Νοµίζω ότι στην Κύπρο οι πραγµατικά καλλιεργηµένοι πολίτες βιώνουν ένα αίσθηµα ‘αηδίας’ µπροστά στα δεδοµένα του ευρύτερου κοινωνικού χώρου και αποσύρονται (αναφέροµαι στη διαφθορά των εξουσιών: της πολιτικής, της οικονοµικής, της εκπαιδευτικής, της εκκλησιαστικής). Αποσύρονται και έτσι ο χώρος µένει ελεύθερος για να τον λυµαίνονται οι απαίδευτοι, οι οποίοι, σηµειωτέον, πιστεύουν ότι είναι βαθύτατα µορφωµένοι επειδή επιδίδονται σ’ ένα επιφανειακό πλιάτσικο στο πεδίο της γνώσης. Η ‘γνώση’ όµως εκδικείται. Ο Καβάφης είπε: ‘Όποιος τρέχει πίσω από τη γνώση, αρπάζει τη µωρία’», είχε δηλώσει το 2019 στον «Φ» ο καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών, ποιητής, κριτικός και συγγραφέας Μιχάλης Πιερής, ο οποίος έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών.
Με αφορμή τον απρόσμενο χαμό του αναδημοσιεύουμε εκείνη τη συνέντευξή του στη Χρυστάλλα Χατζηδημητρίου, όπου μιλά για την ολοκλήρωση δυο δεκαετιών από την ίδρυση του πολιτιστικού φεστιβάλ του Πανεπιστημίου Κύπρου «Αξιοθέα», του οποίοιου ως γνωστόν υπήρξε ιδρυτής, και τον αφήνουμε να μας παρασύρει σε μια κριτική ενδοσκόπηση του κυπριακού γίγνεσθαι.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Απεβίωσε ο καθηγητής Μιχάλης Πιερής
Διαβάστε τη συνέντευξη του Μιχάλη Πιερή στη Χρυστάλλα Χατζηδημητρίου:
Στην ποίησή του είναι γλαφυρός. Οι λέξεις εκεί λειτουργούν σαν πινέλο που ζωγραφίζει, με λογοτεχνική χάρη, εικόνες. Στον καθημερινό του λόγο όμως είναι αιχμηρός. Συναντιόμαστε με αφορμή την ολοκλήρωση δυο δεκαετιών από την ίδρυση του πολιτιστικού φεστιβάλ του πανεπιστημίου «Αξιοθέα» και τον αφήνουμε να μας παρασύρει σε μια κριτική ενδοσκόπηση του κυπριακού γίγνεσθαι.
– Μετά από 20 χρόνια λειτουργίας κρίνετε πως η Αξιοθέα ως πολιτιστικός θεσµός κατάφερε να έχει κάποια παρέµβαση στα πολιτιστικά πράγµατα του τόπου; Η «συµπλήρωση 20 χρόνων» είναι από µόνο του ένα επίτευγµα που δεν θα µπορούσε να γίνει χωρίς την κατάφαση σηµαντικού µέρους των ανθρώπων που ασχολούνται σοβαρά µε τα γράµµατα και τις τέχνες. Άλλο είναι όµως η αποδοχή της δουλειάς που γίνεται στην Αξιοθέα από ένα µικρό κοµµάτι της κοινωνίας και άλλο η παρέµβαση στα «πολιτιστικά πράγµατα του τόπου». Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, δεν έχουµε κατορθώσει να δώσουµε αυτό που πράγµατι µπορούµε µε βάση τις κατακτήσεις που έχουµε κάνει, µε υποµονή (και επιµονή). Κι αυτό επειδή σε τούτο το επίπεδο, της υποδοχής και της αφοµοίωσης του έργου της Αξιοθέας και του Θ.Ε.ΠΑ.Κ. από το ευρύτερο κοινό, υπάρχει το «φράγµα», που έχουν στήσει και στηρίζουν οι λογής κατ’ ουσίαν απαίδευτοι που όµως έχουν στα χέρια τους τη θεσµική εξουσία για τα θέµατα του πολιτισµού.
– Μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριµένος; Τηλεγραφικά µόνο: Υπουργείο, ΘΟΚ, ΡΙΚ, Δήµοι, ΜΜΕ. Όχι ότι δεν υπάρχουν και εντός αυτών των οργανισµών κάποια µεµονωµένα άτοµα που το παλεύουν. Όµως ως θεσµικές εξουσίες οι οργανισµοί αυτοί έχουν µεγάλο µέρος της ευθύνης για το «φράγµα» για το οποίο µιλώ εδώ.
– Η έναρξη των εκδηλώσεων του φθινοπώρου συνέπεσε µε συναυλία του Ρουβά στο Πανεπιστήµιο Κύπρου, η οποία οργανώθηκε από φοιτητική παράταξη. Αυτό θα µπορούσε να ερµηνευτεί ως αποτυχία της Αξιοθέας, Πολιτιστικού Φεστιβάλ του πανεπιστηµίου, να «µιλήσει» στους φοιτητές; Φυσικά. Ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι έχουµε κερδίσει τους φοιτητές όσοι µένουµε αυστηρά προσηλωµένοι στην παραγωγή ποιοτικού έργου. Σε αυτό το κοµµάτι έχουµε αποτύχει. Έχουµε κερδίσει ένα 5%, ίσως, του συνόλου των φοιτητών, των πιο «ψαγµένων», των πιο συνειδητοποιηµένων κι αυτό αντισταθµίζει την απώλεια. Το πανεπιστηµιακό «µέγα πλήθος», ανήκει οργανικά στο ευρύτερο κοινωνικό «µέγα πλήθος», αυτό που στηρίζει τα πολιτιστικά σκουπίδια.
– Αυτό το µέγα πλήθος, που όπως λέτε καταναλώνει σκουπίδια της βιοµηχανίας πολιτισµού, πώς το εξηγείτε; Είναι απλό. Το να ανήκεις στους ανυποψίαστους είναι εύκολο και ανέξοδο. Το να ανήκεις στους «µυηµένους», εκείνους που επιµένουν να επιλέγουν το ποιοτικό, που έχουν απορίες, που ψάχνονται διαβάζοντας και πίσω από τις γραµµές, χρειάζεσαι την εµπειρία της «µύησης» που απαιτεί κόπο και προσήλωση (δηλαδή πραγµατική παιδεία). Γι’ αυτό είµαι βαθύτατα ευγνώµων, αφενός, στα παιδιά του Θ.Ε.ΠΑ.Κ. που έχουν ταυτιστεί µε το όραµα της Αξιοθέας· αφετέρου, στο συνειδητό κοινό της Αξιοθέας που µπορεί να µην είναι τεράστιο, είναι όµως πιστό στην επιλογή της στήριξης των προσπαθειών για ποιοτικό πολιτισµό. Ως παράδειγµα θα αναφέρω ευχαριστώντας δηµόσια, έναν πραγµατικά καλλιεργηµένο συµπατριώτη µας, τον επιχειρηµατία δρα Ανδρέα Πήττα, ο οποίος στηρίζει τις παραστάσεις του Θ.Ε.Π.Α.Κ.
– Η ανυπαρξία καλλιεργηµένου κοινού είναι σύµπτωµα της κυπριακής κοινωνίας ή παγκόσµιο φαινόµενο; Θα µιλήσω για την Κύπρο, όπου το πρόβληµα δεν είναι µόνο ότι δεν υπάρχει κοινό. Ή µάλλον δεν υπάρχει µεγάλο ενεργό καλλιεργηµένο κοινό. Νοµίζω ότι στην Κύπρο οι πραγµατικά καλλιεργηµένοι πολίτες βιώνουν ένα αίσθηµα «αηδίας» µπροστά στα δεδοµένα του ευρύτερου κοινωνικού χώρου και αποσύρονται (αναφέροµαι στη διαφθορά των εξουσιών: της πολιτικής, της οικονοµικής, της εκπαιδευτικής, της εκκλησιαστικής). Αποσύρονται και έτσι ο χώρος µένει ελεύθερος για να τον λυµαίνονται οι απαίδευτοι, οι οποίοι, σηµειωτέον, πιστεύουν ότι είναι βαθύτατα µορφωµένοι επειδή επιδίδονται σ’ ένα επιφανειακό πλιάτσικο στο πεδίο της γνώσης. Η «γνώση» όµως εκδικείται. Ο Καβάφης είπε: «Όποιος τρέχει πίσω από τη γνώση, αρπάζει τη µωρία».
– Φταίει το κοινό για αυτό; Το κοινό είναι το τελευταίο που φταίει. Γιατί είναι πολλαπλώς κακοποιηµένο από τις ποικίλες εξουσίες (την πολιτική, την οικονοµική, την εκκλησιαστική, την εκπαιδευτική, την κοµµατική). Από την άλλη, έχουµε δει ότι εκείνο που χαρακτηρίζει πολλούς από τους «διάφορους φορείς» της κυπριακής κοινωνίας, είναι οι επιδόσεις στη διαφθορά.
– Ποια αντίσταση µπορεί να έχει σε όλα αυτά; Από µόνο του, καµία. Είναι τόσο ευάλωτο, όσο και ανίδεο για το τι παίζεται πίσω από τις κουρτίνες. Αν όµως υπάρξει ένας ιδεασµένος κοινωνικός θύλακας, ας πούµε µία πνευµατική «ελίτ» -για να χρησιµοποιήσω την επικίνδυνη λέξη- η οποία θα δηµιουργεί εναλλακτικές εµπειρίες και θα κατευθύνει την κοινωνία προς ποιοτικές επιλογές, τότε ίσως µπορεί να υπάρξει µία µορφή αντίστασης σε αυτό τον «βοµβαρδισµό» µαζικής κουλτούρας (προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η όλη προσπάθεια της Αξιοθέας). Το θέµα είναι να δοθεί στον κόσµο η δυνατότητα να γευτεί την ποιοτική προσφορά κάποιων σηµαντικών, πλην όχι πάντοτε ιδιαίτερα επιτυχηµένων στο εµπορικό κοµµάτι, δηµιουργών -αλλά αυτό πώς θα γίνει; Κι εδώ είναι η µεγάλη ευθύνη της πολιτείας που διαθέτει τις δυνατότητες και τη θεσµική δύναµη, αλλά δεν είναι σε θέση να διακρίνει το ποιοτικό από το µέτριο, το αυθεντικό από το κάλπικο.
– Λέγοντας (στο εισαγωγικό σηµείωµα των εκδηλώσεων) «δεν απευθυνόµαστε σε πολλούς λογοδοτούµε σε λίγους, αυτούς που γνωρίζουν», µήπως µπορεί να ακουστεί ελιτίστικο; Ας ακουστεί. Εγώ δεν αξιολογώ. Περιγράφω. Αυτή είναι η πραγµατικότητα. Με την οποία βρίσκεται αντιµέτωπος κάθε δηµιουργός που θέτει αυστηρούς όρους στον τρόπο που εργάζεται. Όταν δηµιουργείς σε αυτό το επίπεδο, προϋποθέτεις έναν τουλάχιστον επαρκή αποδέκτη τον οποίο σέβεσαι και θεωρείς ότι και αυτός σε σέβεται. Αυτοί είναι οι λίγοι στους οποίους λογοδοτείς. Απ’ εκεί και πέρα η κυπριακή κοινωνία είναι γεµάτη επηρµένους κοµπογιαννίτες και δραστήριους µέτριους, που όλοι µαζί συγκροτούν αυτόν τον τροµερό σε δύναµη συρφετό «των φθονερών και των στείρων», όπως τους ονόµασε ο Γιάννης Ρίτσος και οι οποίοι έχουν µία και µόνη ενασχόληση (µε υψηλές µάλιστα επιδόσεις!): πώς να κουτσοµπολεύουν, πώς να λοιδωρούν, πώς να εµποδίζουν το έργο αυτών που προσπαθούν να δηµιουργήσουν ένα στέρεο έργο (καλλιτεχνικό, επιστηµονικό) που να µην είναι εφήµερο, αλλά ανθεκτικό στο χρόνο, εποµένως χρήσιµο στην κοινωνία.
– Θα σας υποβάλω µια δική σας ερώτηση όπως τη θέσατε στο σηµείωµά σας: Πού εγγράφονται τα αποτελέσµατα µιας ποιοτικής δουλειάς, ποιος τα αφοµοιώνει, ποιος τα αξιοποιεί κυρίως στο χώρο της Παιδείας; Κανείς. Η επίσηµη κυπριακή Παιδεία δεν έχει σχέση µε αυτό για το οποίο µιλούµε εδώ. Το αγαθό της ποιοτικής δουλειάς στο χώρο των γραµµάτων και των τεχνών δεν της είναι αναγνωρίσιµο. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έχει γράψει ένα συγκλονιστικό στίχο µε τον οποίο εξέφρασε όλη τη συσσωρευµένη πίκρα και την απελπισία του, όταν εννόησε ότι το πρόβληµα της Κύπρου ήταν ότι οι δυνάµεις που είχαν την εξουσία να διαχειριστούν τη µοίρα της, ήσαν τυφλές και έτσι δεν µπορούσαν να τη δουν πραγµατικά. Ο στίχος λέει: «Και βάλτε Φως στα ’µµάτια τους ν’ αµπλέψουν να µε δούσιν».
– Στην αναφορά στην Παιδεία, συµπεριλαµβάνεται και το πανεπιστήµιο; Οπωσδήποτε! Μπορεί να επαίρεται, ιδίως τον τελευταίο καιρό, για τις επιτεύξεις του, αλλά κάποτε θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις στην κοινωνία για τη στάση της πανεπιστηµιακής εξουσίας απέναντι στις ανθρωπιστικές σπουδές και ιδιαίτερα στις νεοελληνικές. Να µας πουν οι µόνιµοι τα τελευταία 15/20 χρόνια φορείς της πανεπιστηµιακής εξουσίας γιατί ασµένως παρεµπόδιζαν την ίδρυση Φιλοσοφικής Σχολής (χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια επίµονων αγώνων για να ιδρυθεί). Γιατί υπονόµευσαν την οργανική εξέλιξη της Σχολής αυτής που θα γινόταν µε την ίδρυση Τµηµάτων Φιλοσοφίας και Γλωσσολογίας. Γιατί έσπειραν τον διχασµό και οδήγησαν στην παρακµή ένα από τα πιο ακµαία τµήµατα του Πανεπιστηµίου Κύπρου. Γιατί ενταφίασαν την ίδρυση Σχολής Καλών Τεχνών. Γιατί ούτε καν ένα Τµήµα Θεατρικών/Θεατρολογικών ή Μουσικών/Μουσικολογικών Σπουδών δεν άφησαν να γίνει. Αναφερθήκατε πριν στη συναυλία του Ρουβά το βράδυ των εγκαινίων του Φεστιβάλ της Αξιοθέας. Η συγκυρία είναι από µόνη της διαφωτιστική. Η εναρκτήρια συναυλία για τη λόγια και λαϊκή µουσική της Κωνσταντινούπολης που πληµµύρισε την Αξιοθέα µ’ ένα εξαιρετικά ποιοτικό κοινό, έγινε χάρη στο γεγονός ότι το Πανεπιστήµιο Λευκωσίας ίδρυσε και στηρίζει τη λειτουργία Τµήµατος Μουσικών Σπουδών. Το Πανεπιστήµιο Κύπρου και παρά την πολύχρονη δράση της Αξιοθέας που δηµιούργησε ένα ευνοϊκό κοινωνικό ρεύµα προς την κατεύθυνση αυτών των σπουδών, τις υπονόµευσε συνειδητά, απλούστατα διότι οι φορείς της πανεπιστηµιακής εξουσίας δεν είχαν την απαραίτητη πολιτισµική παιδεία που θα τους επέτρεπε να αντιληφθούν την αξία αυτών των σπουδών για την πνευµατική εξέλιξη της κυπριακής κοινωνίας.
– Γιατί απέτυχε, αν απέτυχε, το πανεπιστήµιο να κάνει τη µεγάλη παρέµβαση στην κοινωνία της Κύπρου; Φυσικά και απέτυχε. Το θέµα είναι πόση ευθύνη έχει το ίδιο και πόση η κοινωνία. Το σενάριο που θέλει την κοινωνία να υποδέχεται επιφυλακτικά (αν όχι και εχθρικά) ένα νέο πανεπιστήµιο το ξέρω καλά, είχα ζήσει και στην Κρήτη παρόµοια εµπειρία την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του. Οι µικρές επαρχιώτικες κοινωνίες θέλουν ένα πανεπιστήµιο που να µην είναι «ενοχλητικό» µε νέες ιδέες, νέες νοοτροπίες. Όταν µυριστεί µια επαρχιακή κοινωνία ότι το πανεπιστήµιο φέρνει νέα ήθη, τότε ταµπουρώνεται ή γίνεται και επιθετική. Ή, το χειρότερο, αγκαλιάζει εκείνα τα στοιχεία που της µοιάζουν. Εκείνα που κοµίζουν ένα διαφορετικό λόγο, µια διαφορετική νοοτροπία, τα απωθεί. Πρόσθετο πρόβληµα είναι και το ότι οι περισσότεροι καθηγητές που µπόρεσε να προσελκύσει το Πανεπιστήµιο Κύπρου δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτό που ονοµάσατε «παρέµβαση στην κοινωνία». Ή µάλλον δεν είχαν εκείνη την παρέµβαση που θα εσήµαινε επίδραση και επενέργεια στις νοοτροπίες. Η προσπάθεια ανοίγµατος προς την κοινωνία από αρκετούς πανεπιστηµιακούς ήταν, δυστυχώς, ιδιοτελής. Κι αυτό γιατί οι στοχεύσεις τους ήταν και είναι ο καριερισµός (εντός του ιδρύµατος) και ο παραγοντισµός (εντός της κοινωνίας). Μένει ευτυχώς εκείνη η µικρή οµάδα που είναι αφοσιωµένη στο επιστηµονικό έργο της (ερευνητικό, διδακτικό). Σπουδαία οµάδα που οφείλουµε να την ευγνωµονούµε γιατί κρατά αναµµένη τη φλόγα της πραγµατικής έρευνας, αλλά που, όπως είπα και πιο πριν, έχει κλειστεί στο εργαστήρι της -η πολιτεία και η κοινωνία δείχνουν να µην τη χρειάζονται.
– Μιλάτε ωστόσο ευνοϊκά για προσπάθειες που γίνονται κυρίως από νέους ανθρώπους, έξω από το κατεστηµένο. Είστε παρόλα αυτά αισιόδοξος; Ναι, έχω µια (συγκρατηµένη έστω) αισιοδοξία που µου τη δίνει η Αξιοθέα. Γιατί όσες φορές άφησα να λειτουργήσει ώς πύλη για είσοδο νέων καλλιτεχνών στο χώρο ενός ποιοτικού φεστιβάλ, δεν το έχω µετανιώσει. Η εµπιστοσύνη που έδειξα µού ανταποδόθηκε (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) µε δουλειές υψηλής ποιοτικής στάθµης.
– Η τελευταία σας δουλειά είναι το «Παγκόσµιον Άσµα» του Χριστόδουλου Γαλατόπουλου. Τι είναι αυτό που σας έκανε να αναδείξετε το συγκεκριµένο έργο; Το «Παγκόσµιον Άσµα» είναι το πιο σηµαντικό λογοτεχνικό έργο του Γαλατόπουλου, ενός πραγµατικού διανοούµενου που συνδύασε την πνευµατική µε την κοινωνική και την πολιτική δράση. Αλλά, δυστυχώς, η υποδοχή του από την κυπριακή κοινωνία δεν ήταν (και δεν είναι ακόµη) αυτή που θα έπρεπε. Κι αυτό επειδή το «σήµα» Γαλατόπουλος είναι κάτι που φοβίζει διότι παραπέµπει σε µιαν αληθινή επαναστατική δύναµη στο χώρο της κυπριακής κοινωνίας από πολλές απόψεις. Από την άλλη, η πνευµατική εργασία του Γαλατόπουλου µέσα στη φυλακή, µε τις µεταφράσεις µεγάλων Άγγλων ποιητών (Byron, Keats, Scott, Burns, Tennyson), αποτελεί µιαν «απάντηση» στη δράση των αποικιοκρατών, συνιστά κορυφαία αντιστασιακή πράξη και µιαν από τις µεγαλύτερες νίκες της παγκόσµιας λογιοσύνης απέναντι στον απάνθρωπο θεσµό της αποικιοκρατίας.
– Αναφέρεστε στον Γαλατόπουλο ως ένα πραγµατικό διανοούµενο. Υπάρχει κυπριακή διανόηση; Πιθανότατα υπάρχει. Αλλά δεν έχει δώσει ακόµη ένα αναγνωρίσιµο στίγµα. Γιατί; Γιατί η Κύπρος (πλην µεµονωµένων περιπτώσεων σηµαντικών διανοούµενων) δεν έχει δώσει, όπως για παράδειγµα ο Αιγυπτιώτης Ελληνισµός, µιαν πολυσύνθετη άνθηση στο χώρο των γραµµάτων. Ούτε είχαµε µια λογοτεχνική «Σχολή», όπως λ.χ. η «Επτανησιακή», µε ορισµένα χαρακτηριστικά που να έχουν γίνει αποδεκτά πανελληνίως. Και κυρίως δεν είχαµε ένα συγκροτηµένο θεωρητικό και κριτικό λόγο ο οποίος να αναγνωρίζεται ως η κυπριακή συµβολή στην ιστορία των γραµµάτων.
– Προγραµµατίζετε την ανάδειξη άλλων έργων µετά το «Παγκόσµιον Άσµα»; Προγραµµατισµένα είναι µια αρχαία ελληνική τραγωδία, «Οι Φοίνισσες» του Ευριπίδη, η λυρική και δραµατική ποίηση του Δηµήτρη Λιπέρτη, η «Ερωφίλη» του Χορτάτση, ο «Φορτουνάτος» του Φώσκολου, ο «Φωτεινός» του Βαλαωρίτη, «Ο Θάνατος του Διγενή» του Σικελιανού, µία άγνωστη κυπριακή επιθεώρηση του Κώστα Μόντη και η κορυφαία αφηγηµατική και δραµατική τριλογία «Γράµµατα στη Μητέρα», επίσης του Μόντη.
– Και πιστεύετε ότι το «ξύλο» όπως χαρακτηρίσατε το Φεστιβάλ της Αξιοθέας, θα συνεχίσει να ανθεί ώστε να γίνουν όλα αυτά; Αν δεν το πίστευα θα είχα φύγει από την Κύπρο. Δεν βλέπω πολλά άλλα πράγµατα που θα µπορούσαν να µε κρατήσουν στην «Άρρωστη» όπως τη χαρακτήρισα «Νήσο» ήδη από το 1992, όταν ύστερα από εικοσάχρονη περιπλάνηση στο εξωτερικό επέστρεψα και είχα οµολογουµένως µιαν ανώµαλη προσγείωση στο φρικτό παρόν της (όπως µου φάνηκε η νέα εικόνα της που διαµορφώθηκε κάτω από ρυθµούς εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που έζησα κοντά της από το 1952 έως το 1972 που ξενιτεύθηκα). Μέσα σε αυτό το µαύρο και άρρωστο τοπίο, η Αξιοθέα ανατέλλει στον ξύπνιο και στον ύπνο µου, ως ένα πλεούµενο που κινείται όχι «προς ζόφον», αλλά προς το φως.
– Στον απολογισµό των 20 χρόνων λέτε πως το Μέγιστον Μάθηµα ήταν: «Μην κάνεις το γαϊδούρι άλογο γιατί η πρώτη κλωτσιά που θα ρίξει είναι σε σένα». Μπορείτε να µας εξηγήσετε πώς ταιριάζει στην εµπειρία σας µε την Αξιοθέα; Μπορώ να πω αυτό µόνο: όσο η Αξιοθέα (και το Θ.Ε.ΠΑ.Κ.), κατακτούσαν µια περίοπτη θέση στο πολιτισµικό και κοινωνικό τοπίο της Κύπρου (αλλά και µια πανελλήνια, εν µέρει και διεθνή αποδοχή), ήταν φυσικό να γεννήσουν αισθήµατα φθόνου. Γι’ αυτό και οι δύο θεσµοί πολεµήθηκαν µε ποικίλους τρόπους. Aς µην προστεθεί τίποτε άλλο.