Η μη δεσμευτική απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου να θέσει ως ελάχιστο όριο ηλικίας τα 16 έτη για την πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο ένα ζήτημα που εδώ και χρόνια διογκώνεται σιωπηρά: την έκθεση παιδιών σε ένα ψηφιακό περιβάλλον που δεν φτιάχτηκε γι’ αυτά και που έχει εξελιχθεί ταχύτερα από κάθε θεσμικό μηχανισμό προστασίας. Η πρωτοβουλία επιχειρεί να δημιουργήσει ένα ενιαίο πλαίσιο για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, περιορίζοντας τις σημερινές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών και απαντώντας στις αυξανόμενες ανησυχίες για την ασφάλεια και την ψυχική υγεία των παιδιών.

Η πολιτική λογική της ρύθμισης είναι εμφανής. Ο ψηφιακός κόσμος δεν είναι ούτε ουδέτερος ούτε ακίνδυνος. Οι αλγόριθμοι των πλατφόρμων είναι σχεδιασμένοι για να μεγιστοποιούν τον χρόνο παραμονής των χρηστών, συχνά ενισχύοντας περιεχόμενο που προκαλεί ισχυρά συναισθήματα, ακόμη κι όταν αυτό επιβαρύνει ψυχολογικά τους πιο ευάλωτους. Έρευνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν καταγράψει αύξηση φαινομένων διαδικτυακού εκφοβισμού, εθισμού, εξαρτήσεων, διαταραγμένων προτύπων σώματος και ακραίας πόλωσης σε εφήβους, που εκτίθενται ανεξέλεγκτα στις πλατφόρμες.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη απόφαση δεν είναι δίχως αντιφάσεις. Η θέσπιση ενός οριζόντιου ορίου ηλικίας σε ολόκληρη την Ευρώπη μπορεί να προσφέρει νομική σαφήνεια, αλλά δεν λύνει το βαθύτερο πρόβλημα, δηλαδή τη δυνατότητα των πλατφόρμων να παρακάμπτουν εύκολα τέτοιους περιορισμούς. Από την άλλη, η τεχνολογική ευρηματικότητα των παιδιών έχει αποδειχθεί επανειλημμένα μεγαλύτερη από την ικανότητα των ρυθμιστικών αρχών να επιβλέπουν. Η εφαρμογή, επομένως, θα κριθεί στην πράξη από το κατά πόσο θα απαιτηθεί αυστηρή ταυτοποίηση ηλικίας και από το αν αυτή θα μπορέσει να γίνει χωρίς να πλήξει την ιδιωτικότητα όλων των χρηστών.

Επιπλέον, τίθεται το ερώτημα εάν η απαγόρευση μέχρι τα 16 μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Ο πλήρης αποκλεισμός δεν εκπαιδεύει τους νέους στην ψηφιακή κριτική σκέψη, ούτε τους εξασφαλίζει δεξιότητες που αποτελούν πλέον προϋπόθεση κοινωνικής συμμετοχής. Η τεχνολογία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως απειλή που πρέπει να αποκλειστεί, αλλά ως πραγματικότητα που απαιτεί ορθή καθοδήγηση, επίβλεψη και εκπαίδευση.

Σε αυτό το σημείο η συζήτηση μετατοπίζεται αναπόφευκτα στις ευθύνες των κρατών-μελών και των εκπαιδευτικών συστημάτων. Αντί για μια μονοδιάστατη προσέγγιση που απλώς υψώνει φραγμούς, η Ευρώπη οφείλει να επενδύσει σε ψηφιακή εκπαίδευση υψηλού επιπέδου, σε ενημέρωση των γονέων και σε θεσμικές εγγυήσεις που θα υποχρεώνουν τις ίδιες τις πλατφόρμες να επιλέγουν ασφαλέστερες και λιγότερο χειριστικές πρακτικές. Η προστασία των παιδιών πρέπει να είναι ο στόχος, όχι μια τιμωρητική ρυθμιστική κουλτούρα.

Η απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου αποτελεί ένα σημαντικό βήμα, ένα σήμα ότι η ΕΕ αναγνωρίζει επιτέλους το μέγεθος του προβλήματος. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα της μεταρρύθμισης θα εξαρτηθεί από το πόσο θα τολμήσει η Ευρώπη να κοιτάξει κατάματα τις ίδιες τις τεχνολογικές και επιχειρηματικές δομές που τροφοδοτούν το πρόβλημα. Χωρίς μια συνολική ψηφιακή στρατηγική, το νέο όριο ηλικίας κινδυνεύει να γίνει περισσότερο συμβολικό παρά ουσιαστικό.

panayiota.charalambous@phileleftheros.com