Ο Χρυσόστομος Ρουσής, πρώην γυμνασιάρχης, καταγράφει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής.

«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική … μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…» Οδυσσέα Ελύτη. Αποφεύγουμε, λοιπόν, ξένες λέξεις, όταν υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές: αβαντάζ (πλεονέκτημα), γκλάμουρ (αίγλη), καριέρα (σταδιοδρομία), ντιζάιν (σχέδιο), πρεστίζ (κύρος), σνομπάρω (περιφρονώ, υποτιμώ). Όμως, αρκετές λέξεις έχουν ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής και δεν είναι εύκολο να τις αποφύγουμε. 

Ακολουθούν, κατά αλφαβητική σειρά, ξένες λέξεις, που ακούμε και διαβάζουμε: 

Γκάμα (ιταλική gamme) η ποικιλία: «Υπάρχει πλούσια γκάμα κρασιών της ΚΕΟ». – «υπάρχει μεγάλη γκάμα χρωμάτων» – «έχουμε μεγάλη γκάμα τιμών/αγροτικών προϊόντων».  

Γκαλερί (γαλλική galerie) πινακοθήκη, αίθουσα έργων τέχνης: «H Γκαλερί Αργώιδρύθηκε στην Αθήνα το 1970». – «Οι γκαλερί έμειναν κλειστές λόγω κορωνοϊού».

Γκάνγκστερ (αγγλική gangster) 1. αυτός που ανήκει σε μια συμμορία 2. ομάδα οργανωμένου εγκλήματος: «γκανγκστερική επίθεση στην Αγία Νάπα».  

Γκαράζ (γαλλική garage) αμαξοστάσιο, εργαστήριο επισκευής αυτοκινήτων.   

Γκαρσόν (γαλλική garcon) γκαρσόνι, σερβιτόρος, υπάλληλος που ασχολείται με το σερβίρισμα.    

Γκαρσονιέρα (γαλλική garconniere) διαμέρισμα με ένα κύριο δωμάτιο. 

Γκάφα (γαλλική gaffe) χαζομάρα, απερίσκεπτη ενέργεια που εκθέτει αυτόν που την κάνει: «διαπράττω / κάνω μεγάλη γκάφα» – «ήταν μεγάλη γκάφα». (μεγάλος γκαφατζής)  

Γκάτζετ (αγγλική gadget) μικρή ηλεκτρονική συσκευή, όπως το κινητό τηλέφωνο. 

Γκέτο (ιταλικήghetto) (μτφ.) περιοχή μιας πόληςόπου κατοικεί μια μειονότητα (συνήθως υποβαθμισμένηοικονομικά): «υπάρχει γκέτο αλλοδαπών στην καρδιά της Λευκωσίας» – «γκετοποίηση της παλιάς Λευκωσίας». – «οι μετανάστες οδηγήθηκαν στην γκετοποίηση». 

Γκλάμουρ (αγγλική glamour) αίγλη, γοητεία, ομορφιά, λάμψη: «H δεξίωση γάμου είχε πολύ γκλάμουρ». – «ήταν ένας γκλαμουράτος γάμος» (= γάμος με προκλητική πολυτέλεια και επιδειξιομανία). – “the elite class live a glamorous life”. 

Γκόουλ (αγγλική goal) σκοπός, γκολ = τέρμα στα αθλήματα (ποδόσφαιρο): «το γκόλ δεν μετρά» «φάσεις και γκολ» – «βάλαμε/σημειώσαμε/φάγαμε δυο γκολ». 

Γκρουπ (γαλλική groupe, αγγλική group) μικρή ομάδαανθρώπων: «Το μουσείο ήταν γεμάτο με ένα γκρουπ  Άγγλων τουριστών» – «γκρούπ φοιτητών»  

Γλέντι (τουρκική eğlenti) ξεφάντωμα, διασκέδαση με φαγοπότι, τραγούδι και χορό): «το γλέντι του γάμου» – «έστησαν γλέντι» – «συνεχίζουν το γλέντι και μετά το Συνεργατισμό!»

Πηγές: 

Βικιλεξικό (Wiktionary), Λεξικό Μπαμπινιώτη, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.