Για τον ηρωικό θάνατο των τεσσάρων παλλικαριών που έπεσαν στον Αχυρώνα Λιοπετριού γράφει ο Πρόδρομος Αντωνάκη.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1958 γράφτηκε στο Λιοπέτρι μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της κυπριακής ιστορίας. Τέσσερις αγωνιστές της ΕΟΚΑ, οι Ηλίας Παπακυριακού, Φώτης Πίττας, Ανδρέας Κάρυος και Χρίστος Σαμάρας, έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι στον υπέρ ελευθερίας αγώνα κατά του Άγγλου κατακτητή.
Σύμφωνα με αφηγήσεις συναγωνιστών τους, οι τέσσερις καταζητούμενοι αγωνιστές, με πλούσια δράση, έφτασαν στο Λιοπέτρι τα μεσάνυχτα της 30ής Αυγούστου 1958 και φιλοξενήθηκαν από συναγωνιστές τους. Είχαν στόχο τη συνάντηση με την τοπική ομάδα, τον συντονισμό και την εκπαίδευση των μελών της. Όλα εξελίσσονταν ομαλά μέχρι το βράδυ της 31ης Αυγούστου προς την 1η Σεπτεμβρίου. Ενώ βρίσκονταν στην οικία του Νικόλα Τσόντου έλαβαν μήνυμα ότι πλησίασαν στο χωριό αγγλικά στρατεύματα και έκαναν κυκλωτική κίνηση, γεγονός που δημιουργούσε σοβαρό κίνδυνο να εγκλωβιστούν.
Αντιλαμβανόμενοι πως η πιθανότητα διαφυγής τους γινόταν δύσκολη, μπήκαν γρήγορα με τα όπλα τους στο αυτοκίνητο του Τσόντου με στόχο να διασπάσουν τον κλοιό που σχηματιζόταν γύρω τους και να διαφύγουν. Κατευθύνθηκαν προς τον ποταμό του χωριού, απ’ όπου θα προσπαθούσαν να διαφύγουν προς τη Σωτήρα, αλλά βρήκαν και εκεί βρετανικά στρατεύματα. Αφού κατάλαβαν πως δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Λιοπέτρι. Δυστυχώς επισημάνθηκαν από Άγγλους στρατιώτες και ακολούθησε ανταλλαγή πυρών. Κατάφεραν να οπισθοχώρησαν μέσα στο χωριό και ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1958, γύρω στις 4 το πρωί, με υπόδειξη του Χρίστου Σαμάρα πήγαν στο σπίτι του Παναγιώτη Καλλή. Αυτός πρόθυμα τους υπέδειξε τον αχυρώνα και τους βοήθησε να κρυφτούν εκεί προμηθεύοντας τους παράλληλα με νερό και τρόφιμα.
Οι Άγγλοι ανάγγειλαν με τηλεβόες πως το χωριό θα έμπαινε σε κατοίκον περιορισμό και κάλεσαν όλους τους άνδρες να συγκεντρωθούν στην πλατεία. Εκεί ξεκίνησαν να τους ανακρίνουν με έντονη βία και ξυλοδαρμούς, ενώ άλλα στρατιωτικά αποσπάσματα με ανιχνευτικά σκυλιά έκαναν έρευνες παντού. Ερεύνησαν και το σπίτι του Παναγιώτη Καλλή αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Δεν εγκατέλειψαν όμως την προσπάθεια και κράτησαν το χωριό περικυκλωμένο.
Αργότερα οι Άγγλοι έλαβαν νέα πληροφορία πως οι αγωνιστές που έψαχναν ήταν κρυμμένοι στον αχυρώνα του Παναγιώτη Καλλή[9]. Στη μία μετά τα μεσάνυχτα ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα πήγε στο σπίτι του και του ζήτησε να παραδώσει τους αγωνιστές. Ο Παναγιώτης Καλλής αρνήθηκε κατηγορηματικά πως τους έκρυβε, παρά τον άγριο ξυλοδαρμό που υπέστη. Παρά τις προσπάθειες των Άγγλων, οι τέσσερις δεν εντοπίστηκαν μέχρι που ένας άλλος αγωνιστής που συνελήφθηκε, μετά από τρομερά βασανιστήρια, ομολόγησε πως οι αγωνιστές βρίσκονταν μέσα στον αχυρώνα.
Οι Άγγλοι περικύκλωσαν με μεγάλες δυνάμεις την περιοχή και τους κάλεσαν να παραδοθούν. Οι αγωνιστές άνοιξαν πυρ φωνάζοντας «Μολών Λαβέ!». Ακολούθησε σφοδρή ανταλλαγή πυρών, οι Άγγλοι κτύπησαν τον αχυρώνα ακόμα και με βαριά όπλα, ενώ ανέβηκαν στη στέγη του, τρύπησαν την οροφή και έριξαν μέσα φλεγόμενα ρούχα τα οποία είχαν ποτίσει με βενζίνη. Η φωτιά όμως δεν τους έκανε το χατίρι και έσβησε. Η μάχη κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες. Μπροστά στο αδιέξοδο οι Άγγλοι κάλεσαν ελικόπτερο το οποίο έριξε εμπρηστικές βόμβες. Με τη φωτιά να απλώνεται στον αχυρώνα και να απειλεί άμεσα τη ζωή τους, οι τέσσερις αγωνιστές προσπάθησαν με έξοδο να διασπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν, οπότε έπεσαν δαφνο-στεφανωμένοι στον βωμό της ελευθερίας.