Οι συνεχιζόμενες και ποικιλώνυμες αντιδράσεις στην επίμαχη συμμετοχή της Κύπρου στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας δείχνουν πόσο σοβαρό είναι το θέμα που έχει δημιουργηθεί, με τους επικριτές να ζητούν διερεύνηση και απόδοση ευθυνών από το αρμόδιο Υφυπουργείο Πολιτισμού. Ήδη η Υφυπουργός Βασιλική Κασσιανίδου έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την έλλειψη επιμέλειας και ελέγχου κι όλοι περιμένουν να δουν τι μέτρα θα ληφθούν για να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο.
Για να δικαιολογήσει όμως και την παραμονή της στη θέση της, η κυρία Υφυπουργός θα πρέπει να διερευνήσει και κάτι άλλο πέρα από τα διαδικαστικά: Το πώς και γιατί η συμμετοχή μας, με ολότελα κρατική επιχορήγηση και σφραγίδα σε ένα παγκόσμιας εμβέλειας θεσμό όπως η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής με θέμα την κλιματική αλλαγή και το δομημένο περιβάλλον, κατέληξε σε ένα πολιτικό μανιφέστο εξίσωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με το κατοχικό καθεστώς της Τουρκίας, αντικαθιστώντας πραξικοπηματικά τις συνταγματικά κατοχυρωμένες γλώσσες της ελληνικής και της τουρκικής με πλαστά λεκτικά κατασκευάσματα.
Ήταν απλώς ένα ατόπημα από υπερβάλλοντα ζήλο των Μπιεναλιστών μας, την καλλιτεχνική πρόταση των οποίων επέλεξε ο Σύνδεσμος Αρχιτεκτόνων, ή μήπως πρόκειται για εμβόλιμη ενέργεια για την εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπιμοτήτων;
Τα ερωτήματα ξεκινούν από τον τίτλο της συμμετοχής: «(στις πέτρες) εδώκαμεν σας την αναπνοή μας τζιαι εψιθυρίσετέ την πίσω στο χώμα». Τα λόγια είναι παρμένα από μια αγγλική διασκευή του μύθου του Ορφέα και της Ευριδίκης και απευθύνονται προς τις πέτρες, με τις οποίες, όπως αφήνουν να νοηθεί οι Μπιεναλίστες, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μόχθησαν μαζί για να κτίσουν τις παραδοσιακές δόμες/ξερολιθιές. Στο κυπριακό περίπτερο της Βενετίας εκτίθενται καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις από τέτοιες κατασκευές, καθώς και φωτογραφίες.
Μόνο που αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η κατασκευή δόμων/ξερολιθιών ήταν κυρίως συνδεδεμένη με την αμπελουργία στα κρασοχώρια της Λεμεσού, της Πιτσιλιάς και της Πάφου και ήταν σχεδόν εξολοκλήρου δουλειά των Ελληνοκυπρίων. Οι Τουρκοκύπριοι, εκτός κάποιων εξαιρέσεων, δεν ασχολούνταν και δεν ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια γιατί η Μουσουλμανική θρησκεία τους απαγορεύει το αλκοόλ. Μάλιστα στο χωριό Σαλαμιού της Πάφου, το οποίο οι Μπιεναλίστες προβάλλουν ως πρότυπο, δεν υπήρχαν καν Τουρκοκύπριοι. Άρα, η συγκεκριμένη απασχόληση δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως αντιπροσωπευτική του κοινού ιδρώτα με τον οποίο οι Έλληνες και Τούρκοι κάτοικοι έχουν ποτίσει αυτή τη γη.
Συνεπώς, προκύπτουν δύο τινά. Είτε η καλλιτεχνική ομάδα δεν μελέτησε καλά το θέμα της κι έπεσε τελείως έξω, είτε δεν την ενδιέφερε και τόσο πολύ το θέμα όσο μια βάση για να στήσει το πολιτικογλωσσικό μανιφέστο της με το επίμαχο βιβλίο στην αγγλική γλώσσα, μεταφρασμένο στα «ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά», τα οποία αποκαλούνται «εντελώς παραγνωρισμένες γλώσσες».
Στην πραγματικότητα πρόκειται για βάρβαρη κυπριοποίηση της κοινής ελληνικής. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι ότι οι Μπιεναλίστες αναφέρονται επανειλημμένα μόνο σε «ξερολιθκιές», ενώ η παραδοσιακή κυπριακή λέξη γι’ αυτές είναι «δόμες» (ο γράφων έχει κτίσει ουκ ολίγες). Έχουν πάρει, δηλαδή, τη λέξη ξερολιθιά που λέγεται στην Ελλάδα και της έβαλαν ένα κάππα ανάμεσα στο θήτα και στο γιώτα. Αλλά και στον ίδιο τον τίτλο της συμμετοχής χρησιμοποιείται η λέξη «εψιθυρίσετε» που έχει εκτοπίσει τις κυπριακές λέξεις «εψουψουρίσετε» ή «εμουρμουρίσετε». Κανένα μέρος ή σχήμα του λόγου δεν γλυτώνει από τις ορθογραφικές, συντακτικές και φωνολογικές αυθαιρεσίες των Νεομπιεναλιστών, οι οποίοι επιμένουν να αποκαλούν το επινόημά τους «γλώσσα».
Μάλιστα, σε επίσημη ανακοίνωσή τους μετά τις πρώτες αντιδράσεις αποκαλύπτουν ότι είχαν ζητήσει για το θέμα αυτό τη γνώμη του γλωσσολόγου Σπύρου Αρμοστή, ο οποίος αποφάνθηκε ότι «δεν τίθεται πρόβλημα στη χρήση του όρου ‘γλώσσα’». Μα, ο κ. Αρμοστής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Πρόεδρο κάποιας Γλωσσολογικής Εταιρείας, έχει τάξει σκοπό της ζωής του την αναγνώριση της κυπριακής διαλέκτου ως επίσημης γλώσσας, κάτι που ασφαλώς θα απόβαινε σε βάρος της κατοχυρωμένης από το Σύνταγμα Ελληνικής γλώσσας.
Ο εν λόγω καθηγητής διατυπώνει στεντορείως τις απόψεις του σε τραβηγμένο κυπριακό λόγο κάθε Σάββατο πρωϊ από τοπικό ραδιοσταθμό, παγκύπριας εμβέλειας, σε αγαστή συνεργασία με τους δύο παραγωγούς/παρουσιαστές του σχετικού προγράμματος. Ο Αρμοστής συστήνεται μεταξύ άλλων ως «γενετιστής της γλώσσας», υποστηρίζοντας ότι «ούλλες οι διάλεκτοι εν γλώσσες τζ’ έτσι η κοινή ελληνική έννεν ανώττερη που την κυπριακή». Γι’ αυτό φέρει φορτικά ως παράδειγμα την αναγνώριση το 2008 από την Κυπριακή Δημοκρατία του μαρωνίτικου ιδιώματος ως μειονοτική γλώσσα, που ως τότε εθεωρείτο αραβική διάλεκτος.
Είναι άγνωστο ποια είναι ακριβώς σχέση της ομάδας των Μπιεναλιστών με τον γλωσσολόγο Σπύρο Αρμοστή και την ομάδα του, αν δηλαδή περιορίζεται στην παροχή συμβουλής ή αν πρόκειται για ευρύτερη διασύνδεση. Αυτό, πάντως, που έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η συνεργασία τους είχε ως αποτέλεσμα για πρώτη φορά η Κυπριακή Δημοκρατία να εμφανιστεί διεθνώς με άλλη γλώσσα στη θέση της επίσημης Ελληνικής. Κι αυτό θα ισοδυναμούσε με γλωσσικό πραξικόπημα αν αποδεικνυόταν ότι η ανατροπή του Συντάγματος (άρθρο 3) έγινε με τρόπο που μπορεί να χαρακτηριστεί συνωμοτικός.