Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ γράφει για την αγαπημένη του πόλη την Αμμόχωστο.

Οι μέρες μου και οι νύχτες μου είναι αβάσταχτες δεν αντέχω το βουβό σου κλάμα που πνίγεται στο βογγητό της φουρτουνιασμένης θάλασσας μέσα μου, καθώς ακούω τα σκυλιά που αλυχτούν και σου ταράζουν τον ύπνο κι ένα πουλί φάντασμα φτεροκοπά και βροντοφωνάζει πάντα το ίδιο πονεμένο μοτίβο πάνω από τις εκκλησιές, πάνω απ’ τα χαλάσματα, πάνω από τα σπασμένα τζάμια, τα σάπια ξύλα, τους πεσμένους σοβάδες, τους σκουριασμένους σωλήνες, τους πεταμένους τσίγκους, λίγο πιο πάνω από τους αρουραίους, λίγο πιο κάτω από τον μαύρο ουρανό, λίγο πιο πάνω από τα φίδια, λίγο πιο κάτω από την κόλαση, λίγο πιο πάνω από την άμμο, λίγο πιο κάτω απ’ το μαύρο σκοτάδι και συ να ξαγρυπνάς βουρκωμένη καθισμένη στη χρυσή αμμουδιά σου ακούγοντας το κύμα που βογγάει και δεν ησυχάζει ποτέ σκάει στα πόδια σου και θυμάσαι τους όρκους που δίναμε για αιώνια αγάπη μόνο που ένας σκοτεινός μοχθηρός και βάρβαρος Αύγουστος τους σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους κι άφησε εσένα μοναχή να περιμένεις το φως μιας αυγής να ξημερώσει κι άφησε εμένα μοναχό να περιμένω το φως της δικής σου αυγής να φωτίσει το πρόσωπό μου, μα εγώ θα συνεχίσω να σου μιλάω σιγανά όπως πάντα και θα σε ικετεύω να με περιμένεις γιατί κάποτε θα έρθει η Άνοιξη και θ’ ανθίσουν οι λεμονιές και τότε θα τρέξω κοντά σου να σε παρασύρω σ’ έναν τρελό χορό που μόνο εμείς ξέρουμε να χορεύουμε, θα τραγουδώ το τραγούδι των κυμάτων σου, θα αναπνέω την ανάσα των ανθών σου, το πράσινο των φύλλων σου, το κόκκινο των ρόδων σου, το χρυσό της αμμουδιάς σου, το λευκό του γιασεμιού σου και τ’ όνομά σου πια ψιθυριστά θα προφέρω μη σε ζηλέψουν πάλι και θα έχω τ’ αυτιά μου κλειστά στο ύπουλο κάλεσμα του λύκου. 

Να με περιμένεις αγαπημένη! Να με περιμένεις αγαπημένη! Να με περιμένεις αγαπημένη!