Η 11η Νοεμβρίου αποτελεί την επέτειο υπογραφής της ανακωχής της Γερμανίας με τους Συμμάχους, στην Κομπιένη (Compiègne), η οποία σήμανε το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και, επίσης την «Ημέρα Ανάμνησης» των θυμάτων των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Το 2024, στη Λευκωσία, στον προμαχώνα «Καράφα», δίπλα από την Πύλη Αμμοχώστου, δημιουργήθηκε ένα διακριτικό μνημείο, προς τιμήν των Κύπριων ημιονηγών, οι οποίοι, στα 1916-1920, υπηρέτησαν στο Μακεδονικό Μεταγωγικό Σώμα, αλλά και των μουλαριών τους. Όπως τονίστηκε κατά τα αποκαλυπτήρια, σκοπός ήταν η ανάδειξη μιας παρασκηνιακής, ολίγον γνωστής, αλλά καθοριστικής πτυχής του Μεγάλου Πολέμου, με πρωταγωνιστές τους Κύπριους εθελοντές.
Το Μακεδονικό Μεταγωγικό Σώμα δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 1916, ώστε να καλυφθούν ζωτικές ανάγκες του βρετανικού στρατού στο Μακεδονικό Μέτωπο με έμμισθο βοηθητικό προσωπικό. Συνολικά, κατετάγησαν στο Σώμα περίπου 11.000 άνδρες, από τους οποίους οι περίπου 10.000 ήταν Κύπριοι. Από αυτούς, πέραν των 9.000 ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, περίπου 850 μουσουλμάνοι και οι υπόλοιποι Μαρωνίτες και Αρμένιοι.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1911, ο πληθυσμός της Κύπρου ανερχόταν σε 274.108 άτομα. Από τους 139.383 άνδρες οι 110.081 καταγράφηκαν ως μη μωαμεθανοί (109.219 ως χριστιανοί ορθόδοξοι) και οι 29.302 ως μωαμεθανοί. Δηλαδή, οι Κύπριοι ημιονηγοί αντιπροσώπευαν, περίπου, το 7% του συνολικού άρρενος πληθυσμού ενώ για τους χριστιανούς ορθόδοξους το ποσοστό έφτανε στο 8,3%.
Τι ώθησε τους Κυπρίους στην κατάταξη; Τα κίνητρα ποίκιλαν, αναλόγως εθνικότητας και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Για την ελληνική κυπριακή πλειονότητα, το ζήτημα του βιοπορισμού, το οποίο επιδείνωσαν οι σιτοδείες, η ανεργία και ο πληθωρισμός της περιόδου, συναντούσε την αγάπη για την Ελλάδα και τον πόθο για την ένωση μαζί της. Τον πόθο αυτό αποτύπωσε ο Ιωάννης Περδίος γράφοντας, το 1917:
«Η Κύπρος ξαναφώναξε το μόνον όνειρό της
Και ζήτησε στης μάνας της να μπη την αγκαλιά
Στο πλάι των Συμμάχων της ποθεί για να ταχθή
Και στους εχθρούς της μάνας της κι’ η κόρη να ριχθή!».
Επιτηδείως, οι Άγγλοι στήριξαν την προπαγάνδα τους αφενός στο εθνικό αίσθημα των Ελλήνων Κυπρίων αφετέρου στα υλικά οφέλη. Σε εύγλωττη προπαγανδιστική προκήρυξη διαβάζουμε: «ΙΔΟΥ Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ δι’ όλα τα ανδρεία παλληκάρια της Κύπρου όπως βοηθήσωσι να ελευθερώσουν τους Μακεδόνας αδελφούς των από τας θηριωδίας των προαιωνίων αυτών εχθρών και να βοηθήσουν συνάμα εις τον μεγάλον και ευγενή αγώνα υπέρ της ελευθερίας όλων των λαών, κατατασσόμενα ως ημιονηλάται (μουλαράδες) εις το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΜΕΤΑΓΩΓΙΚΟΝ ΣΩΜΑ».
Αλλού, η έμφαση μετατοπιζόταν στη σημασία των μισθών, ενώ η υπηρεσία παρουσιαζόταν ως δελεαστικός τρόπος γνωριμίας του κόσμου.
Ο Τύπος αναπαρήγε τις βρετανικές αγγελίες και τη ρητορική και περιέγραφε τη μεγάλη ανταπόκριση. Παράλληλα, πολιτικοί και λόγιοι συνέδεαν ευθέως την ευρύτερη συμβολή της Κύπρου στον πόλεμο με την εκπλήρωση των ιδιαίτερων εθνικών πόθων. Άλλωστε, επιθυμία εκατοντάδων Κυπρίων και αίτημα του ίδιου του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν η ένταξη στον στρατό της Εθνικής Άμυνας, την οποίαν, όμως, οι Βρετανοί δεν επέτρεψαν. Εντούτοις, τουλάχιστον 300 Κύπριοι κατετάγησαν στον ελληνικό στρατό και πολέμησαν στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία. Παράλληλα, οι βρετανικές Αρχές του νησιού εξασφάλισαν –μέσω αγοράς ή επίταξης– και έστειλαν στη Μακεδονία περίπου 7.000 μουλάρια, γαϊδούρια και άλογα.
Πρακτικά, ποιος ήταν ο ρόλος και ποιες οι συνθήκες εργασίας των ημιονηγών του Μακεδονικού Μεταγωγικού Σώματος; Στα 1916-1918 οι ημιονηγοί υπηρέτησαν στο Μακεδονικό Μέτωπο, κυρίως ως μεταφορείς εφοδίων, όπλων και πυρομαχικών αλλά και ως τραυματιοφορείς σε νοσοκομειακές μονάδες και τμήματα ασθενοφόρων. Συνεπώς, η συμβολή τους στη διεξαγωγή του πολέμου ήταν κομβική και οι συνθήκες εργασίας πολλαπλά αντίξοες. Οι τραυματισμοί κατά τις συγκρούσεις και τους βομβαρδισμούς ήταν συχνοί και κάποτε θανάσιμοι. Το ψύχος, η υγρασία, η λάσπη, το κακοτράχαλο έδαφος, τα βαριά φορτία, τα εξαντλητικά ωράρια και η όλη καταπόνηση ευνοούσαν τα κρυοπαγήματα και την ανάπτυξη ανίατων παθήσεων.
Οι 177 νεκροί, η επιστροφή και η αντιμετώπισή τους από τους Άγγλους
Έως το 1920, οι πλείστοι ημιονηγοί επέστρεψαν στην Κύπρο, ορισμένοι κατόπιν υπηρεσίας και σε άλλες περιοχές. Ωστόσο, 177 Κύπριοι μουλαράδες (οι 165 Έλληνες Κύπριοι) ξεψύχησαν μακριά από το νησί.
Επιστρέφοντας στην Κύπρο, οι εθελοντές έφεραν μαζί τους το τραύμα και την περηφάνια της πολεμικής εμπειρίας, καθώς και την ελπίδα για ενσωμάτωση της ιδιαίτερης πατρίδας στον εθνικό κορμό. Παράλληλα, οι ανάπηροι και οι χήρες ήλπιζαν σε κάποια κρατική μέριμνα.
«Ο σύζυγός μου, Χριστοφής Γιαννή από τον Άγιο Φώτιο, ο οποίος υπηρέτησε ως μουλάρης στον βρετανικό στρατό πέθανε αφήνοντας πέντε ανήλικα παιδιά. Ο σύζυγός μου δεν άφησε περιουσία για τη συντήρηση των ορφανών, τα οποία, πια, τριγυρνούν γυμνά στους δρόμους» τόνισε, απευθυνόμενη, στις βρετανικές Αρχές, ο Θεονού Τοουλή, χήρα του ημιονηγού Χριστοφή Ιωάννου, από τον Άγιο Φώτιο της Πάφου, χωριού που έδωσε 15 ημιονηγούς στο Μακεδονικό Μέτωπο (σύνολο ανδρών, 1911: 84). Ακολούθως, η χήρα ικέτευσε για ένα βοήθημα, για τα ορφανά. Ωστόσο, όπως συνέβη και με τις πλείστες παρόμοιες αιτήσεις, η έκκληση της Θεονούς απέβη άκαρπη, καθώς ο σύζυγος δεν έπεσε μαχόμενος.
Τιμώντας, πάντως, συμβολικά, την προσφορά του Μακεδονικού Μεταγωγικού Σώματος, το 1921 η βρετανική κυβέρνηση απένειμε στους εθελοντές το χάλκινο British War Medal, 1914-1920, με χαραγμένο το όνομα του κατόχου. Οι απονομές διενεργήθηκαν στο πλαίσιο επίσημων τελετών, στα 1921-1922, στις πόλεις αλλά και την ύπαιθρο. Στις ομιλίες τους, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι τόνιζαν την ευγνωμοσύνη έναντι των ημιονηγών, τον κρίσιμο ρόλο τους στο Μακεδονικό Μέτωπο, τη σημασία των θυσιών τους και την αξία των μεταλλίων της βρετανικής κυβέρνησης για τους νομιμόφρονες υπηκόους του στέμματος.
Σχολιάζοντας τον λόγο του επαρχιακού διοικητή Πάφου, ο συντάκτης της εφημερίδας «Πάφος» διευκρίνισε πως βασικό κίνητρο των Κυπρίων ήταν η πεποίθηση πως ο συμμαχικός αγώνας ήταν και αγώνας ελληνικός και προέβαλε την κοινή ελπίδα για ανάλογη ανταμοιβή των θυσιών από τη Μεγάλη Βρετανία. Ωστόσο, οι ελπίδες διαψεύστηκαν.
«Ακόμα χθες προσμέναμε του Βύρωνος την μάνα
Που για το δίκηο των μικρών βροντούσε την καμπάνα
Κι’ όλοι μας πολεμήσαμε σ’ εκείνης το πλευρό,
Ότι θα σέβετουν κι’ αυτή το δίκηο μας και μόνο
Κι’ ενός λαού μαρτυρικού θα γλύκαινε τον πόνο
Που χρόνια τώρα μαρτυρά και πάσχει στον σταυρό!»,
έγραψε, ο Περδίος, το 1925, εκφράζοντας την παλλαϊκή απογοήτευση και πικρία.
Στον Αγώνα της ΕΟΚΑ, που ξέσπασε τρεις δεκαετίες αργότερα, έλαβαν μέρος και πολλοί απόγονοι ημιονηγών του Μακεδονικού Μετώπου. Μεταξύ αυτών, ήταν και ο εγγονός της Θεονούς Τοουλή, ο Χριστάκης Οδυσσέως, ο οποίος, όπως μας εξήγησε, κληρονόμησε, μαζί με το όνομα του παππού, την οικογενειακή περηφάνια για την παρουσία του προγόνου στον Πόλεμο. Η «θυσία» του παππού, «για την Ελλάδα», υπήρξε καθοριστική για την ένταξή του, στην ΕΟΚΑ και ακολούθως στο Εκτελεστικό της Λεμεσού, στα δεκαέξι του. Για τον Χριστάκη, όπως και για τους άλλους απογόνους των αγωνιστών των πολέμων του Ελληνισμού (από το 1821 έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) η απελευθέρωση της Κύπρου, η οποία ταυτιζόταν με την ένωση με την Ελλάδα, αποτελούσε ολοκλήρωση κληροδοτημένης αποστολής.
ΥΓ: Γράφοντας το άρθρο πέρασα ξανά και από το μνημείο των ημιονηγών, πλάι στην πύλη Αμμοχώστου. Η παρούσα εικόνα εγκατάλειψης, πόρρω απέχει από εκείνην των εγκαινίων, θυμίζοντας, μάλλον, τη μοίρα των ημιονηγών, μετά το τέλος του πολέμου. Οπωσδήποτε, αποτελεί οφειλή η ανέγερση ενός επιβλητικού μνημείου, για την τίμηση των ημιονηγών που ξεψύχησαν μακριά από την πατρίδα, καθώς για την προβολή της συμβολής του συνόλου των Κύπριων εθελοντών στον Μεγάλο Πόλεμο.