Όταν το 2015 οι «5+1», δηλαδή τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΗΠΑ, Γαλλία, Κίνα, Βρετανία και Ρωσία) συν η Γερμανία, κατέληγαν μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση και φυσικά το καθεστώς του Ιράν στην συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου, γνωστή ως JCPOA, πολλοί είχαν προειδοποιήσει ότι είχε μόλις διαπραχθεί ένα τραγικό ιστορικό λάθος.

Στην ευφορία των ημερών, όμως, οι αντίθετες φωνές της τότε ρεπουμπλικανικής αντιπολίτευσης στις ΗΠΑ, του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας, των ΗΑΕ, του Μπαχρέιν, του Κατάρ, του Κουβέιτ και όχι μόνο, χάθηκαν στην ευφορία των ημερών και στην πεποίθηση – της Δύσης κυρίως – ότι επιτέλους είχε έρθει η ώρα της λύσης του προβλήματος με τα πυρηνικά σχέδια του Ιράν. 

Όσοι αντέδρασαν ή καταδίκασαν τη συμφωνία δικαιώθηκαν δυστυχώς πανηγυρικά.

Αφενός μεν ήταν τα προβληματικά της σημεία με κυριότερα εκείνα των ρητρών λήξης (sunset clauses) για την απαγόρευση του εμπλουτισμού ουρανίου από το Ιράν μετά από 10-15 χρόνια, το γεγονός ότι οι βαλλιστικοί πύραυλοι του Ιράν είχαν μείνει εκτός συμφωνίας όπως συνέβη και με το ζήτημα της περιφερειακής δράσης του καθεστώτος της Τεχεράνης με τους εντολοδόχους, κυρίως τη Χεζμπολάχ τότε, και το άμεσα συνδεδεμένο με αυτούς ζήτημα της τρομοκρατίας.

Τα όσα θα ακολουθούσαν θα αποδείκνυαν ότι επρόκειτο ίσως για την πιο οικτρά αποτυχημένη συμφωνία μιας τέτοιας εμβέλειας των τελευταίων – πολλών – δεκαετιών. Όταν το 2018 ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ αποσύρονται από τη συμφωνία, η Δύση απέδωσε την κίνηση σε «ακραίες» θέσεις του «νέου» αμερικανού Προέδρου (εξελέγη το 2016), στην επιρροή του Ισραήλ και σε διάφορα άλλα. 

Στην πραγματικότητα, ολόκληρος ο κόσμος είχε ήδη καταγράψει κάποιες πολύ ανησυχητικές κινήσεις από πλευράς της Τεχεράνης, οι οποίες θα πολλαπλασιάζονταν ραγδαία μάλιστα, στα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Μαζί με την επιβεβαίωση των όσων το Ισραήλ έλεγε εις ώτα μη ακουόντων. Κυρίως, ότι το Ιράν κορόιδευε τον πλανήτη αναπτύσσοντας υπογείως ένα πυρηνικό πρόγραμμα και εμπλουτίζοντας ουράνιο κατά παράβαση της συμφωνίας.

Η συνέχεια ανέδειξε το μέγεθος του προβλήματος, όχι μόνο ως προς το πόσο εγγύτερα ήταν το Ιράν στην απόκτηση πυρηνικών όπλων αλλά και ως προς το πόσο αφελής υπήρξε η Δύση, παραγνωρίζοντας το βασικότερο όλων των χαρακτηριστικών της υπόθεσης: το ότι ποτέ και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί ένα καθεστώς φανατικών, πολλώ δε μάλλον, εάν αυτό το καθεστώς είναι ισλαμικής φύσεως.

Το δε 2024 απέδειξε επιπλέον το πόσο κρίσιμο ήταν το σφάλμα με τους βαλλιστικούς πυραύλους καθώς το Ιράν άρχισε να τους παράγει με φρενήρεις ρυθμούς ενώ πολλοί προορίζονται να φέρουν και πυρηνικές γομώσεις. Δεν χρειαζόταν να ζει κανείς εκεί, όπως εμείς που ζήσαμε στο Τελ Αβίβ την τρομακτική εκείνη νύχτα, για αντιληφθεί τι αυτό σήμαινε πρακτικά. 

Τα πλάνα και μόνο από τα αεροπλάνα τα οποία προσγειώνονταν στη Λάρνακα και από τα οποία ήταν ορατοί οι πύραυλοι καθώς εξέρχονταν από την ατμόσφαιρα πριν εισέλθουν και πάλι, ήταν αρκετά για να καταλάβει κάποιος το μέγεθος του κινδύνου ένα τέτοιο παρανοϊκό και τρομοκρατικό καθεστώς να κατέχει τέτοια όπλα. Διότι το Ισραήλ παρά τις μικρές απώλειες είχε προνοήσει να έχει συστήματα ικανά για την προστασία του. Οι υπόλοιποι όμως; 

Το ζήτημα επανέρχεται αυτές τις μέρες καθώς το Ιράν όχι μόνο έχει αποσυρθεί από τη συμφωνία, όχι μόνο κομπάζει ότι προχωρά με το πυρηνικό του πρόγραμμα αλλά, σύμφωνα με εκτιμήσεις μυστικών υπηρεσιών, δύο μόλις μέρες μετά την ενεργοποίηση του μηχανισμού ‘snapback’ για την επαναφορά των κυρώσεων του ΟΗΕ στο Ιράν για την παραβίαση της JCPOA, περίπου 2,000 τόνοι υπερχλωρικού νατρίου έφτασαν στο λιμάνι του Μπαντάρ Αμπάς στο Ιράν. Δεν μπορεί παρά να είχαν παραγγελθεί πριν από την επαναφορά των κυρώσεων.

Αυτή η ποσότητα υπερχλωρικού νατρίου είναι αρκετή για την παραγωγή 500 βαλλιστικών πυραύλων, στερεού μάλιστα καυσίμου οι οποίοι μπορούν να εκτοξευθούν πολύ πιο γρήγορα από τους πυραύλους υγρού καυσίμου που απαιτούν άμεσο εφοδιασμό πριν από την εκτόξευση, με αποτέλεσμα να εκτίθεται ο εκτοξευτής και να γίνεται πιο εύκολα στόχος – όπως συνέβη στον πόλεμο με το Ισραήλ.

Το Ισραήλ υπολογίζει ότι πριν τον πόλεμο το Ιράν διέθετε 2,500 βαλλιστικούς πυραύλους και με δεδομένο ότι συνολικά εκτόξευσε 901, πέραν των 1,600 που λογικά του απομένουν (αν και αυτός ο αριθμός είναι υπολογισμός), προσπαθεί να κατασκευάσει άλλους 6,500 περίπου για να φτάσει τις 9,000. Αυτός ο αριθμός, λένε οι ειδικοί, θα μπορούσε να προκαλέσει στο Ισραήλ ζημιά ισοδύναμη με μια μικρή πυρηνική βόμβα.

Το τι θα ακολουθήσει, δεδομένου ότι το Ιράν μεταφέρει λαθραία ρουκέτες και μικρούς πυραύλους και στο Λίβανο, για την Χεζμπολάχ, κανείς δεν το γνωρίζει αυτή τη στιγμή.

Το μόνο βέβαιο είναι πως οι ισλαμιστές καταλαβαίνουν μόνο μία γλώσσα την οποία ενδέχεται να την ακούσουν πολύ πιο σύντομα από όσο φαντάζονταν, μετά την άφιξη του φορτίου από την Κίνα η οποία ρίχνει λάδι στη φωτιά, όσο και όποτε μπορεί.