Η Αρχή κατά της Διαφθοράς λέει ότι υπάρχει ενδεχόμενη παράβαση για τα ποινικά αδικήματα απάτης, πλαστογραφίας και καταρτισμού πλαστού εγγράφου, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και συνωμοσίας για καταδολίευση. Ο Μαρίνος Σιζόπουλος λέει ότι αμφισβητεί το πόρισμα και εάν η υπόθεση θα καταλήξει στο δικαστήριο απαντά «κανένα πρόβλημα». Η Αρχή κατά της Διαφθοράς λέει ότι τα πιο πάνω ενδεχόμενα αδικήματα «εκ φύσεως συνιστούν πράξεις διαφθοράς». Ο Σιζόπουλος λέει ότι θα ζητήσει από τις Αρχές να διερευνήσουν αν η Αρχή είχε δικαίωμα να ερευνήσει τη συγκεκριμένη υπόθεση και εάν έχει το δικαίωμα να δημοσιοποιήσει το πόρισμα. Με το συμπάθιο Μαρίνο μου, αλλά δεν κολλάνε τα δύο.
Όποιος θεωρεί πως είναι καθαρός (η στήλη δεν ισχυρίζεται το αντίθετο μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου) όποιος διατυμπανίζει (όπως έπραττες εσύ τόσο καιρό προηγουμένως) ότι δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, δεν θέτει θέμα αν η Αρχή είχε δικαίωμα να ερευνήσει την υπόθεση. Προς Θεού Μαρίνο μου, αν δεν έχει δικαίωμα να ασχοληθεί με ό,τι αφορά ένα δημόσιο πρόσωπο, τότε γιατί ψηφίσατε στη Βουλή την ίδρυσή της;
Επειδή, όμως, τέτοιες πολιτικές αρλούμπες δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζουν, ας εστιάσουμε στην ουσία. Η Αρχή κατά της Διαφθοράς κατέληξε μέσα από την έρευνά της ότι ο Σιζόπουλος και άλλοι τρεις αξιωματούχοι εταιρειών–μετόχων της ΤΑΧΑΝ, υπέγραψαν και υπέβαλαν σε τράπεζα συμβόλαιο πώλησης των μετοχών της εταιρείας TAXAN, ημερομηνίας 17/10/2017, με ψευδές τίμημα (€1.600.000), αποκρύπτοντας το πραγματικό τίμημα (€2.025.000), το οποίο είχε καταγραφεί σε προγενέστερο συμβόλαιο ημερομηνίας 4/10/2017.
Με αυτό τον τρόπο επωφελήθηκαν ποσό €956.900, το οποίο τους διέγραψε η τράπεζα ώστε να εξασφαλίσει το αρχικό ποσό δανείου το οποίο παρέμενε μη εξυπηρετούμενο. Φυσικά η τράπεζα κατάγγειλε πως αν γνώριζε το πραγματικό ποσό (€2.025.000) πώλησης, δεν θα διέγραφε τους τόκους.
Οι πολιτικοί έχουν ένα μοναδικό χάρισμα να δικαιολογούν οτιδήποτε τείνει να τους φέρει με την πλάτη στον τοίχο. Μάλιστα, με ύφος, που συνήθως σε κάνει να σκέφτεσαι μπας και πρέπει να τους ζητήσεις και συγγνώμη. Στην προκειμένη υπόθεση, που προκαλεί σεισμικές δονήσεις, αξίζει να θυμηθούμε τι έλεγε ο κ. Σιζόπουλος όταν πρωτοείδε το φως της δημοσιότητας η καταγγελία.
Τον Φεβράρη του 2021, λοιπόν, έλεγε στη Βουλή: «Επειδή υπήρξε μια προσωπική ευαισθησία τον τελευταίο καιρό για δήθεν διαγραφή ενός υπέρογκου ποσού από δάνεια εταιρείας, της οποίας είχα συμφέροντα… Γι΄ αυτό κ. πρόεδρε, θέλω αυτό το θέμα ξεκάθαρα, το συντομότερο δυνατόν, με διαφάνεια να συζητηθεί για να καταρριφθούν όλες αυτές οι επιλεκτικές ευαισθησίες που υπάρχουν από κάποιους».
Και πρόσθετε: «Από εκεί και πέρα έχω να δηλώσω ότι ούτε διαγραφή δανείου είχα, ούτε δάνειο έχω, ούτε χρήματα στο εξωτερικό έβγαλα, ούτε έτυχα οποιασδήποτε ευνοϊκής μεταχείρισης από τον τραπεζικό τομέα. Κι αυτά όλα είναι ανοιχτά γιατί πιθανόν να είμαι ένας από τους λίγους που μέχρι στιγμής έχω υποστεί τρεις συστηματικούς ελέγχους από τον φόρο εισοδήματος για τα θέματα κατάστασης κεφαλαίων. Γι΄ αυτό δεν έχω να κρύψω τίποτα».
Σε δημόσιες δηλώσεις του, μάλιστα, το έκανε ακόμη πιο ηχηρό. Στις 3-2-2021, στο Ωμέγα δήλωνε: «Το 1.600.000 ήταν το δάνειο, το οποίο πληρώθηκε κανονικά. Στο θέμα του δανείου δεν υπήρχε ούτε ένα ευρώ μείωση». Κατόπιν νέου ερωτήματος για το ποσό των €956.900 το οποίο είχε διαγραφεί από την τράπεζα, ανέφερε: «Αυτές ήταν οι υπερχρεώσεις, τις οποίες η τράπεζα από το 2014 είχε ουσιαστικά επιβαρύνει το συγκεκριμένο δάνειο, όπου στις διαβουλεύσεις που έγιναν μεταξύ των μετόχων της εταιρείας και της τράπεζας, η τράπεζα αποφάσισε, αποδέχτηκε, να αφαιρέσει όλες τις υπερχρεώσεις και να πληρωθεί το σύνολο του δανείου. Κι αυτό έγινε. Και μάλιστα τοις μετρητοίς. Η τράπεζα στην ουσία ήταν κερδισμένη».
Έλα, όμως, που η Αρχή κατά της Διαφθοράς ανακάλυψε άλλα πράγματα. Το δάνειο ήταν μη εξυπηρετούμενο. Στην τράπεζα καταχωρήθηκε πλαστό συμβόλαιο που απέκρυπτε το πραγματικό ποσό πώλησης. Και όλως τυχαίως, κάλυπτε μόνο το αρχικό ποσό του δανείου, με αποτέλεσμα η τράπεζα, προκειμένου να εξασφαλίσει εκείνο το κεφάλαιο, χάρισε τη διαφορά μεταξύ του πραγματικού ποσού πώλησης των μετοχών της εταιρείας και του πλαστού ποσού. Που και πάλι, όλως τυχαίως, αντιστοιχούσε στο ποσό των τόκων που τελικά χαρίστηκαν.
Κι ερχόμαστε στο δια ταύτα. Όλα όσα αναφέρονται στο πόρισμα της Αρχής κατά της Διαφθοράς, τίθενται πλέον ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας, στα χέρια της οποίας βρίσκεται η ευθύνη να αποφασιστεί αν υπάρχουν ποινικά αδικήματα και αν θα στείλει την υπόθεση στο δικαστήριο. Πρόκειται για μια ανοησία την οποία είχαμε υποδείξει από τον καιρό που είχε ψηφιστεί η ίδρυσης της Αρχής. Αν δεν έχει δικαίωμα η ίδια να στέλνει τις υποθέσεις στο δικαστήριο, βράσε ρύζι.
Όπως και να έχει, το βάρος για τον Γενικό Εισαγγελέα είναι πλέον τεράστιο. Κι αυτό επειδή, στις 23-3-2023, ο πρώην βουλευτής Γιώργος Βαρνάβα, που είχε στείλει την υπόθεση στην Αρχή, κατάγγελλε τα εξής: «Στις 07/10/2019 ανώτερο στέλεχος της Γενικής Εισαγγελίας ζήτησε από το τμήμα ποινικών υποθέσεων να γίνουν ενέργειες για άρση της βουλευτικής ασυλίας του Μ. Σιζόπουλου, ώστε να ανακριθεί.
Στις 27/07/2020, 27 μόλις μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων σας, ως νεοδιορισθέντας Γενικός Εισαγγελέας και χωρίς κανένα δικαιολογητικό, εφόσον η υπόθεση αφορούσε πολιτικό αρχηγό και κατ’ επέκταση δημόσιο πρόσωπο, δώσατε οδηγίες να μην προχωρήσει η διαδικασία άρσης της ασυλίας του Μ. Σιζόπουλου και για τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους στην σκευωρία, ο φάκελος να αρχειοθετηθεί».
Όλα τα φώτα, λοιπόν, στρέφονται αποκλειστικά στον Γενικό Εισαγγελέα. Εδώ πρέπει να επικεντρωθεί η κοινωνία. Η υπόθεση θα ξεκαθαρίσει μόνο αν σταλεί στο δικαστήριο και όχι αν κάποιοι στη Ν.Υ. επικαλεστούν… λόγους δημοσίου συμφέροντος ή ότι δεν υπάρχουν τεκμήρια για να αποδειχθούν ποινικά αδικήματα. Και για να σταλεί στο δικαστήριο πρέπει να ανακριθεί ο κ. Σιζόπουλος. Και για να ανακριθεί πρέπει να αρθεί η βουλευτική ασυλία του, διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει. Ιδού, λοιπόν, η Ρόδος κύριε Σαββίδη. Θα τολμήσεις; Έτσι ώστε να ισχύσει αυτό που δήλωσε χθες ο Σιζόπουλος: «Ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».