Tufan στα ελληνικά σημαίνει θύελλα, κάποτε μπορεί να σημαίνει και κατακλυσμός. Η επικράτηση του Τουφάν  Έρχιουρμαν, τη νύχτα της 19ης Οκτωβρίου 2025 ήταν μια «πολιτική θύελλα» και ίσως μαζί της να φέρνει κατακλυσμιαίες εξελίξεις τόσο στο πολιτικό σύστημα των κατεχομένων  όσο και στο επίπεδο των σχέσεων της Τουρκοκυπριακής κοινότητας με την κυβέρνηση Ερντογάν.

Ο πρώην ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Μουσταφά Ακιντζί έγραψε στις 20 Οκτωβρίου 2025, το δικό του πρώτο σχόλιο για το εκλογικό αποτέλεσμα της προηγούμενης νύχτας και άγγιξε ίσως τον πυρήνα της σημερινής κατάστασης στα κατεχόμενα: «Ο Τατάρ δεν χρειάζεται να στεναχωριέται ιδιαίτερα για την ήττα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται να παραδώσει ένα αξίωμα που ο ίδιος δεν κέρδισε με αξιοκρατικό τρόπο, σε κάποιον που το κέρδισε πραγματικά με την αξία του. Από το 2020 ο Τατάρ κατείχε μια θέση που αποκτήθηκε με πολύ μικρή διαφορά, υπό την επίδραση των απειλών και πιέσεων του συνασπισμού Ερντογάν-AKP-MHP και κυρίως της ΜΙΤ, του στρατού, της γραφειοκρατίας και ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού, καθώς και των εκατομμυρίων σε μαύρο χρήμα του Φαλιαλι. Αυτή τη φορά, το παρασκήνιο δεν λειτούργησε όπως πριν από πέντε χρόνια. Και όσα έγιναν στο προσκήνιο, τελικά δεν ήταν αρκετά για να τον σώσουν».

 Όντως αυτά που μεσολάβησαν τα τελευταία πέντε χρόνια μεταξύ Άγκυρας και τουρκοκυπριακής κοινότητας, τελικά αποδείχθηκαν επιδραστικά στην συλλογική συνείδηση, ίσως πολύ περισσότερο από ότι πίστευαν διάφοροι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος στα κατεχόμενα.  

Με πολύ λίγα και συγκεκριμένα λόγια, χωρίς τη «φασαρία» του δρόμου και των κινητοποιήσεων, με ένα τρόπο σιωπηλής αντίστασης και χωρίς υπεροψία, στις 19 Οκτωβρίου 2025 επικράτησε η κοινοτική αξιοπρέπεια. Εκείνη τη νύχτα η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων αποφάσισαν ότι θα πουν οι ίδιοι το όνομα τους. Γιατί εδώ και κάποια χρόνια, το ακούν από άλλους. Αποφάσισαν μάλιστα ότι θα πουν το όνομα τους όπως αυτοί θέλουν. Όχι με το περιεχόμενο που αποφάσισε η «άλλη πλευρά της θάλασσας» (Άγκυρα) να το λέει. Ούτε και με το περιεχόμενο που η «άλλη πλευρά του οδοφράγματος» (Ελληνοκυπριακή κοινότητα) θέλει να πιστεύει. Τα τελικά αποτελέσματα των «εκλογών» ήταν σαρωτικά γιατί εξέφρασαν σε ολοκληρωμένο βαθμό την αντίληψη και τις πολιτικές θέσεις που προέκυψαν από τις βιωμένες εμπειρίες των Τουρκοκυπρίων τα τελευταία χρόνια. Ακριβώς έτσι όπως περιέγραψε τα αισθήματα πολλών ο Ακιντζί στο μήνυμά του.

Η πολιτική και εκλογική γεωγραφία

Ο Τουφάν Έρχιουρμαν με το τελικό 62,7% και 87,137 ψήφους, κατάφερε να κερδίσει το υψηλότερο ποσοστό σε ψηφοφορία για την ανάδειξη του Τουρκοκύπριου ηγέτη που καταγράφηκε τα τελευταία 30 χρόνια. Ο Ραούφ Ντενκτάς κέρδισε 66,7% στον πρώτο γύρο των «εκλογών» του 1990, ενώ το 1995 κατάφερε να κερδίσει 62,5%. Σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες ωστόσο, ο Έρχιουρμαν κατάφερε να γίνει ο πρώτος Τουρκοκύπριος ηγέτης της κεντροαριστεράς που σε σχετικά νεαρή ηλικία (γεννημένος το 1970) πέτυχε να εκφράσει την σοβαρότερη ήττα της Δεξιάς στην περίοδο που ακολούθησε τα δημοψηφίσματα του 2004.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ερσίν Τατάρ ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία υποστηριζόμενος από τα τρία κύρια κόμματα της Δεξιάς (Κόμμα Εθνικής Ενότητας, Δημοκρατικό Κόμμα, Κόμμα Αναγέννησης) και με μια εκλογική βάση που έφτανε περίπου στο 53,4% , τουλάχιστον έτσι όπως διαμορφώθηκαν τα ποσοστά των κομμάτων το 2022 στις «βουλευτικές». Αντίθετα ο Τουφάν Έρχιουρμαν είχε την στήριξη του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας, καθώς και άλλων αριστερών οργανώσεων με εκλογική δύναμη που δεν ξεπερνούσε το 39,5%. Τελικά ο Ερσίν Τατάρ όχι μόνο δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τα ποσοστά των κομμάτων που τον στήριξαν μένοντας στο  35,8%, αλλά επιπλέον απώλεσε 17,608 ψήφους από τους 67,322 που κέρδισε πριν πέντε χρόνια.

Στη Λευκωσία, ο Τουφάν Έρχιουρμαν κέρδισε ποσοστό 68,88% που είναι το μεγαλύτερο του, σε αντίθεση με τον Ερσίν Τατάρ του οποίου το ποσοστό έμεινε στο 29,83% και ήταν το χαμηλότερο που σημείωσε το βράδυ των εκλογών. Η Λευκωσία έχει όμως στρατηγική σημασία γιατί είναι με διαφορά το μεγαλύτερο εκλογικό σώμα που φτάνει στις 70.472 ψηφοφόρους. Στις 19 Οκτωβρίου ψήφισαν 46.021 ψηφοφόροι, δηλαδή 65,3% συμμετοχή στις κάλπες, ποσοστό που ξεπέρασε το μέσο όρο του 65,3%. Μεταξύ των δύο κύριων υποψηφίων καταγράφηκε 39% διαφορά. Όπως γίνεται κατανοητό, τόσο το μέγεθος του εκλογικού σώματος σε συνδυασμό με τη συμμετοχή και τη διαφορά εκλογικής δύναμης των δύο υποψηφίων, η Λευκωσία ήταν τελικά η περιοχή που εξασφάλισε τη νίκη του Έρχιουρμαν, αλλά και τη σαρωτική διαφορά. Στην Αμμόχωστο, τη δεύτερη μεγαλύτερη επαρχία σε ότι αφορά στο εκλογικό σώμα, ο Τουφάν Έρχιουρμαν κέρδισε 59,4% και ο Ερσίν Τατάρ 38,81%. Στις προηγούμενες «εκλογές» του 2020, στο δεύτερο γύρο ο Τατάρ κέρδισε 57.47% και ήταν το δεύτερο υψηλότερο του ποσοστό. Επομένως μέσα σε πέντε χρόνια απώλεσε 18,66%. Περίπου το ίδιο μοτίβο καταγράφηκε και στην Κερύνεια όπου η διαφορά των δύο ήταν 27,2%, στην Μόρφου όπου ο Έρχιουρμαν κέρδισε 25,97% περισσότερα από τον τατάρ και στη Λεύκα όπου η μεταξύ τους διαφορά σκαρφάλωσε επίσης στο 25,5%. Ειδικής αναφοράς αξίζει η έκβαση του αποτελέσματος στην επαρχία Τρικώμου που θεωρείται το προπύργιο της τουρκοκυπριακής, αλλά κυρίως της εποικιστικής Δεξιάς. Εκεί ο Έρχιουμαν κατάφερε να κερδίσει 50,80%, έναντι του Τατάρ που κέρδισε 47,46% και ήταν το υψηλότερο του ποσοστό. Στις προηγούμενες «εκλογές» του 2020, ο Τατάρ στο Τρίκωμο κέρδισε ξανά το μεγαλύτερο ποσοστό, το οποίο ωστόσο ήταν σαρωτικό φτάνοντας στο 70.79%. Στη βάση αυτής της αλλαγής, ο Τατάρ απώλεσε πάνω από 20%, κάτι που δείχνει μια σοβαρή μετακίνηση ψήφων των εποίκων προς τον νέο Τουρκοκύπριο ηγέτη.

Η Κύπρος ως εκλογική ήττα του Ερντογάν

Αν η Κωνσταντινούπολη με τον Εκρέμ Ιμάμογλου το 2019 και το 2024 στις δημοτικές εκλογές εξέφρασε μια στιγμή αισιοδοξίας για τα όρια ενός αυταρχικού καθεστώτος, οι Τουρκοκύπριοι το 2025 έδειξαν την αποτυχία στην προσπάθεια του ίδιου καθεστώτος να επικρατήσει ιδεολογικά και πολιτιστικά σε ξένο έδαφος. Η κυβέρνηση της Τουρκίας δεν ένιωσε σε καμιά στιγμή της προεκλογικής εκστρατείας στα κατεχόμενα την ανάγκη να κρύψει την παρέμβαση της υπέρ του Τατάρ. Ούτε και προσπάθησε να μπει σε μια διαδικασία «διπλωματικής συμπεριφοράς». Αντίθετα, η παρουσία κρατικών, κυβερνητικών, κομματικών αξιωματούχων, βουλευτών, στελεχών από μια ποικιλία δεξιών και ακροδεξιών σχηματισμών της Τουρκίας, καλλιτεχνών και αθλητών που αφιέρωσαν μέρος της καριέρας τους στον Ερντογάν, δε θα μπορούσε να ήταν πιο «θορυβώδης» και άμεση. Το κομβόι από την Τουρκία έφτανε εβδομαδιαία στα κατεχόμενα, κάθε φορά και με διαφορετικούς «καλεσμένους» στην προεκλογική Τατάρ. Αλλά με τρόπο που να δηλώνει ότι η παρέμβαση αυτή θα πρέπει να διαφημιστεί όσο πιο πολύ γίνεται. Σε σημείο μάλιστα που ο ίδιος ο Ερντογάν μιλώντας στο συνδεδεμένο με μικρόφωνα τηλέφωνο του διάσημου βετεράνου του παγκόσμιου ποδοσφαίρου Μεσούτ Οζίλ και απευθυνόμενος στο πλήθος που συγκεντρώθηκε για να δει από κοντά το ποδοσφαιρικό του «είδωλο» είπε το εξής: «Πρέπει να κερδίσουμε αυτές τις εκλογές». Συνειδητά ή ασυνείδητα μίλησε σε πρώτο πρόσωπο πληθυντικού («να κερδίσουμε») λες και επρόκειτο για μια εκλογική διαδικασία στην ίδια την Τουρκία και με υποψήφιο τον ίδιο.

Τι μπορεί να σημαίνει λοιπόν αυτή η αποτυχία επιβολής της θέσης της Άγκυρας σε ένα χώρο πλήρως εξαρτημένο οικονομικά και πολιτικά από την ίδια. Η συγκεκριμένη πολιτική ανυπακοή των Τουρκοκυπρίων επιβεβαιώνει ένα ιστορικό μοτίβο στις σχέσεις της κοινότητας με την Τουρκία, αλλά την ίδια στιγμή επαναφέρει και την ρευστότητα των σχέσεων που υπάρχουν σε πλαίσια αποικιοκρατικών φαινομένων. Εάν τα κατεχόμενα μετατρέπονται σε ένα είδος αποικίας ή ημιαποικίας της Τουρκίας, τότε η πρόσφατη εκλογική ήττα του Ερντογάν δείχνει τις «αποστάσεις» που αναπαράγονται και που προκαλούν μικρές ή μεγαλύτερες ρήξεις στις σχέσεις εξάρτησης. Από τη μια πλευρά η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται μέσα σε μια σκληρή πραγματικότητα όπου το ισχυρό μέρος (Άγκυρα) έναντι των αδύνατων (τουρκοκυπριακή πλευρά) είναι αδιαμφισβήτητο. Όμως από την άλλη πλευρά, η 19η Οκτωβρίου έδειξε ότι η «αδιαμφισβήτητη» ισχύς του δυνατού τελικά έχει όρια, τα οποία προκύπτουν από την αναπαραγωγή της διεκδίκησης για αυτονόμηση.

Η  διαπραγμάτευση με την Άγκυρα και ο Μπαχτσελί

Είναι ακριβώς η επιβίωση των διεκδικήσεων της αυτονόμησης που εξανάγκασε τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτη της τουρκικής ακροδεξιάς και εταίρο του Ερντογάν, να επαναφέρει το ζήτημα της προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία. Ο Μπαχτσελί με τις δηλώσεις του για μετατροπή των κατεχομένων στον 82ο νομό της Τουρκίας επανέφερε την ίδια στιγμή δύο βασικά ζητήματα:

Το πρώτο είναι η επαναφορά της αντίληψης της ακροδεξιάς και όχι μόνο, ότι εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας υπάρχει ένας «εσωτερικός εχθρός» έτοιμος να ξεπουλήσει την Κύπρο στον «προαιώνιο αντίπαλο». Αυτή η «απειλητική» διάσταση είναι σημαντική εφόσον διεκδικεί να λειτουργήσει ως εργαλείο πολιτικής πρακτικής και συγκεκριμένων πολιτικών αποτελεσμάτων.

Το δεύτερο είναι η προσπάθεια του Μπαχτσελί να θέσει δημοσίως «όρια» στον νέο Τουρκοκύπριο ηγέτη.

 Η θέση για μετατροπή της Κύπρου και τυπικά σε τουρκικό νομό δεν είναι απλά μια παραδοσιακή θέση της ακροδεξιάς στην Τουρκία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η ήττα της Άγκυρας στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν θα γίνει εύκολα αποδεκτή, αλλά την ίδια στιγμή υπενθυμίζει ότι πίσω από την ρητορική των «δύο κρατών» ουσιαστικά βρίσκεται η προσάρτηση των κατεχομένων.

Ο τρόπος με τον οποίο παρενέβηκε ο Μπαχτελί και το περιεχόμενο των τοποθετήσεων του, είναι σημαντικά δεδομένα και για τις λεπτές ισορροπίες μέσα στις οποίες είναι αναγκασμένος να λειτουργήσει ο νέος τουρκοκύπριος ηγέτης. Είναι δεδομένο ότι σε σύγκριση με προηγούμενους ηγέτες των Τουρκοκυπρίων από την περίοδο του 2004 και μετά, ο Έρχιουρμαν έχει μια ιδιαίτερη λαϊκή νομιμοποίηση. Ωστόσο είναι επίσης δεδομένο ότι η κυβέρνηση Ερντογάν δεν πρόκειται να συναινέσει τόσο εύκολα στη λαϊκή νομιμοποίηση του Τουρκοκύπριου ηγέτη. Η διαδικασία διαλόγου μεταξύ τουρκοκυπριακής ηγεσίας και Άγκυρας αναμένεται να είναι μια διαδικασία σκληρή, ασταθής και γεμάτη ερωτηματικά. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι θα αρχίσει σχετικά άμεσα. Ενώπιον του Έρχιουρμαν πλέον βρίσκονται τα πραγματικά και άμεσα διλήμματα που θα πρέπει να λύσει ενώπιον μιας νέας άτυπης πενταμερούς, αλλά και ενώπιον της εκκρεμότητας σε σχέση με την προώθηση μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Εντός αυτού του πλαισίου που αναμένεται να λειτουργήσει από τις αρχές Νοεμβρίου, θα φανούν και οι πρώτοι προσανατολισμοί αυτής της «παράλληλης διαπραγματευτικής διαδικασίας» για το Κυπριακό μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας.

Η αντίληψη Έρχιουρμαν για το διάλογο και οι λεπτές ισορροπίες

Ο νέος Τουρκοκύπριος ηγέτης αναλαμβάνει καθήκοντα με μια σαφώς διατυπωμένη θέση απέναντι στην Τουρκία, η οποία δεν εδράζεται σε ρητορική ρήξης, αλλά σε μια διεκδικητική και ταυτόχρονα ρεαλιστική προσέγγιση. Αυτή ήταν και μια αντίληψη που προσπάθησε να υπογραμμίσει σε ολόκληρη τη διάρκεια της προεκλογικής λέγοντας ότι δεν επιθυμεί να συγκρουστεί με την Τουρκία, αλλά να συνομιλήσει μαζί της.

Ο Έρχιουρμαν αναγνωρίζει ότι η Τουρκία αποτελεί αναπόσπαστο γεωπολιτικό παράγοντα για την τελική λύση του Κυπριακού και ότι κάθε μορφή συνολικής συμφωνίας δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει τη συναίνεση και τη θεσμική νομιμοποίηση της Άγκυρας. Παράλληλα, ο ίδιος γνωρίζει ότι μέσα στην ίδια την τουρκοκυπριακή κοινωνία υπάρχει ένα ευρύ φάσμα συναίνεσης ως προς τον ρόλο της Τουρκίας στα ζητήματα ασφάλειας στην περίοδο που θα ακολουθήσει την επίλυση του Κυπριακού. Θέση που ιστορικά αναπαράγεται και από την σχετική έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσέγγισή του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη δεν συνίσταται σε πλήρη αποκοπή δεσμών ή σε μια ολοκληρωτική αποστασιοποίηση από την Τουρκία. Αντίθετα ο Τουφάν Έρχιουρμαν αναμένεται να μπει σε μια προσπάθεια επανακαθορισμού των όρων της σχέσης αυτής, με γνώμονα την πολιτική ισοτιμία και την αμοιβαιότητα.

Είναι γεγονός ότι επιχειρεί να εκφράσει την ανάγκη για μια νέα εποχή στις σχέσεις Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας, όπου η εξάρτηση, η επιβολή και η ιεραρχική σχέση μεταξύ «μητέρας πατρίδας» και «μικρής πατρίδας» θα αντικατασταθούν από ένα καθεστώς διαλόγου και αλληλοσεβασμού. Κάτι το οποίο δεν μπορεί να υλοποιηθεί όμως σε συνθήκες αναπαραγωγής των υλικών και ιδεολογικών όρων της διχοτόμησης του νησιού. Ο νέος Τουρκοκύπριος ηγέτης από τη μια πλευρά δεν απορρίπτει τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας και αναγνωρίζει τη γεωστρατηγική της θέση, την ιστορική εμπλοκή της στο Κυπριακό και τον εγγυητικό της ρόλο. Όμως από την άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι η σχέση αυτή δεν μπορεί να συνεχίσει να βασίζεται σε έναν άνευ όρων περιορισμό της τουρκοκυπριακής βούλησης. Στο δικό του όραμα η Τουρκία δεν αντιμετωπίζεται ως ένας παράγοντας «ξένος» που πρέπει να επιβάλλει τη βούληση του, αλλά ως ένας στρατηγικός συνομιλητής που αναγνωρίζοντας την ύπαρξη διαφωνιών θα πρέπει να σεβαστεί την αυτονομία των Τουρκοκυπρίων.

Ωστόσο είναι επίσης γεγονός ότι όλες οι θέσεις που εξέφρασε ο Έρχιουρμαν στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας με επίκεντρο το πως βλέπει τη σχέση του με την κυβέρνηση στην Άγκυρα, δεν έλαβαν υπόψη – τουλάχιστον δημοσίως – το αυταρχικό περιεχόμενο της πολιτικής διαδικασίας στην Τουρκία. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος στην Τουρκία, η νέα σχέση που προσπαθεί ο Ερντογάν να επιβάλει στην τουρκική αντιπολίτευση, αλλά και οι γενικότεροι προσανατολισμοί του τουρκικού κράτους συνεχίζουν να αποτελούν γκρίζες ζώνες για τους στόχους του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη.

*Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών ,Πανεπιστήμιο Κύπρου