«Τ’ αστέρι του βοριά θα φέρει ξαστεριά / μα πριν φανεί μέσα απ’ το πέλαγο πανί / θα γίνω κύμα και φωτιά / να σ’ αγκαλιάσω ξενιτειά./ Κι εσύ χαμένη μου πατρίδα μακρινή / θα μείνεις χάδι και πληγή / σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη. / Τώρα πετώ για της ζωής το πανηγύρι. / Τώρα πετώ για της χαράς μου τη γιορτή…»
Στο ραδιόφωνο παίζει το γνωστό σε όλους μας τραγούδι «Τ’ αστέρι του βοριά» που δεν έπαψε να συγκινεί γενιές Ελλήνων από το 1963, όταν το συνέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις για τη μουσική της επικής ταινίας του Ελία Καζάν, America-America. Βιογραφική μα ταυτόχρονα ένα ιστορικό ντοκουμέντο για τη σφαγή των Αρμενίων, τη Μικρασιατική Καταστροφή και το αμερικανικό όνειρο. Η Αμερική ως γη της Επαγγελίας για χιλιάδες Έλληνες μετανάστες.
Γύρω στις δεκαεφτά ώρες διαρκεί μια από τις μακρύτερες σε διάρκεια πτήσεις, από ένα αεροδρόμιο της Μέσης Ανατολής μέχρι τον τελικό προορισμό, στις Δυτικές Ακτές των Η.Π.Α. Το αεροσκάφος πετά απάνω από στεριά και θάλασσα, ανεβαίνοντας και αγκαλιάζοντας τον Βόρειο Πόλο, πριν αρχίσει να «κατηφορίζει» πάνω από τον Ειρηνικό Ωκεανό μέχρις ότου προσγειωθεί στον προορισμό του. Την όλη πορεία της πτήσης μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει ηλεκτρονικά αν το επιθυμεί, βλέποντας ανά πάσα στιγμή από το κινητό του σε ποιο ύψος πετά το αεροπλάνο, πάνω από ποια ήπειρο, χώρα ή θάλασσα. Τρελά πράγματα για άτομα της γενιάς μου που μεγαλώσαμε χωρίς την ψηφιακή τεχνολογία.
Το νησί ένα καμίνι, καιγόμαστε ενώ στις ειδήσεις μιλούν για τις ανεξέλεγκτες πυρκαγιές στη Βαρυμπόμπη, στη Ρόδο και στην Κω που έχουν ευτυχώς τεθεί υπό έλεγχο. Καίγεται η καρδιά σου μπροστά στον όλεθρο και στην καταστροφή, ενώ το μόνο στο οποίο μπορείς να ελπίζεις όσο οι φλόγες τυλίγουν σπίτια, δάση, περιβόλια και περιουσίες, είναι τουλάχιστον να μην χαθούν ανθρώπινες ζωές. Μέσα σου γίνεται μια λιτανεία, επιστρατεύεις όλα τα αρχέγονα σύμβολα πίστης και ελπίδας που καταχωνιάστηκαν βαθιά στην ψυχή και στο υποσυνείδητό σου, στα οποία και καταφεύγεις σε δύσκολες ώρες. «Παναγία μου», «Θεέ μου βοήθα να βρέξει, να παύσουν οι άνεμοι».
Κανείς μας δεν ξέρει ακόμη πως τις επόμενες μέρες οι πυροσβέστες θα δίνουν μάχες σε πολλαπλά μέτωπα: από Μεσσηνία, αρχαία Ολυμπία, Εύβοια, Νότιο Ιταλία, στα Βαλκάνια μέχρι και στην Καλιφόρνια, στις «υπερδυνάμενες» Η.Π.Α. που επενδύουν δισεκατομμύρια ώστε να κατακτήσουν το διάστημα, μα είναι ανήμπορες να δαμάσουν τους ανέμους, τα σύννεφα, τη θάλασσα, να σβήσουν τις φωτιές και να τα βάλουν με τα στοιχεία της φύσης.
Τη φύση που υποτιμούμε και αγνοούμε, αδιαφορώντας για τις κλιματικές αλλαγές και την υπερθέρμανση του πλανήτη που είναι πλέον γεγονός κι ας νομίζαμε πως πρόκειται για παραφιλολογίες και σενάρια ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Οι φωτιές στην Ελλάδα ή στον Αμαζόνιο, οι πλημμύρες στη Γερμανία αφορούν όλο τον πλανήτη, την κοινή μας επιβίωση σ’ αυτόν. Δεν είναι μόνο το σπίτι μας που κινδυνεύει αλλά το ευρύτερο σπίτι του καθενός μας, ο πλανήτης γη. Έχουμε προσωπική και συλλογική ευθύνη, να αποτρέψουμε όσο μπορούμε τα χειρότερα σενάρια. Να κάνουμε ό, τι είναι δυνατόν ώστε να βοηθήσουμε τον πλανήτη μας που γυρίζει ασθμαίνοντας γύρω από τον άξονά του. Πυρηνικά απόβλητα, βαριές βιομηχανίες εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα. Οι θάλασσες, οι ποταμοί και οι λίμνες μολύνονται. Παντού σκουπιδότοποι από πλαστικά και τόνοι σκουπίδια της ανθρώπινης απληστίας μας. Η γη ασφυκτιά αφού καίγονται ή αποψιλώνονται τα δάση της, οι πνεύμονές της.
Όλα αυτά συλλογίζομαι, ενώ ο σύζυγός μου βρίσκεται στους αιθέρες, σε μια πτήση δεκαεφτά ωρών κατά τις οποίες δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του, να μοιραστώ τις σκέψεις και τους συλλογισμούς που στριφογυρίζουν μέσα μου. Οι πατεράδες κι οι παππούδες μας περνούσαν εβδομάδες σε ένα καράβι για να μεταναστεύσουν σε μια ξένη μακρινή χώρα. Νεαρά κορίτσια θα στέλνονταν αργότερα ως νύμφες, για να παντρευτούν με άγνωστους άντρες που είχαν δει από μια φωτογραφία, μπορεί και καθόλου. Φτάνει που ήταν συμπατριώτες, που τους ένωνε η ίδια γλώσσα, η ελληνική και η ίδια πίστη, η ορθοδοξία. Στο Ellis Island με το άγαλμα της Ελευθερίας, θα τους περίμεναν οι μελλοντικοί σύζυγοί τους, οι άντρες της φωτογραφίας με τους οποίους θα δένονταν με τα δεσμά του γάμου και θα αποκτούσαν μια νέα πατρίδα.
Αναλογίζομαι τις σκέψεις και τα συναισθήματα όλων αυτών των μεταναστών όταν από το καράβι έβλεπαν το νησί να ξεμακραίνει και να χάνεται από τα μάτια τους, μαζί με τους δικούς τους, που τους κουνούσαν τα μαντήλια στην προκυμαία, ξέροντας πως ίσως δεν θα συναντηθούν ποτέ ξανά. Τότε ακούω ένα ντριγκ στο κινητό μου και βλέπω μπροστά μου τον σύζυγο να με χαιρετά χαμογελαστός, πετώντας απάνω από τη Σιβηρία.
Εσύ; Πώς με πιάνεις; Έχεις ίντερνετ; Πιάνει γραμμή από το αεροπλάνο;
Τον ρωτώ σαστισμένη
Δεν χαίρεσαι που κατάφερα να επικοινωνήσω;
Κι εγώ απαντώ
Όι, αφού δεν επρόλαβες να μου λείψεις. Δεν άφησες καθόλου χρόνο ή χώρο στη φαντασία μου, να σκεφτώ πού είσαι, αν κοιμάσαι, αν διαβάζεις, αν βλέπεις ταινία, σε ποιους «παραλλήλους θα ’χεις μπει».
Αφήνω σε τότε με τη φαντασία σου τζαι θα σου τηλεφωνήσω από την Αμερική, μόλις φτάσω.
Μου λέει γελώντας…
Κι εγώ ξαναβάζω το ίδιο τραγούδι, έχοντας «Τ’ αστέρι του βοριά» για οδηγό. Με τη δύναμη της μουσικής και της φαντασίας σπάζω το φράγμα του χωροχρόνου. Βρίσκομαι εδώ και παντού, στο χθες και στο σήμερα, ελπίζοντας σε ένα μέλλον ελπιδοφόρο για τη Γη μας, όσο ακόμη προλαβαίνουμε.
«Φεγγάρια μου παλιά / καινούργια μου πουλιά / διώξτε τον ήλιο και τη μέρα απ’ το βουνό / για να με δείτε να περνώ / σαν αστραπή στον ουρανό».
(Στίχοι: Νίκος Γκάτσος)