Ο διορισμός του Μετίν Φεϊζίογλου ως του νέου πρέσβη της Τουρκίας στα κατεχόμενα ανακοινώθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2022. Είναι αλήθεια ότι μεταξύ των διορισμών πρέσβεων που ανακοίνωσε το υπουργείο Εξωτερικών, αυτός ήταν που συγκέντρωσε τα περισσότερα σχόλια και αναλύσεις στον τουρκικό Τύπο.

Η σχετικά μεγάλη σημασία που δόθηκε δεν αφορούσε τόσο το συγκεκριμένο πόστο διορισμού, όσο το γεγονός του διορισμού ειδικά του συγκεκριμένου προσώπου. Ο Μετίν Φεϊζίογλου δεν έχει καμία απολύτως ιδεολογική σχέση με το κίνημα του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία. Αντίθετα, μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν από τις προσωπικότητες της αντιπολίτευσης που «διακρίθηκε» για την σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζε κάθε πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν. Διετέλεσε μέλος της κεντρικής επιτροπής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP). Μάλιστα για ένα χρονικό διάστημα παρουσιαζόταν ως το αντίπαλο δέος του Κεμαλ Κιλιτσνταρογλου και διεκδικητής της προεδρίας του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, ακριβώς εξαιτίας της – για πολλούς – πιο σκληρής και αποτελεσματικής αντιπολίτευσης που ασκούσε.

Ο ίδιος ο Μετίν Φεϊζίογλου έγινε ιδιαίτερα γνωστός στην ευρύτερη κοινή γνώμη από την θητεία του ως πρόεδρος των δικηγορικών συλλόγων της Τουρκίας. Θέση στην οποία επανεκλεγόταν από το 2013 μέχρι και το 2021. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει για το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της Τουρκίας. Γιατί στην περίπτωση του κατεστημένου στην Άγκυρα, η οικογένεια Φεϊζίογλου είναι ιδιαίτερα γνωστή. Έχει βαθιές ρίζες, πολλά συμφέροντα και το όνομα της πρωταγωνιστεί στις σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Αξίζει να αναφερθεί ότι παππούς του νέου πρέσβη της Τουρκίας στα κατεχόμενα ήταν ο Τουρχάν Φεϊζίογλου. Πρόκειται για τον γνωστότερο ίσως εκπρόσωπο του λεγόμενου δεξιού κεμαλισμού. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 αποχώρησε από το CHP διότι διαφώνησε με την σοσιαλδημοκρατική στροφή του Μπουλέντ Ετζεβίτ. Δημιούργησε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα της Εμπιστοσύνης με βασική ιδεολογική πλατφόρμα την «σωτηρία του κράτους» από την «απειλή του διαμελισμού» που υποτίθεται ότι δημιουργούσε η όντως ενισχυμένη τουρκική Αριστερά της εποχής. Καθόλου τυχαία μερικά χρόνια μετά, στο πραξικόπημα του 1980, η χούντα Εβρεν θεωρούσε ότι η καλύτερη επιλογή για τη θέση του πρωθυπουργού ήταν ο Τουρχάν Φεϊζίογλου.

Οι πρώην εχθροί και νυν σύμμαχοι του Ερντογάν

Ο εγγονός Μετίν Φεϊζίογλου  λοιπόν, μεγάλωσε σε αυτό το ιδεολογικό περιβάλλον. Φοίτησε στις καλύτερες νομικές σχολές της Τουρκίας και σταδιακά ταυτίστηκε με τις ομάδες των «κοσμικών εθνικιστών». Παρόλο που ο όρος «κοσμικοί εθνικιστές» δεν αντικατοπτρίζει στα ελληνικά με ακρίβεια το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτών των ομάδων, εντούτοις χρησιμοποιείται για να δείξει την προσπάθεια διαχωρισμού του εθνικισμού από την θρησκεία, την οποία ήθελα να εκπροσωπήσουν οι συγκεκριμένες ιδεολογικές επεξεργασίες. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Άγκυρα: Στην ατζέντα μόνο τα δύο κράτη

Οι «κοσμικοί εθνικιστές» περιλαμβάνουν πολλούς διανοούμενους, δημοσιογράφους, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Ενισχύθηκαν ιδιαίτερα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και οι πολιτικές τους αναζητήσεις επικεντρώθηκαν περισσότερο στην αντίδραση ενάντια στην άνοδο του κουρδικού και ισλαμικού κινήματος. Ασχολήθηκαν έντονα με την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, προσπάθησαν να θεωρητικοποιήσουν τον αντιδυτικισμό τους και υποστήριξαν «εναλλακτικές» συνεργασίες της Τουρκίας με χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα. Εντός των «κοσμικών εθνικιστών» λοιπόν βρήκαν τρόπους έκφρασης και οι εκπρόσωποι του τουρκικού Ευρασιανισμού. 

Σύμφωνα με τις πολιτικές θέσεις αυτών των ομάδων, η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ συνιστούσε την τελευταία πράξη διαμελισμού της χώρας, μια νέα «συνθήκη των Σεβρών». Όπως γίνεται κατανοητό, χαρακτηριστική θέση στο συγκεκριμένο γεωπολιτικό όραμα είχε και το Κυπριακό. Αυτές οι ομάδες θεωρούσαν το Σχέδιο Ανάν «ανάθεμα» και επιβεβαίωση των «καταχθόνιων σχεδίων» των Ευρωπαίων για διάλυση του τουρκικού εθνικού κράτους. Καθόλου τυχαία ο Ραούφ Ντενκτάς φρόντισε να διατηρεί καλές σχέσεις με τις συγκεκριμένες προσωπικότητες και η συνεργασία τους απέκτησε μεγάλη σημασία στο περιβάλλον που δημιούργησε η κατάθεση του Σχεδίου Ανάν από τον ΟΗΕ. Κάποια χρόνια μετά, ένα μέρος των «κοσμικών εθνικιστών» αποκαλύφθηκε από τον Τύπο ως εμπλεκόμενο υποθέσεις Εργκενεκόν και Βαριοπούλα που στόχευαν στην πραξικοπηματική ανατροπή του Ερντογάν.

Η πολιτική της στρατολόγησης από τη δεξιά διανόηση

Μέσα από το προαναφερθέν πλέγμα προκύπτει συνεπώς το ερώτημα γιατί ο Μετίν Φεϊζίογλου διορίστηκε στην όντως σημαντική, για το διπλωματικό κατεστημένο της Άγκυρας, θέση του πρέσβη στην κατεχόμενη Κύπρο. Η απάντηση προκύπτει από την πολιτική στρατολόγησης που ακολουθεί ο Ερντογαν τα τελευταία χρόνια. Ο διορισμός του Μετίν Φεϊζίογλου είναι ένα μικρό κομμάτι της αλλαγής του συνασπισμού εξουσίας υπό τον Ερντογάν, η οποία κορυφώθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Αυτή η πτέρυγα της δεξιάς διανόησης της Τουρκίας, πήρε σταδιακά τη θέση της στη συμμαχία της κυβέρνησης ως περίπου «αντικατάσταση» των Γκιουλενιστών. Άλλωστε ο ίδιος ο Φεϊζίογλου από τη θέση του προέδρου των Δικηγορικών Συλλόγων βοήθησε τον Ερντογάν στην «εκκαθάριση» του δικαστικού κατεστημένου και στην τελική αποκατάσταση πολλών στρατιωτικών που εμπλέκονταν στις υποθέσεις Εργκενεκόν και Βαριοπούλα.  

Μέσα από την πολιτική στρατολόγησης που ακολουθεί ο Ερντογάν, ουσιαστικά επιδιώκει να συσπειρώσει προσωπικότητες και ιδεολογικούς χώρους «πρώην αντιπολιτευτικούς», σε μια νέα πολιτική πλατφόρμα. Το παράδειγμα του νέου πρέσβη στα κατεχόμενα δεν είναι το πρώτο και μάλλον ούτε το τελευταίο. Ίσως η πιο χαρακτηριστική κίνηση στρατολόγησης από την αντιπολίτευση στην εξουσία τα προηγούμενα χρόνια, είναι ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σόϊλου. Ένας πολιτικός που από τη στιγμή που εντάχθηκε στο μπλοκ εξουσίας, μετατράπηκε σε «ειδικό στέλεχος» για τις πιο σκληρές επιθέσεις στην αντιπολίτευση. 

Το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας και η ανάγκη προστασίας του κράτους, είναι τα βασικότερα στοιχεία αυτών των συμμαχιών. Με αυτό τον τρόπο, προσωπικότητες όπως ο Φεϊζίολγου προσδίδουν μια «εξωτερική νομιμοποίηση» στις πολιτικές θέσεις της κυβέρνησης, ενώ την ίδια στιγμή προκαλούν ρήγματα στην αντιπολίτευση από την οποία προέρχονται. Για παράδειγμα, ο Μετίν Φεϊζίογλου ως πρόεδρος των Δικηγορικών Συλλόγων ποτέ δεν τοποθετήθηκε για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή του κράτους δικαίου στην Τουρκία. Αντίθετα, στήριξε επανειλημμένα τις στρατιωτικές επεμβάσεις σε Συρία και Ιράκ. Αντιμετώπισε θετικά το ζήτημα των S-400 και τη συνεργασία με τη Ρωσία. Με λίγα λόγια, λειτούργησε ως ο «ιδεολογικά ξένος» που στηρίζει την «εθνική γραμμή» όπως αυτή καθορίζεται αυταρχικά από την εξουσία. 

Φυσικά πέραν της ιδεολογικής νομιμοποίησης και του νέου περιεχομένου της συμμαχίας της εξουσίας, η πολιτική στρατολόγησης «πρώην αντιπολιτευόμενων» διαθέτει και ένα άλλο επίσης σημαντικό χαρακτηριστικό των πιο πρόσφατων πτυχών της εξουσίας Ερντογάν. Πρόκειται για τη λειτουργία των μηχανισμών «επιβράβευσης και τιμωρίας». Προσωπικότητες όπως ο Φεϊζίογλου ή ο Σόιλου διακρίνονται περισσότερο για την προσωπική αφοσίωση και εξάρτηση στον ηγέτη και όχι στο πολιτικό του πρόγραμμα. Αποτελούν μέρος του προσωπικού κύκλου εξουσίας και επιρροής του Ερντογάν, πέραν και έξω από τα κομματικά πλαίσια. Η δική τους επιρροή και προνόμια αναπαράγονται μόνο εφόσον αναπαράγεται η εξουσία που τα διασφαλίζει. Επομένως η μελλοντική τους θέση στο τουρκικό πλέγμα εξουσίας χαρακτηρίζεται από ερωτηματικά και γκρίζες ζώνες. 

Η κυπριακή πτυχή του διορισμού

Πέραν των ιδεολογικών και πολιτικών μετατοπίσεων που αποκαλύπτει ο διορισμός του νέου πρέσβη της Τουρκίας, είναι γεγονός ότι δεν θα πρέπει να αποκλειστούν συγκεκριμένες επιρροές αυτής της εξέλιξης και σε σχέση με το Κυπριακό πρόβλημα. Αυτό ισχύει εάν ληφθεί υπόψη το άμεσο παρελθόν του Μετίν Φεϊζίογλου σε σχέση με κάποιες βασικές πολιτικές που επιδιώκονται τα τελευταία χρόνια. Ο Φεϊζίογλου ήταν ιδιαίτερα δραστήριος στις προσπάθειες σχεδιασμού της πολιτικής μονομερούς διάνοιξης των Βαρωσίων. Πρωταγωνίστησε στην ενεργοποίηση ομάδων των δικηγορικών συλλόγων Τουρκίας για την εκπόνηση μελετών και προτάσεων που θα στήριζαν νομικά και πολιτικά την γνωστή θέση της κυβέρνησης Ερντογάν. Επομένως, τουλάχιστον στο επίπεδο της συγκεκριμένης πτυχής των επόμενων εξελίξεων στο Κυπριακό, ο Φεϊζίογλου δεν μπορεί να θεωρηθεί άπειρος. Όμως σημαντικές θα είναι και οι δυναμικές που δημιουργούνται σε σχέση με την ενισχυμένη θέση που έχει πλέον η πρεσβεία στις καθημερινές παρεμβάσεις στην πολιτική και κοινωνική ζωή των Τουρκοκυπρίων. Η περαιτέρω αναβάθμιση της τουρκικής πρεσβείας ως «αυτόνομο» κέντρο εξουσίας, σε συνδυασμό με την πολιτική αφοσίωσης – εξάρτησης του Φεϊζίογλου στον Ερντογάν, αποτελούν συνδυασμό στοιχείων που ίσως επαναφέρουν αντιπαραθέσεις μεταξύ της κοινότητας και της Άγκυρας.

*Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου