Οι υψηλοί τόνοι και οι έντονες αντιπαραθέσεις δεν είναι νέο φαινόμενο στην πολιτική σκηνή. Αυτό που αλλάζει, πλέον, στον δημόσιο λόγο, είναι η επικράτηση της λογικής της τοξικότητας και της κουλτούρας της ισοπέδωσης. Χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, δυστυχώς, μεταφέρονται πλέον και στον δημόσιο διάλογο — εισβάλλοντας με συμπεριφορές που ενέχουν επικίνδυνες προεκτάσεις.

Ζήσαμε δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις τελευταίες ημέρες, που θα έπρεπε να μας προβληματίσουν όλους. Πρωτίστως, όσους εξέπεμψαν τα μηνύματα αυτά προς τα έξω.

Στην πρώτη περίπτωση, ο Κώστας Χριστοφίδης, τέως Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου, προέβη σε ανάρτηση με την οποία ασκούσε κριτική στην απόφαση για στέγαση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου στο «Ελένειο», ένα ιστορικό σχολείο της Λευκωσίας. Στην ανάρτησή του έκανε λόγο για «ξένα πανεπιστήμια», προκαλώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, αντιδράσεις και κριτική από τον ΔΗΣΥ. Ενδεχομένως η αντίδραση να άγγιζε τα όρια της υπερβολής — είναι, όμως, κατανοητό, εν μέρει, στην πολιτική και κομματική αντιπαράθεση, ιδιαίτερα σε προεκλογική περίοδο, να συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα.

Αυτό που ξεπέρασε κάθε όριο και προκάλεσε σοκ, ήταν η επίσημη ανακοίνωση του κινήματος Άλμα, η οποία υπερασπιζόταν την ανάρτηση του Κώστα Χριστοφίδη — ενός εκ των συνιδρυτών του κινήματος. Στην ανακοίνωση αναφερόταν, μεταξύ άλλων:

«Η ηγεσία του ΔΗΣΥ, ως λέσχη αποφοίτων του English School και των βρετανικών πανεπιστημίων, αυτοί που ψήφισαν τον νόμο με τον οποίο το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το ΕΜΠ ονομάζονται “ξένα πανεπιστήμια”, σήμερα πουλάνε ελληνικότητα και εθνικοφροσύνη».

Από πότε, όμως, το σχολείο από το οποίο αποφοίτησε κάποιος αποτελεί τεκμήριο της ελληνικότητάς του ή προϋπόθεση για να έχει άποψη και να ασκεί κριτική;

Ας θυμηθούμε ότι απόφοιτος της Αγγλικής Σχολής ήταν και ο Μιχαλάκης Καραολής, όπως υπενθύμισε και το ΔΗΚΟ στην ανακοίνωσή του. Ο πρώτος απαγχονισθείς από τους Άγγλους αποικιοκράτες . Πέραν τούτου, ο χαρακτηρισμός της σημερινής ηγεσίας του ΔΗΣΥ ως «λέσχης αποφοίτων του English School» ήταν ατυχής, καθώς, πλην της Σάββιας Ορφανίδου, τα υπόλοιπα μέλη της ηγεσίας προέρχονται από τη δημόσια εκπαίδευση.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ακολούθησε η περιβόητη ιστορία με το «ρουσφέτι που δεν ζήτησα» του Χαρίδημου Τσούκα, επίσης συνιδρυτή του Άλματος. Ο κ. Τσούκας περιέγραφε σε ανάρτησή του τηλεφώνημα που δέχθηκε από λάθος, όπως ανέφερε, από δύο βουλευτές, οι οποίοι τον ενημέρωσαν πως «τακτοποιήθηκε το θέμα της συζύγου του» — για να τους απαντήσει ότι η σύζυγός του δεν είναι εκπαιδευτικός.

 «Αυτοί οι άνθρωποι δεν κουράζονται να μιλάνε για το έθνος, την “πατρίδα” κι άλλα υψιπετή. Μιλάνε με την εμετική υποκρισία των Φαρισαίων, προκειμένου να καλύψουν τη φαυλότητά τους – τα ρουσφέτια, την αναξιοκρατία, το πελατειακό κράτος», έγραφε μεταξύ άλλων στην ανάρτηση του.

Ωστόσο, η πραγματικότητα φαίνεται πως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Τόσο ο Παύλος Μυλωνάς όσο και ο Λίνος Παπαγιάννης, σε τηλεοπτικές παρεμβάσεις τους, εξήγησαν πώς προέκυψαν τα τηλεφωνήματα και τι πραγματικά είχε συμβεί.

Το θέμα του ρουσφετιού και της ομηρίας του κράτους από πελατειακές σχέσεις είναι, πράγματι, μείζον και αποτελεί διαχρονική γάγγραινα. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η δημοσιοποίηση του περιστατικού ενάμιση χρόνο μετά εξυπηρετούσε έναν συγκεκριμένο σκοπό. Επιπλέον, κάθε γεγονός έχει πολλές όψεις. Δεν μπορεί, στο όνομα της δημιουργίας εντυπώσεων, να στοχοποιούνται πρόσωπα χωρίς πρώτα να διερευνάται η αλήθεια πριν βγει στο φως της δημοσιότητας — ιδίως όταν πρόκειται για δημόσιο διάλογο.

Υπάρχουν βαθιές παθογένειες στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και των θεσμών. Όμως, στοιχεία του “βαθέως κράτους” είναι και οι κρατικοί υπάλληλοι, όπως και η διαχρονική ανοχή που επέδειξαν στην ύπαρξη του και οι ίδιοι οι πολίτες.

Ο εκσυγχρονισμός του κράτους δεν θα επιτευχθεί με τοξικότητα, αφορισμούς και συνθήματα. Θα επιτευχθεί μόνο μέσα από νηφάλιο και ουσιαστικό διάλογο. Οι δονκιχωτισμοί δεν φέρνουν αποτέλεσμα — παρά μόνο πρόσκαιρες εντυπώσεις, που σύντομα καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι στην πολιτική πραγματικότητα. Και το χειρότερο; Παρασύρουν μαζί τους τις ελπίδες και τις προσδοκίες πολλών ανυποψίαστων πολιτών.