Ο 85χρονος φλογερός ιερέας από την Πάφο, αφηγείται τη ζωή του βήμα βήμα και περιγράφει πώς σκοτώθηκαν οι δυο του γιοι, σαράντα χρόνια μετά. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν κάποιος τη χαρακτήριζε ταυτόσημη με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, προδοσία, πραξικόπημα, τουρκική εισβολή.

Γεννήθηκα στα Χολέτρια της Πάφου το 1928. Πήγα σχολείο μέχρι την Τετάρτη δημοτικού. Είμαστε οκτώ αδέλφια, ο πατέρας μου είχε κοπάδι και αλέτρι και μπορώ να πω ότι περνούσαμε καλά, δεν πεινούσαμε. Όμως τις χρονιές 1932, 33 και 34 δεν έβρεξε καθόλου. Αυτό δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα, αφού η κύρια ασχολία ήταν η γεωργία, ιδιαίτερα στην επαρχία. Τότε ό,τι καλλιεργούσαμε τρώγαμε. Κουκιά, φασόλια, πατάτες κ.λπ. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν ακόμα τα συνεργατικά παντοπωλεία, ούτε τίποτα άλλο. Αν δεν έβρεχε μέναμε νηστικοί. Οι γονείς μου αντιμετώπισαν δυσκολίες και φτάσαμε στο σημείο να μην έχουμε να φάμε, γι’ αυτό αναγκάστηκαν να δανειστούν λεφτά από έναν Τουρκοκύπριο, για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε. Δανείστηκαν 6 λίρες, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή. Μετά από τρία χρόνια όμως, τα ήθελε πίσω γιατί τα παιδιά του σπούδαζαν στην Κωνσταντινούπολη και τα είχε ανάγκη. Δεν πέρασε ένας μήνας και μας ειδοποίησε πως πρόκειται να πουλήσει τα χωράφια μας. Ο πατέρας μου αρρώστησε από το μαράζι του, ο μεγάλος μου αδελφός πήγε στον πόλεμο κι εγώ άρχισα να δουλεύω στα χωράφια. Μπορεί όμως ο Τουρκοκύπριος να πούλησε τα χωράφια μας αλλά οι 6 λίρες που του χρωστούσαμε δεν ξοφλήθηκαν. Το 1945 πέθανε ο πατέρας μου και έτσι εγώ έπιασα για τα καλά το αλέτρι. Στη συνέχεια όμως ήθελα να πάω στρατό αλλά δεν με δέχονταν, τελικά πήγα το 1946. Έκανα τρία χρόνια στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.

Όταν αποστρατεύτηκα ήθελα να παντρευτώ, γνώρισα την παπαδιά, παντρευτήκαμε και συνέχισα τη γεωργία. Περνούσαμε πολύ καλά. Αποκτήσαμε εννέα παιδιά, σήμερα βρίσκονται εν ζωή επτά.

Το 1958 ήρθαν πάλι κακοχρονιές, είχαμε και τα παιδιά, δεν τα βγάζαμε πέρα και τότε μαζί με τη γυναίκα μου πήγαμε στη Λεμεσό για να δουλέψω στη Cyparco στις οικοδομές. Έπαιρνα καλά λεφτά και ζούσαμε καλά.

 

ΟΤΑΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΘΗΚΑ

Το 1965 ήρθε ο κοινοτάρχης του χωριού μου και με βρήκε στη Λεμεσό. Μου είπε να πάω πίσω γιατί πέθανε ο ιερέας και δεν είχαν κανένα να τον αντικαταστήσει. Η σχέση μου με την Εκκλησία ήταν στενή από την παιδική ηλικία, μου άρεσε πολύ, πήγαινα και βοηθούσα τον ιερέα μας, έτσι έμαθα όλες τις ψαλμωδίες γι’ αυτό έγινα και ψάλτης.

Εκτός όμως από τον κοινοτάρχη, ήρθαν και οι συγχωριανοί μου και με παρακάλεσαν να πάω πίσω στο χωριό και να δεχτώ να γίνω ιερέας. Μου είπαν να μου δώσουν 10 λίρες και να πάω. Δεν δελεάστηκα από τα χρήματα, όχι μόνο γιατί στην εταιρία που δούλευα έπαιρνα περισσότερα, αλλά γιατί η αγάπη για το χωριό μου και την Εκκλησία μού έδειξαν το δρόμο της επιστροφής. Πήραμε λοιπόν τα παιδιά μας, άφησα πίσω μου τις σκαλωσιές και επανεγκατασταθήκαμε στα Χολέτρια.

Πριν γίνω ιερέας θεώρησα χρέος μου να αναφέρω ότι είμαι μέλος του ΑΚΕΛ και αριστερός για να το ξέρουν και να μην έρθουν μετά να πουν γιατί κάνατε έναν αριστερό ιερέα. Μου απάντησαν πως δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά για να είναι σίγουροι συγκέντρωσαν υπογραφές από όλους τους χωριανούς αν αποδέχονται. Ο μητροπολίτης τότε ήταν ο Γεννάδιος, ο οποίος και ζήτησε να με δει. Συναντήθηκα με τον δεσπότη, μιλήσαμε και του άρεσα. Στο τέλος με ρώτησε: «είναι αλήθεια πως είσαι μέλος του ΑΚΕΛ;» Ναι, και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, του απάντησα. «Καλά, θα μιλάς για το ΑΚΕΛ μέσα στην εκκλησία;», μου είπε. Εμένα η έγνοια μου είναι το χωριό και τα παιδιά μου, δεν θα διδάσκω για το ΑΚΕΛ, του είπα. «Εντάξει (μου λέει) Θα σε στείλω στην ιερατική σχολή».

Όταν ήρθε ο καιρός άλλαξε γνώμη και με έστειλε στην Τροοδίτισσα σε έναν πολύ καλό ιερέα τον πάτερ Αθανάσιο. Έμεινα μονάχα ένα μήνα εκεί και το 1965 χειροτονήθηκα ιερέας. Στα 48 χρόνια ιεροσύνης δεν έχω κανένα παράπονο, είμαι πολύ ευχαριστημένος. Ποτέ μέσα στην εκκλησία δεν αναφέρθηκα στα κόμματα ούτε σε εκλογές. Έξω μπορεί να μιλήσω, ξέρουν τι πιστεύω.

Πολλοί μου λένε, «μα είσαι 85 χρονών, δεν πρέπει να παραιτηθείς;» και εγώ τους απαντώ ότι, ώσπου θέλει ο Θεός δεν παραιτούμαι. Όσο είμαι καλά θα συνεχίζω.

Σε όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα με τους χωριανούς μου, δεν συνέβη όμως το ίδιο και με κάποιους άλλους στα αξιώματα της Εκκλησίας…

 

 

 

 

ΠΩΣ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΟΝ ΓΙΟ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟ

Όταν ο γιος μου ο Κυριάκος θα πήγαινε γυμνάσιο, ο Γεννάδιος μου είπε να τον πάω στη Μητρόπολη Πάφου, να κοιμάται εκεί, και τον πήρα. Στις 2 του Μάρτη του 1973 μας κάλεσε ο Γεννάδιος όλους τους ιερείς να πάμε στη Μητρόπολη, όπως έκανε κάθε μήνα. Μας είπε λοιπόν να προσευχόμαστε για τον Μακάριο, γιατί έχει πολλούς εχθρούς και αν σκοτωθεί θα έρθουν οι Τούρκοι στην Κύπρο. Όταν μας κάλεσε και ξαναπήγαμε δεν ήταν εκεί και κάποιος αρχιμανδρίτης ανέλαβε να μας μιλήσει αυτός, γιατί, όπως μας είπε, ο Γεννάδιος είχε δουλειά. Μετά όμως μάθαμε ότι συνεδρίαζε με τους μητροπολίτες Λεμεσού και Λάρνακας εναντίον του Μακαρίου. Όταν φεύγαμε συναντήσαμε τον Νίκο Μαυρονικόλα από το ΑΚΕΛ και τον Ηρόδοτο Νικολαΐδη, που ήταν ανεξάρτητος και μας είπαν ότι θέλουν να καθαιρέσουν τον Μακάριο. «Απόψε σας ζητούμε όλοι οι παπάδες να μαζευτείτε στην Πάφο για να δούμε αν μπορέσετε να αλλάξετε τη γνώμη του Γεννάδιου σχετικά με τη “δίκη” του Μακάριου».

Το βράδυ γύρισα όλη την περιοχή, μάζεψα όλους τους παπάδες της Πάφου, πήραμε λεωφορεία και πήγαμε στην Αρχιεπισκοπή και περιμέναμε τους δεσποτάδες να «δικάσουν» τον Μακάριο. Όταν έφθασε ο Γεννάδιος, του ζητήσαμε το λόγο, για να πάρουμε την απάντηση: «εγώ είμαι ορθόδοξος ιεράρχης και θα κάνω το καθήκον μου». Εν τω μεταξύ, ο γιος μου ο Κυριάκος, ο οποίος όπως ανέφερα φιλοξενείτο στη Μητρόπολη, μου είχε πει: «Παπά έρχεται κάθε μέρα ο Παναγιωτάκος, ο πρέσβης της Ελλάδας και μιλά με τον αρχιμανδρίτη. Ο Γεννάδιος είναι φανατικά εναντίον του Μακαρίου». Μετά την αντίδρασή μας και την παρουσία μας στην Αρχιεπισκοπή, η ΕΟΚΑ Β ήθελε να έχει λόγο στη Μητρόπολη Πάφου και να την καταβάλει. Εμείς οι παπάδες πηγαίναμε κάθε μέρα και τη φρουρούσαμε, ενώ ο Γεννάδιος είχε ήδη φύγει από τη Μητρόπολη. Ο Κυριάκος επέστρεψε στο χωριό, αφού στη Μητρόπολη δεν υπήρχε φαγητό και έτσι πήγαινε με το λεωφορείο στο σχολείο. Όταν διορίστηκε άλλος υπεύθυνος στη Μητρόπολη ξαναπήγε πίσω, αφού επέμεναν ότι τον ήθελαν εκεί για να βοηθά στη φύλαξή της.

Εκείνο τον καιρό σκότωσαν έναν αγωνιστή, τον Μαύρο και μετά έναν άλλο στο Όμοδος. Ύστερα από οκτώ μέρες, ήρθε στο σπίτι ένας αστυνομικός και μου είπε να πάρω την οικογένειά μου και να φύγουμε γιατί υπήρχαν ενδείξεις ότι εκείνο το βράδυ θα με σκότωνε η ΕΟΚΑ Β. Στην αρχή δεν ήθελα, αλλά επέμεναν. Με πήραν στα Κούκλια στο σπίτι κάποιου άλλου ιερέα. Όταν πήγαν στο σπίτι μου και δεν με βρήκαν, πήγαν στη Μητρόπολη και πυροβόλησαν τον γιο μου.

Ήταν το πάρτι του σχολείου του στην Τεχνική και όταν επέστρεφε στη Μητρόπολη τού την είχαν στημένη και τον πυροβόλησαν.

Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Την άλλη μέρα ξεκίνησα για την εκκλησία και με σταμάτησε ένας αστυνομικός για να μου πει να πάω στο νοσοκομείο γιατί χτύπησαν τον γιο μου. Τον ψάξαμε και ήταν στο νεκροτομείο. Τον πυροβόλησαν. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε, κανένας!

 

ΧΑΘΗΚΕ Ο ΦΑΚΕΛΟΣ

Μετά τη δολοφονία του γιου μου πήγα και βρήκα τον Μακάριο ο οποίος ανέθεσε στον ηγούμενο να κάνει έρευνα. Εγώ έμαθα ποιος ήταν ο δολοφόνος του Κυριάκου, τον οποίο γνωρίζουν και πολλοί άλλοι, ήταν μέλος της ΕΟΚΑ Β και μπλέκεται και σε άλλες δολοφονίες. Ορίστηκε δίκη λοιπόν, 5 αστυνομικοί ήταν μάρτυρες αλλά κανένας δεν κατέθεσε εναντίον του. Ο δικαστής ανέβαλε τη δίκη, μια δίκη που δεν έγινε ποτέ. Μετά από χρόνια πήγα με την παπαδιά στον τότε γενικό εισαγγελέα, Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη, απαιτώντας να ανοίξει ο φάκελος. «Δεν μπορεί να γίνει τίποτα, η Αστυνομία έχασε το φάκελο», μας είπαν. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να αποζημιωθείτε. Τους είπα να τα χαίρονται τα λεφτά τους. Μετά συνάντησα τον νέο γενικό εισαγγελέα, τον Αλέκο Μαρκίδη, μας είπε και αυτός πως ο φάκελος είναι καμένος και δεν μπορούμε να ξαναφέρουμε στο δικαστήριο τον συγκεκριμένο άνθρωπο από τη στιγμή που τον αφήσαμε και έφυγε την πρώτη φορά.

Έγιναν πολλές αδικίες, δεν μας ειδοποίησαν για τη δολοφονία του γιου μου, ούτε Αστυνομία ούτε κανένας.

 

ΤΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ

Στις 15 Ιουλίου το 1974, καθόμαστε με τον κοινοτάρχη και τον έπαρχο και πίναμε καφέ. Στις 8.20 ένας ταξιτζής κόρναρε και φώναζε ότι έγινε πραξικόπημα και σκότωσαν τον Μακάριο. Πιάσαμε ταξί και γυρίσαμε στο χωριό. Μόλις έφτασα, χτύπησε το κοινοτικό τηλέφωνο και με ζητούσαν από την Ένωση Αγωνιστών Πάφου, μου είπαν να πάρω όλους τους χωριανούς και να πάμε να πολεμήσουμε την ΕΟΚΑ Β. Γεμίσαμε ένα λεωφορείο και ξεκινήσαμε για τη Λευκωσία. Σταματήσαμε στην Πλατεία Ηρώων, εκεί αντικρίσαμε τρία βουνά όπλα. Κατέβηκαν όλοι ενθουσιασμένοι, ήθελαν να πολεμήσουν. Μας έδιναν όπλα και μας έβαζαν στα λεωφορεία για να πάμε Λεμεσό. Φθάσαμε στα Κούκλια, εκεί ένας αξιωματικός μου είπε να επιτρέψω στα Χολέτρια για να τα προσέχω, γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι Τούρκοι που κατοικούσαν στο διπλανό χωριό, Σταυροκόννου, θα επιτεθούν το βράδυ και θα σκοτώσουν τα γυναικόπαιδα. Επιστρέψαμε στο χωριό, πήραμε τα κυνηγετικά και το φρουρούσαμε. Με ρωτάνε πολλοί, αν δεν είχα πρόβλημα που είμαι ιερέας και πήρα όπλο, απαντώ, όχι, γιατί να έχω, επρόκειτο να υπερασπιστώ τη δημοκρατία, το χωριό μου και την οικογένειά μου!

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΜΟΥ ΣΩΤΗΡΗ

Λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα η γυναίκα μου γέννησε τα δίδυμά μας. Ο γιος μου Σωτήρης που ήρθε από τις σπουδές του στη Ρωσία για το καλοκαίρι, όταν πήγε να τη δει, της είπε «ο Θεός μάς πήρε τον Κυριάκο μας και μας έστειλε άλλα δυο παιδιά». Μετά πήγε στον Αη Γιάννη στη Λεμεσό που χτυπούσαν οι Εοκαβητατζίδες, πολέμησαν και προσπάθησαν να κρατηθούν, τους ζήτησαν όμως να παραδώσουν τα όπλα, ο Σωτήρης δεν το παρέδιδε, δεν ανεχόταν το φασισμό «ή θα τα καταφέρουμε ή θα μας φάνε», έλεγε. Τη μέρα της εισβολής πήρε το όπλο, πήγε στα Πολεμίδια και κατατάγηκε, εκεί ήταν ο Κατερινάκης που τον ήξερε. Μια ομάδα στρατιώτες πήγανε στην Επισκοπή. Σταμάτησαν στο γυμνάσιο και όταν γινόταν η κατανομή των όπλων, μια αδέσποτη σφαίρα σκότωσε έναν αξιωματικό που τον έλεγαν Πετούση. Ο Σωτήρης είδε από πού ήρθε η σφαίρα, πήγε από πίσω και σκότωσε τον Τούρκο στρατιώτη, παίρνοντας το όπλο και τα πυρομομαχικά. Μετά τον βρήκε κάποιος Κλεάνθης Κλεάνθους και του ζήτησε να τον προστατεύσει για να γλιτώσουν και οι δύο. Μέχρι το βράδυ έσωσαν την Επισκοπή, πριν φύγουν όμως και πάλι μια αδέσποτη σφαίρα χτύπησε ξυστά τον Κατερινάκη και τον Σωτήρη μας τον διαπέρασε. Ο Κατερινάκης έτρεξε και φώναξε στους άλλους «γρήγορα να τον πάρετε στο νοσοκομείο, γιατί αν και κομμουνιστής πολέμησε σαν λιοντάρι». Τον πήραν μέχρι την Ερήμη και ξεψύχησε. Την άλλη μέρα πήγα στη Λεμεσό με κάποιο συγχωριανό μου να δω τι κάνει ο γιος μου. Έμαθα ότι είναι πληγωμένος και βρίσκεται στο νοσοκομείο της Λεμεσού. Πήγα εκεί βρήκα έναν αστυνομικό και μου είπε «παπά ο Σωτήρης πέθανε και τον θάψαμε και εσύ τον ψάχνεις;». Επέστρεψα στο χωριό, μόλις με είδε η παπαδιά το κατάλαβε. Τότε τους έθαβαν όλους και δεν ειδοποιούσαν τους γονείς τους.

Αξίζει να σας πω πως όταν η γυναίκα μου έμεινε έγκυος, αποφασίσαμε να δώσουμε στο παιδί το όνομα του Κυριάκου μας. Πώς τα έφερε όμως η ζωή. Η γυναίκα μου γέννησε δίδυμα, κάτι που δεν γνωρίζαμε προηγουμένως, γιατί πριν 40 χρόνια, σε ένα χωριό της Πάφου, δεν είχαμε τη δυνατότητα να ξέρουμε από πριν ούτε το φύλο ούτε τον αριθμό των παιδιών. Σκοτώθηκε λοιπόν και ο Σωτήρης μας και έτσι τα δίδυμα πήραν τα ονόματα των αδικοχαμένων παιδιών μας. Κυριάκος και Σωτηρούλα.

 

Η ΣΧΕΣΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΥΣ

Με τους Τουρκοκύπριους είχαμε πάρα πολύ καλές σχέσεις. Πηγαίναμε στους γάμους τους κι αυτοί έρχονταν στους δικούς μας. Όταν παντρεύτηκα έσφαξαν μια κατσίκα και μας την έφεραν ως δώρο. Μαζί συνεργαστήκαμε για να κάνουμε το φράκτη στο Φοίνικα, στα Μανδριά. Θυμάμαι ένα βράδυ, που δουλεύαμε ως τα μεσάνυχτα, και έπρεπε να περπατήσουμε 5 μίλια για να φθάσουμε στο χωριό. Ενας Τούρκος, που ήταν από το Φοίνικα, μας κάλεσε να φάμε στο σπίτι του, να μας φιλοξενήσει και να γυρίσουμε την επομένη σπίτι μας. Ντρεπόμαστε, αλλά μας πήρε με το ζόρι. Το πρωί σηκωθήκαμε και πήγαμε σπίτι μας. Αυτή η αλληλεγγύη υπήρχε μεταξύ μας.

Μετά την εισβολή ήρθε μια κοπέλα στο χωριό και ζήτησε το σπίτι του Παπαλάζαρου. Την έστειλαν οι γονείς της να με βρει. Μου είπε ότι ο πατέρας της είναι διευθυντής στο σχολείο της Λύσης. Τα παιδιά μου δεν τα μεγάλωσα ποτέ με μίσος απέναντι στου Τούρκους, παρόλο που ο Σωτήρης μου σκοτώθηκε από τουρκική σφαίρα.

Περιοδικό “Life”, τεύχος 55.