Εδώ και ενάμιση χρόνο, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία πολυδιαφήμιζαν πως θα αρθούν οι στρεβλώσεις με τις πολλαπλές συντάξεις και την παράλληλη καταβολή σύνταξης και μισθού σε εν ενεργεία κρατικούς αξιωματούχους, ωστόσο, επί της ουσίας 98 υφιστάμενοι αξιωματούχοι που είναι δικαιούχοι των συγκεκριμένων ωφελημάτων θα συνεχίσουν να τα λαμβάνουν, όσο βρίσκονται στη ζωή.

Πρόκειται για 28 αξιωματούχους που λαμβάνουν μισθό και τουλάχιστον μια σύνταξη, από τους οποίους οι 16 λαμβάνουν σύνταξη ως πρώην δημόσιοι υπάλληλοι και τέσσερις λαμβάνουν μισθό και σύνταξη. Επίσης, άλλοι 70 κρατικοί αξιωματούχοι λαμβάνουν πέραν της μιας σύνταξης.

Ούτε με τη φόρμουλα που ενέκρινε η Βουλή, ούτε με το κυβερνητικό νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε την παραχώρηση φιλοδωρήματος στους αξιωματούχους αντί συνταξιοδοτικών ωφελημάτων (και απορρίφθηκε από τη Βουλή), αντιμετωπίζεται το πρόβλημα.

Υπάρχει πρόβλημα και με τη ρύθμιση για την εθελοντική αποποίηση της σύνταξης από αξιωματούχους, καθώς η νομοθεσία δεν ξεκαθαρίζει εάν καλύπτει τους υφιστάμενους κρατικούς αξιωματούχους. Η νομοθεσία προβλέπει την υποβολή δήλωσης αποποίησης της σύνταξης αμέσως μετά τον διορισμό ή την εκλογή τους.

Σε σχέση με τη γενικότερη ρύθμιση, αντιλαμβάνομαι τα συνταγματικά και άλλα νομικά προβλήματα που προέκυψαν κυρίως λόγω των δικαστικών αποφάσεων, αλλά εάν επιθυμούσαν είτε κυβέρνηση, είτε κόμματα να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα για τους υφιστάμενους αξιωματούχους, θα μπορούσαν να το πράξουν μέσω της τροποποίησης του Συντάγματος.

Φυσικά, η τροποποίηση θα πρέπει να έρθει από την πλευρά της Κυβέρνησης, καθώς εάν αυτό γίνει μέσω πρότασης νόμου, είναι δεδομένο πως θα κριθεί ως αντισυνταγματική γιατί θα θεωρηθεί παρέμβαση της Βουλής στις εξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας.

Υπάρχουν και τοποθετήσεις, ωστόσο, πως μπορεί και η ίδια η Βουλή να προτείνει τροποποίηση του Συντάγματος, η οποία μάλιστα θα συνοδευόταν και με σχετική αλλαγή της νομοθεσίας. Συνεπώς, υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπιστεί το θέμα, εάν οι δύο πλευρές άφηναν στην άκρη το «γινάτι» και έδειχναν πραγματική πολιτική βούληση.

Και τα πυρά δεν αγγίζουν μόνο την Κυβέρνηση, αλλά και τα κόμματα, τα οποία όταν κλήθηκαν στη συναντήσεις στο υπουργείο Οικονομικών, δεν παρευρέθηκαν ούτε εκπρόσωποι των συγκυβερνώντων. Μάλιστα, στην πρώτη συνάντηση ούτε τον αναλογιστή δεν άφησαν να τους παραθέσει τα σχετικά στοιχεία.

Χαμένες είναι και οι δύο πλευρές. Και αυτό γιατί η μια προσπαθούσε να μεταθέσει την ευθύνη στην άλλη. Κάποιοι υποστηρίζουν πως με το λειψό νομοθέτημα της κυβέρνησης, αυτή προσπαθούσε να ρίξει την καυτή πατάτα στη Βουλή και στη συνέχεια τα κόμματα με έγκριση των προτάσεων νόμου την επέστρεψε πίσω, για να καταδείξει πως η ίδια ήθελε να επιλύσει η πρόβλημα.

Η Κυβέρνηση, σε περίπτωση που δεν αποδεχθεί τη νέα νομοθεσία, θα την στείλει στο Ανώτατο Δικαστήριο για να κρίνει το μέλλον της. Αυτό που ανησυχεί ιδιαίτερα τη Βουλή είναι το ενδεχόμενο η απόφαση του δικαστηρίου να προκύψει παραμονές των βουλευτικών εκλογών του Μαΐου του 2026. Σε περίπτωση που η απόφαση είναι εις βάρος της απόφασης της Βουλής, τα μέλη της θα εκτεθούν περισσότερο.

Συνεπώς, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία εάν δεν οδηγούσαν την ιστορία στα άκρα και εάν έβρισκαν έναν κώδικα συνεννόησης θα μπορούσαν εάν επιθυμούσαν να επιλύσουν το πρόβλημα. Με αυτή την κατάληξη και οι δυο πλευρές βρίσκονται εκτεθειμένες. Ενδιαφέρον θα έχει πώς θα εξελιχθεί η συζήτηση, καθώς οι δύο πλευρές ουσιαστικά έχουν εγκλωβιστεί.

Για να μην συνεχίσουν να εκτίθενται στον κόσμο, ο οποίος είναι ο τελικός κριτής, θα ήταν καλό να καθίσουν επιτέλους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων να βρουν μια νούσιμη και πρακτικά εφαρμόσιμη λύση για όλους τους αξιωματούχους, νυν και πρώην. Με τον λαϊκισμό, τα επικοινωνιακά παιχνίδια και τα γινάτια το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται αλλά δοιωνίζεται.