Έντονη κριτική στις περιοριστικές ρυθμίσεις που συνοδεύουν την ψήφιση της δυνατότητας δημιουργίας ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων στα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου, ασκεί το Κίνημα «Άλμα – Πολίτες για την Κύπρο», με ανακοίνωσή του.
Σύμφωνα με ανακοίνωση, το Κίνημα θεωρεί πως οι περιορισμοί που τέθηκαν είναι πολλοί και αχρείαστοι, γεγονός που υπογραμμίζει τη συλλογική αδυναμία του πολιτικού συστήματος να τολμήσει ριζικές αλλαγές.
Αυτούσια η ανακοίνωση του Κινήματος
«Μετά από οκτώ, τουλάχιστον, μήνες τελματωμένων συζητήσεων στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας και δέκα χρόνια περίπου από την ψήφιση της σχετικής νομοθεσίας, η Ολομέλεια της Βουλής ενέκρινε πρόσφατα τη δυνατότητα των δημόσιων πανεπιστήμιων της Κύπρου να προσφέρουν ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Οι περιορισμοί που τέθηκαν, όμως, είναι πολλοί και αχρείαστοι.
Αν και ρεαλιστικά μιλώντας, κάλλιο αργά παρά ποτέ, οι τόσοι πολλοί περιορισμοί υπογραμμίζουν τη συλλογική αδυναμία του πολιτικού συστήματος να τολμήσει ριζικές αλλαγές. Οι καιροί αλλάζουν ταχύτατα, η εκπαίδευση γίνεται όλο και πιο διεθνής και ποικιλόμορφη, οι απαιτήσεις των νέων ανθρώπων διαφοροποιούνται, αλλά εμείς σπεύδουμε βραδέως! Το πολιτικό σύστημα κάνει τις ελάχιστες παραχωρήσεις για να κρύψει τον βαθύ αναχρονισμό που το χαρακτηρίζει.
Ρωτούμε: για την παροχή ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων από δημόσια πανεπιστήμια, σε ποιες εκπαιδευτικά αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης: ανακοινώνει τα προγράμματα το Υπουργικό Συμβούλιο, απαιτείται έγκριση του Υπουργού Παιδείας, θεσπίζονται λεπτομερείς όροι για τη διδασκαλία τους από τα πανεπιστήμια, καθιερώνονται αυθαίρετες ποσοστώσεις για τον αριθμό των προγραμμάτων αλλά και για τον ελάχιστο αριθμό των φοιτητών που θα συμμετέχουν σε αυτά; Η Βουλή, ξεκάθαρα, απαιτεί τα δημόσια πανεπιστήμια να τελούν υπό κυβερνητική κηδεμονία. Αυτή η πρακτική όχι μόνο δεν συνάδει με άριστες διεθνείς πρακτικές, αλλά υπογραμμίζει τον κρατικό πατερναλισμό ως καθοριστικό στοιχείο της κυρίαρχης πολιτικής κουλτούρας.
Για κάποιους, η δικαιολογία για τη νοοτροπία του κρατικού πατερναλισμού είναι το γεγονός ότι τα δημόσια πανεπιστήμια έχουν, πλέον, μετά από δεκαετίες λειτουργίας, σχετικά πεπαλαιωμένες μορφές διακυβέρνησης, συχνά αναχρονιστικές πρακτικές διοίκησης, και, ενίοτε, εμφανίζουν περιστατικά αστοχιών ή ακόμη και καταχρήσεων. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τέλειοι οργανισμοί, η λύση σε αυτά τα προβλήματα δεν είναι περαιτέρω κρατικός πατερναλισμός, αλλά ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις στο πνεύμα των διεθνώς άριστων πρακτικών.
Πράγματι, όταν ένα πανεπιστήμιο χρηματοδοτείται κυρίως από τον κρατικό προϋπολογισμό, το κράτος επιβάλλεται να ζητά λογοδοσία, όχι όμως να παρεμβαίνει διοικητικά ή ακαδημαϊκά. Η διεθνής πρακτική προκρίνει την αυτονομία των πανεπιστημίων με ταυτόχρονη αξιολόγηση από ανεξάρτητους φορείς. Το κράτος οφείλει να καθορίζει στρατηγικούς στόχους και δείκτες ποιότητας, να θέτει οροφές κρατικής χρηματοδότησης στη βάση πολυετούς στρατηγικού σχεδιασμού, στόχων και δεικτών, αλλά όχι να εγκρίνει ακαδημαϊκά προγράμματα (με όλες τις λεπτομέρειες που τα συνοδεύουν). Αντί για κηδεμονία χρειάζεται θεσμική συνεργασία και αξιολόγηση αποτελεσμάτων. Η αριστεία στην ανώτατη εκπαίδευση προϋποθέτει εμπιστοσύνη, όχι επιβολή.
Η ανώτατη εκπαίδευση απαιτεί γενναίες μεταρρυθμίσεις. Αντ’ αυτών, το πολιτικό σύστημα προσφέρει μπαλώματα και αποφεύγει τη συζήτηση για τα ουσιώδη. Τα δημόσια πανεπιστήμιά μας είναι διεθνώς διακεκριμένα, και είμαστε περήφανοι γι’ αυτά – είναι η καλύτερη επένδυση που έκανε ποτέ η Κυπριακή Δημοκρατία. Η Κύπρος, μια μικρή χώρα, έχει κάθε συμφέρον να καταστήσει τα εξαιρετικά δημόσια πανεπιστήμιά της πόλους διεθνούς έλξης και περαιτέρω ανάπτυξης της έρευνας και της αριστείας. Οι διεθνείς εξελίξεις (π.χ. Brexit) ευνοούν την ενίσχυση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η διεθνοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης είναι καλπάζουσα και μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομία του τόπου συνολικά. Οι κυπριακές οικογένειες, αφενός εκτιμούν παραδοσιακά την αξία της εκπαίδευσης, αφετέρου έχουν περιβάλλει με εμπιστοσύνη τα δημόσια πανεπιστήμια. Όχι, όμως, και οι πολιτικοί μας, που τα θέλουν υπό την κηδεμονία τους – δεν τα εκτιμούν όσο πρέπει, δεν τα εμπιστεύονται, δεν τους δίνουν τη δυνατότητα να ανοίξουν τα φτερά τους διεθνώς.
Οι οικονομικές μελέτες που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι πολίτες και αραχνιάζουν στα συρτάρια των αρμοδίων, αναδεικνύουν τη σημασία του να καταστεί η Κύπρος ένας πραγματικός εκπαιδευτικός κόμβος. Για να συμβεί αυτό, τα πανεπιστήμια, με αιχμή τα δημόσια, πρέπει να συντονίζονται καλύτερα με τον επιχειρηματικό κόσμο, να ενσωματώνουν διεθνώς άριστες πρακτικές στη λειτουργία τους, να διδάσκουν ευρέως και στα αγγλικά (τη διεθνή γλώσσα της έρευνας και των επιχειρήσεων), και να επιδιώκουν διαρκώς την υψηλή ποιότητα, συγκρίνοντας τον εαυτό τους με τα καλύτερα διεθνή ιδρύματα στους επιμέρους τομείς τους. Για να τα κάνουν όλα αυτά, πρέπει να ενισχυθεί η αυτοδιοίκηση και η ευελιξία τους.
Μπορούμε πολύ καλύτερα. Στο χέρι των πολιτών είναι, μέσω των εκλογικών επιλογών τους, να στείλουν τα κατάλληλα μηνύματα για τολμηρές αλλαγές».