Η Αλέκα Γραβάρη – Πρέκα γράφει τον δικό της αποχαιρετισμό στον Πουλόπουλο. 

Τώρα, ότι θα με παίρνανε τα ζουμιά μπροστά στο γυαλί για τον Πουλόπουλο δεν μου το ’χα. Για κείνο το μελαγχολικό παλικάρι με τη θλίψη στις δύο γαλάζιες λίμνες που είχε για μάτια, με κείνο το χαμόγελο που έτσι κι έσκαγε σ’ ανέβαζε μαζί του στη γειτονιά των αγγέλων. Ορφανεμένο από μάνα απ’ τα πέντε, βγήκε από τα πιο τρυφερά χρόνια στο μεροκάματο, πάλευε τραγουδώντας με το μυστρί και το πινέλο, χτυπώντας με πείσμα πόρτες για να δει τι μπορούσε να κάνει μ’ εκείνο το προικιό που είχε στο λαρύγγι. Ο Θεοδωράκης τον αρπάει, πίσω του ο Χατζιδάκης, ο Πλέσας, ο Μούτσης, ο Μαμαγκάκης, ο Γλέζος, ο Κριμιζάκης, δεκάδες στιχουργοί με πρώτο τον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο. (Ποιος δεν έκλαψε με το «άγαλμα»);

Γράφει κι ο ίδιος τραγούδια τρυφερά, ανθρώπινα, δίνει την ψυχή του σε κάθε νότα, ερμηνευτής μοναδικός, ένα μέταλλο χωρίς ταίρι. Χιλιάδες τραγούδια, πλατινένιοι και χρυσοί δίσκοι, απαραίτητος σε πολλές ταινίες, στα κέντρα να αποθεώνεται, μα αυτός, μετρημένος, με μια σεμνότητα αυθεντική φεύγει από τη νύχτα της απίστευτης δόξας του όταν δεν τον σήκωνε πια. Τραγούδησε τον έρωτα, τον πόνο, την απονιά με μια αμεσότητα αδευτέρωτη. «Χορτάτος», με μια οικογένεια που τον στήριζε όταν η καρδούλα του κι οι φάροι των ματιών του τον πρόδωσαν, έφυγε ήσυχα, γαλήνια, χαμογελώντας.

Χαζεύεις με βουρκωμένα μάτια μέσα από τις ταινίες, μαυρόασπρες πρώτα, έγχρωμες ύστερα, όλους αυτούς που ζέσταιναν ψυχούλες και σκόρπιζαν λίγη χαρά σ’ έναν πληγωμένο τόπο. Παίρνεις τον δρόμο από την Ιπποκράτους στη Σινά, στο ποδαράτο. Στην Αμερικής στήνεις καρτέρι, θα φανεί η Καρέζη, να ρουφήξεις το άρωμά της. Στη Βουκουρεστίου κυνηγάς στο κατόπιν έναν αίλουρο με χορευτικό βήμα, είναι ο Χορν. Πού πήγαν αλήθεια όλοι αυτοί; Ο Κώστας ο Βουτσάς, η Ζωή η Λάσκαρη, το Αλικάκη, ο Κώστας ο Καρράς, ο Αλέκος ο Αλεξανδράκης, η Ρένα η Βλαχοπούλου, ο Βαγγέλης ο Σειλινός, η Έρικα η Μπρόγιερ; Πάμε Πλάκα, Μνησικλέους, οι μπουάτ, ξεφυτρώνει η Αρλέτα, ο Γιώργος ο Ζωγράφος, ο Λάκης ο Παππάς, ένα φοιτητάκι της φιλοσοφικής φορτωμένο μια Κύπρο στην πλάτη του, Μιχάλη Βιολάρη τον λένε. Τσίμα-τσίμα βγαίνουν οι δραχμές, μαριδούλα ξεροψημένη και βλήτα (γλύντους τα λέμε στην Κύπρο) και ρετσινούλα. Αυτοσχέδιοι μουσικοί σε συντροφεύουν με τις κιθαρίτσες και τα φάλτσα τους. Πυκνοκατοικημένη πια η γειτονιά των αγγέλων, ένας-ένας μας αφήνουν αυτοί που από μεράκι θες, από λαχτάρα για καλύτερη ζωή και δόξα, μην ξεχνιόμαστε, για προσφορά όμως από καρδιάς, έγραψαν ιστορία.

Μας άφησαν θησαυρούς που θα θυμίζουν για πάντα την Αθήνα τη «διαμαντόπετρα στης γης το δακτυλίδι» που φλομωμένη τώρα στην παγιέτα και το στρας, του ψεύτικου, του γρήγορου, της μιας χρήσης, δεν θυμίζει σε τίποτα τον παλιό καλό εαυτό της.

Βουρκώνεις αποχαιρετώντας τους. Στο καλό. Όποιο και να ’ναι αυτό. Η θέση τους στις καρδιές γεμάτη από την παρουσία τους.