Αναμένοντας το καΐκι που θα μας πήγαινε στη Χάλκη, ξαπλώσαμε στις αιώρες, κάτω από τα αρμυρίκια του μοναδικού κέντρου του λιμανιού, στη Σκάλα Καμείρου της Ρόδου. Το ταξίδι απέχει μόνο «ένα τσιγάρο δρόμο» μας λέει ο καπετάνιος, όταν επιβιβαζόμαστε και αράζουμε στην πρύμνη του καϊκιού ενώ κάθε τόσο βρεχόμαστε από τους αφρούς των κυμάτων.
Η Χάλκη εμφανίζεται μπροστά μας σαν ένα «Όνειρο στο κύμα» με τα νεοκλασικά σπιτάκια της, στα χρώματα της ώχρας, κόκκινα, πορτοκαλιά, κίτρινα, πράσινα και μπλε. Σαν μια σκηνογραφία που δίνει μια νότα παραμυθένια στο, κατά τα άλλα άνυδρο, σκληρό και άγονο πετρώδες δωδεκανησιακό τοπίο. Στο νησί αυτό μην ψάχνεις πεντάστερα ή μπουτίκ ξενοδοχεία, γιατί δεν προσφέρεται για τέτοιου είδους τουρισμό. Βασικά δεν προσφέρεται για «τουρισμό» ούτε για νυχτερινή ζωή σε clubs ή μπαράκια αλλά για παραθερισμό, χαλαρές στιγμές στην προκυμαία, δίπλα στο κύμα. Σχεδόν κάθε σπίτι έχει μια σκαλίτσα από την οποία ανεβοκατεβαίνεις στη θάλασσα, στα κρυστάλλινα και σμαραγδένια, πεντακάθαρα νερά, κολυμπώντας ανάμεσα σε ψαράκια, αχινούς και γυαλιστερές, κολλημένες στα βράχια που το βράδυ θα αποτελέσουν μια ακόμη λιχουδιά στο πιάτο σου.
Το πρωί ξυπνάς από τα κοκόρια, την καμπάνα της εκκλησίας, τις ψαρόβαρκες και τη μυρωδιά φρέσκου ψωμιού και τυρόπιττας που ψήνονται στον μοναδικό φούρνο του χωριού. Ο ήλιος ανατέλλει μέσα από τη θάλασσα, πίσω από τα βουνά της Ρόδου και τις βάρκες όπου κάνεις και το πρώτο μπάνιο της ημέρας. Έπειτα περνώντας από τις ψαροταβέρνες, διαλέγεις το ψάρι που μόλις βγήκε από τα δίκτυα και σου το φυλάνε στο πλάι, για να σου το ψήσουν το βραδάκι.
Τα μεσημέρια μπορείς να τα περάσεις σε μια από τις παραλίες όπου θα σε αφήσει ο κυρ Γιάννης με το ψαροκάικό του «Giannis Express», ο οποίος θα ’ρθει να σε μαζέψει κάποιες ώρες αργότερα. Σίγουρα «όshι» την προκαθορισμένη ώρα, κατά που λεν το «όχι» οι Χαλκίτες, στην τραγουδιστή τους διάλεκτο που μοιάζει με την κυπριακή. Εδώ η ώρα κι ο χρόνος είναι σχετικά. Στην επιστροφή, ο κυρ Γιάννης σε κερνά ρακή ενώ πλησιάζοντας στο λιμάνι, το Νημποριό ή Εμπορειό, από το καμπαναριό του Αι Νικόλα με τον περίτεχνο βοτσαλωτό αυλόγυρο ακούγονται οι καμπάνες που καλούν για τον Εσπερινό του Σαββάτου.
Το σπιτάκι μας βρίσκεται συμπωματικά απάνω από το ταβερνάκι «Το παραδοσιακό πιάτο της Λευκωσίας», που ενώ μας έδωσε την εντύπωση πως επρόκειτο για κυπριακό εστιατόριο, ανακαλύψαμε πως αυτό έφερε το όνομα της ιδιοκτήτριάς του, της κυρίας Λευκωσίας. Το άνοιξε με τον σύζυγό της τον κύριο Σταύρο και πλέον το κρατά με τα τρία παιδιά της, τον Μεταξά, τον Μιχάλη και την Καθολική, που είναι και η νοσηλεύτρια για τους διακοσίους και κάτι μονίμους κατοίκους του νησιού.
Ο προπάππος της, ο Δημήτριος Γαλαντής άφησε την Κύπρο και τη Λευκωσία μπαρκάροντας στο καράβι ενός καπετάνιου από την Κάλυμνο. Στη Χάλκη έφτασε το 1817, όπου και παντρεύτηκε με Χαρτζίτισσα, ονομάζοντας την πρώτη του κόρη Λευκωσία για να θυμάται την πόλη και την πατρίδα του. Η κυρία Λευκωσία μας κερνά ούζο και μας διηγείται «Εξεμπαρτζιέραν ο πάππος στο ψάρεμα των σφουγγαριών με πανιά ή μηχανοκίνητα με κάρβουνο, επηαίνναν στην Μαντρούχα, ως κάτω στη Λιβύη. Εχάννουνταν στες θάλασσες μα ό, τι λεφτά εμάζευκεν, έστελνεν τα στην οικογένεια. Οι γυναίκες εκρατούσαν το χωριό όσο οι άντρες έλειπαν και ήταν υπεύθυνες για το κτίσιμο του σπιτιού. “Εγώ εν να σου στέλνω ώσπου να πάει το σπίτι μέχρι το ανώφλι” έλεεν ο πάππος στην προγιαγιά, έτσι αυτή έκτισε το πρώτο σπίτι κάτω στο Εμπορειό». Αργότερα ονομάστηκε και Κάτω Χωριό όταν το 1950 εγκατέλειψε κι ο τελευταίος κάτοικος το Πάνω Χωριό στο Κάστρο και εγκαταστάθηκαν όλοι κάτω στο λιμάνι.
«Ούλλοι, οι διτζοί μας, ψαράδες και σφουγγαράδες εμαζεύκουνταν στην Χάλκη για την γιορτή του Ιωάννη του Προδρόμου, του Αλάργα, στις 29 του Αυγούστου και έστηνναν μεγάλο πανηγύρι. Έρχουνταν τζιαι Χαρτζίτισσες τζαι Χαρτζίτες ’που την ξενιτειάν τζαι οι λυράρηδες επαίζαν μουσική, τζαι εσέρναμεν την σούστα, τζαι εγλεντούσαμεν ούλλην την νύχταν».
Το Κάστρο του 15ου αιώνα οικοδομήθηκε πάνω στα θεμέλια αρχαίου ναού του Απόλλωνα. Γι αυτό ίσως και οι τόσοι λυράδηδες στο νησί. Ανηφορίζοντας το μονοπάτι ακούμε να σμίγουν με τη βουή του ανέμου τα «τσάμπαγια», τα κουδούνια των κατσικιών και των αρνιών, που μας έκλειναν κάθε τόσο τον δρόμο, καθώς ανεβαίναμε στο βουνό με το μοναδικό ταξί του νησιού.
Ανάμεσα στα άγονα βουνά σχηματίζονται μικρές πεδιάδες που οι κάτοικοι, σηκώνοντας πέτρα την πέτρα με την οποία έκτιζαν τα σπίτια τους, κατέστησαν γόνιμη τη γη, καλλιεργώντας σιτάρι και κριθάρι. «Άνθρωποι εργατικοί, υπήρξαν τσουμπάνηδες, αλλά τζαι σφουγγαράδες, ψαράδες τζαι γεωργοί. Νοικοκυραίοι που γέμιζαν τα τσουβάλια τους για τον χειμώνα με σιτάρι, κριθάρι, ρεβύθκια, φατζή, κρεμμύδκια τζαι τα κιούπια με λάδι καλό τζαι αξεβοτύριστο τυρί, προτού ξαναμπαρκάρουν».
Το τελευταίο μας βράδυ τρώμε την σπεσιαλιτέ του εστιατορίου της κυρίας Λευκωσίας τα χαρτζίτικα μακαρόνια που ζυμώνει και κόβει η ίδια στο σπίτι της και τα μαγειρεύει με καραμελωμένα κρεμμύδια και μπόλικο τοπικό τυρί. Σαν ξημερώσει θα πιάσουμε το καράβι για τον επόμενο προορισμό μας, μες στο απόλυτο αιγαιοπελαγίτικο ελληνικό καλοκαίρι. «Πάντα τέτοια» ευχόμαστε, αποχαιρετώντας το νησί και την κυρία Λευκωσία της Χάλκης.
dena.toumazi@gmail.com