα εθνικά μας σύνδρομα, χωρίς να παραδώσουμε ούτε σπιθαμή της ιστορικής μας διεκδίκησης. Όταν η αντίσταση δεν θα είναι μόνο συμβολική, αλλά θα μεταφράζεται σε διπλωματική διεκδίκηση, ενότητα πολιτικής γραμμής και κοινωνική εγρήγορση.

Η Κύπρος δεν βολεύεται με λιγότερο ουρανό. Δεν παζαρεύει το δικαίωμα των ανθρώπων να ζήσουν ελεύθεροι στον τόπο τους. Το μέλλον δεν θα χτιστεί πάνω στο μπετόν της κατοχής. Θα χτιστεί στην επιμονή όσων ακόμη ελπίζουν, ακόμη διεκδικούν, ακόμη αγωνίζονται. Για επανένωση, για αλήθεια, για αξιοπρέπεια.

Μέχρι τότε, θα ακούμε τις σειρήνες. Όχι σαν ήχο του παρελθόντος. Αλλά σαν κάλεσμα για ένα μέλλον που οφείλουμε στους εαυτούς μας και στους ανθρώπους που δεν γύρισαν ποτέ.