Το 2014 η Ρωσία εισέβαλε στην Κριμαία. Το 1974 η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Δύο εισβολές. Δύο κατοχές. Δύο εξόφθαλμα παραδείγματα παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου. Μία κοινή στάση της διεθνούς κοινότητας: υποκρισία.

Η κατοχή δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Ή τουλάχιστον, δεν θα έπρεπε να είναι. Κι όμως, το προσχέδιο ειρηνευτικής πρότασης που κυκλοφορεί, σύμφωνα με πληροφορίες του CNN, κάνει ακριβώς αυτό: προτείνει την αναγνώριση του ελέγχου της Ρωσίας επί της Κριμαίας ως προϋπόθεση για κατάπαυση του πυρός και «ειρηνική διευθέτηση» με την Ουκρανία. Αν αυτό επιβεβαιωθεί, τότε πρόκειται για μια de facto νομιμοποίηση της πιο κραυγαλέας παραβίασης του διεθνούς δικαίου στη σύγχρονη Ευρώπη – μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

Το άρθρο 2§4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ δεν επιδέχεται ερμηνειών: απαγορεύεται η απόκτηση εδάφους μέσω χρήσης βίας. Η οποιαδήποτε απόπειρα αναγνώρισης ή νομιμοποίησης αυτής της κατάστασης συνιστά συνενοχή. Τα κράτη δεν έχουν απλώς υποχρέωση μη αναγνώρισης της παράνομης κατάστασης (obligation of non-recognition), αλλά και μη ενίσχυσής της (duty of non-assistance), σύμφωνα με τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ρητορική που φέρεται να υιοθετεί ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ – πιέζοντας για αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικής προκειμένου να επιτευχθεί «ειρήνη» – είναι όχι απλώς εσφαλμένη, αλλά επικίνδυνη. Μια τέτοια προσέγγιση δεν παραβιάζει απλώς κανόνα jus cogens («αναγκαστικού δικαίου»), αλλά ανοίγει και τον δρόμο για τη νομιμοποίηση κάθε επόμενης (ή και προηγούμενης) εισβολής.

Διότι όταν η βία ανταμείβεται με εδαφικά οφέλη, οι διεθνείς κανόνες χάνουν το κύρος τους και το διεθνές σύστημα ασφαλείας καταρρέει εκ των έσω.

Η Κυπριακή Δημοκρατία γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλη χώρα τι σημαίνει να ζητείται από ένα κράτος να αποδεχθεί την κατοχή ως «λύση». Το έχουμε δει επανειλημμένα, μέσα από σχέδια διευθέτησης που επεδίωκαν, άμεσα ή έμμεσα, να παγιώσουν τα τετελεσμένα του 1974. Σήμερα, με την Κριμαία, φαίνεται να επιχειρείται η θεσμοθέτηση ενός παγκόσμιου προηγούμενου: ότι η κατοχή, αν διαρκέσει χρόνια ή αν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών, μπορεί να μετατραπεί σε «σταθερότητα».

Κοινός παρονομαστής Κριμαίας-Κύπρου: οι θύτες ζητούν από τα θύματα να αποδεχτούν την ήττα τους, να παραχωρήσουν εδάφη και να «κλείσουν» το ζήτημα στο όνομα της ειρήνης.

Αν σήμερα επιτρέψουμε στην Κριμαία να μετατραπεί σε «νέα βόρεια Κύπρο», τότε υπονομεύουμε θεμελιωδώς τη διεθνή έννομη τάξη και τον κανόνα non-acquisition of territory by force. Αν αυτή η λογική επικρατήσει, ποιος θα σταματήσει αύριο την Τουρκία από το να απαιτήσει διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους; Ποια φωνή θα υπερασπιστεί το δίκαιο της Κύπρου, όταν η ίδια η διεθνής κοινότητα έχει προδώσει τις αρχές της στην περίπτωση της Κριμαίας;

Το μήνυμα πρέπει να’ ναι ξεκάθαρο. Καμία εισβολή (όσο και να βαφτίζεται ως «ειρηνική επιχείρηση») δεν μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα. H κατοχή είναι κατοχή είτε φέρει τη σφραγίδα του Κρεμλίνου ή της Άγκυρας. Καμία δύναμη, όσο ισχυρή κι αν λογάται, δεν έχει το δικαίωμα να χαράσσει σύνορα με τα όπλα. Και κανένας πρόεδρος – ούτε καν της μεγαλοδύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών – δεν μπορεί να «χαρίζει» γη που δεν του ανήκει. Η εδαφική ακεραιότητα δεν είναι διαπραγματεύσιμη – ούτε από τον Τραμπ, ούτε από τον Πούτιν, ούτε από κανέναν ηγέτη που λειτουργεί με λογική συμφωνίας τύπου real estate.

Αντί Επιλόγου: Καταντήσαμε πατρίδες και ανθρώπους γεωπολιτικά παζάρια. Το να αναγνωρίζονται εισβολές επειδή βολεύουν ή επειδή «έγιναν πριν χρόνια» είναι νομικά αδιανόητο. Η παραγραφή της αδικίας δεν νοείται στο διεθνές δίκαιο. Και αν δεν το υπενθυμίσουμε εμείς – οι χώρες που έχουμε γνωρίσει την κατοχή – τότε ποιος;